ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Πολυπολιτισµικότητα και πραγµατικότητα
Mια συνήθης στρέβλωση στον κόσμο των νεοελληνικών απλουστεύσεων αφορά τη λεγόμενη πολυπολιτισμική κοινωνία, την οποία κάποιοι, χωρίς να είναι σε θέση να ορίσουν με ακρίβεια, έχουν αναγάγει σε ένα νέο «θεολογούμενο», με την έλευση του οποίου θα ξεπεραστούν ως διά μαγείας όλοι οι αταβισμοί των εθνικών κοινωνιών. Σφάλλουν, όμως, διπλά, τόσο ως προς τον ορισμό όσο και ως προς την τελική τους απόφανση.
Η πολυπολιτισμική κοινωνία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως το τελικό εξαγόμενο μιας ανεξέλεγκτης διεργασίας κοινωνικών προσχώσεων, αλλά ως το ζητούμενο για ένα δυναμικό κοινωνικό σύνολο, το οποίο, μέσα στην αναπόφευκτη κινητικότητα που καθιερώνει η παγκοσμιοποίηση, πρέπει να μπορεί να ενσωματώνει διάφορες συνιστώσες, προσφέροντάς τους το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εκδιπλώσουν τον δυναμισμό τους. Αυτό καθόλου δεν συνεπάγεται την αποσύνθεση του πλειοψηφούντος εθνικού υποβάθρου και, πολύ περισσότερο, δεν την απαιτεί, αφού είναι σαφές ότι το έθνος αποτελεί (ακόμη) τον πολύτιμο πυρήνα συνομάδωσης, ο οποίος μετατρέπει μια εν δυνάμει άμορφη κοινωνική μάζα σε ένα διακριτό και αυτόβουλο συλλογικό υποκείμενο. Γι’ αυτό θα ήταν πολιτικά νήπιος εκείνος που, υπό την επήρεια μιας οικουμενίστικης ιδεοληψίας, θα έκανε το λογικό άλμα να θεωρήσει ότι το έθνος ήδη αποτελεί έναν ιστορικό αναχρονισμό και, επομένως, ως τέτοιος μπορεί να αφεθεί ή ακόμα και να διευκολυνθεί στο να αποχωρήσει ησύχως από την κεντρική σκηνή της Ιστορίας.
Να σημειώσουμε εδώ ότι, εκτός από την επίκληση μιας πολιτικής μοιρολατρίας, που βασίζεται στο αναπόδραστο των προβλεπόμενων εξελίξεων, δεν φαίνεται να υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις που να συνηγορούν καθολικά υπέρ μιας τέτοιας βεβαιότητας, τουλάχιστον σε όσες χώρες ακολουθούν μια ενεργή και συνεπή εθνική πολιτική. Για την ακρίβεια, οι χώρες με ισχυρές ηγεσίες και κρατικές δομές ασκούν μια πολιτική η οποία κινείται προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που θα ενέκριναν οι εγχώριοι θιασώτες της «παγκόσμιας συναδέλφωσης». Εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο της κινητικότητας που καθιερώνει η παγκοσμιοποίηση, είναι αποδεκτό ότι οι εθνικές κοινωνίες δεν μπορούν να διατηρήσουν την παλαιά τους «καθαρότητα», αλλά έως έναν βαθμό θα εμπλουτισθούν με έναν αριθμό αλλοεθνών, μετατρεπόμενες σε πιο σύνθετες και πολυσχιδείς οντότητες.
Μια τέτοια μετεξέλιξη, εκτός από αναπόφευκτη, όπως έχουμε σημειώσει και αλλού, δεν είναι απαραίτητα και αρνητική. Η ύπαρξη μιας πλουραλιστικής κοινωνίας, η οποία σέβεται τις δυναμικές της συνιστώσες και αντλεί ορμή από αυτές, δεν σημαίνει απαραίτητα αποσάθρωση του πλειοψηφούντος εθνικού υποβάθρου, ούτε συνεπάγεται αναγκαστικά την κατάργησή του. Για να έχουμε αίσθηση του τι σημαίνει πολυπολιτισμική κοινωνία, θα αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με τις διαθέσιμες στατιστικές, οι Ινδοί μετανάστες στις ΗΠΑ για πρώτη φορά στην ιστορία της μετανάστευσης έχουν κατά μέσο όρο υψηλότερο εισόδημα από το αντίστοιχο μέσο όρο των γηγενών Αμερικανών. Αυτό δεν είναι τυχαίο, διότι στην πλειονότητά τους είναι γιατροί, μηχανικοί κ.λπ., οι οποίοι έχουν αποφοιτήσει από τα καλύτερα πανεπιστήμια και πολυτεχνεία. ∆εν είναι, όμως, μόνο οι μετανάστες υψηλού μορφωτικού επιπέδου που προσφέρουν σε μια κοινωνία. Εξίσου σημαντική ήταν, π.χ., και η συνεισφορά εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, οι οποίοι τη δεκαετία του 1960 μετανάστευσαν μέσω διακρατικών συμφωνιών στη ∆υτική Ευρώπη, για να εργαστούν στα ορυχεία και τις φάμπρικες του Βελγίου και της τότε ∆υτικής Γερμανίας.
Μιλώντας, λοιπόν, γενικά, μπορούμε να πούμε ότι η παρουσία νόμιμων μεταναστών σε μια κοινωνία κατά κανόνα την ωφελεί τόσο με τις ικανότητές τους όσο και με τη διαφορετικότητά τους. Ομως, προφανώς είναι άλλο πράγμα να εισρέουν σε μια κοινωνία άτομα τα οποία με την εργασία και το ταλέντο τους ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες ανάγκες ή δημιουργούν νέες, που δικαιολογούν την παρουσία τους, και τελείως άλλο πράγμα εξαθλιωμένοι Μπαγκλαντεσιανοί, που προσπαθούν να επιβιώσουν ως επαίτες στους δρόμους των ελληνικών πόλεων, «φιλόδοξοι» Αφρι κανοί νταβατζήδες, που διαθέτουν ελεύθερα την ανθρώπινη «πραμάτεια» τους, ή δύσμοιροι Πακιστανοί, που περιφέρονται επί ώρες με κλεμμένα καροτσάκια από σουπερμάρκετ συλλέγοντας από τα απορρίμματα οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι εμπορεύσιμο. Για να μη μιλήσουμε για τους εμπόρους ή τα βαποράκια ναρκωτικών, τους πάσης φύσεως κακοποιούς ή τους μικρολωποδύτες των δρόμων...
Διευκρινίζεται ότι με αυτά τα σχόλια δεν θέλουμε να υπονοήσουμε ότι όλοι οι μετανάστες στην Ελλάδα ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες, ούτε να υποβαθμίσουμε την υπόσταση ή την αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι πολύ συχνά γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης είτε από συμπατριώτες μας είτε από ομοεθνείς τους και τελικά εγκλωβίζονται σε τραγικά αδιέξοδα, τα οποία δεν είχαν καν φανταστεί όταν ξεκινούσαν από τη χώρα τους. Θέλουμε απλώς να καταδείξουμε πως η πέρα από κάθε έλεγχο προσέλευση των απελπισμένων ή των τυχοδιωκτών του Τρίτου Κόσμου στην Ελλάδα ξεπερνά τις αντοχές και τις χωρητικότητες της χώρας, με δυσμενείς συνέπειες τόσο για τους γηγενείς όσο και για τους ίδιους τους μετανάστες. Αυτά ας τα έχουν υπ’ όψιν διάφοροι ευκαιριακοί εγχώριοι υποστηρικτές των δικαιωμάτων των μεταναστών, οι οποίοι, ενώ δεν χάνουν την ευκαιρία να δηλώνουν την ακατάλυτη πίστη τους στα ανθρώπινα ιδεώδη και να κατακεραυνώνουν κάθε διαφορετική από τη δική τους άποψη, στην ουσία δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να υποθάλπουν, διά της τελικής αδιαφορίας τους, τον «ρατσισμό του αυτονόητου». Αυτόν δηλαδή που θεωρεί φυσιολογικό φαινόμενο εξαθλιωμένες μορφές να εκλιπαρούν για λίγα λεπτά του ευρώ στα φανάρια των δρόμων ή οι «νεοφεουδάρχες» της ελληνικής επαρχίας να χρησιμοποιούν ως δουλοπάροικους τους άτυχους αλλοδαπούς, που κάποια κυκλώματα έφεραν στην περιοχή τους.
Επιπλέον, δεν πρέπει να παραλείψουμε το μεγάλο ποσοστό «μαύρης» εργασίας αλλοδαπών (και όχι μόνο), το οποίο σχεδόν ποτέ δεν έρχεται στο προσκήνιο της επικαιρότητας ή της πολιτικής δράσης. Αυτή, βεβαίως, είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος, γιατί θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν λείπουν και οι πολυάριθμες πράξεις αλληλεγγύης και ανθρωπιάς από τον ελληνικό πληθυσμό προς τους μετανάστες, με κορυφαίο παράδειγμα την υποδοχή και περίθαλψη ενός εκατομμυρίου προσφύγων και μεταναστών από τους κατοίκους των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου μέσα στο 2015. Αυτές οι μεμονωμένες περιπτώσεις, όμως, είτε αφορούν άτομα είτε ομάδες, δεν υποκαθιστούν το διαχειριστικό έλλειμμα απέναντι στο ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης, το οποίο επιδεικνύει σε μεγάλο βαθμό η ελληνική κοινωνία και, πάνω από όλα, οι υπεύθυνοι πολιτικοί φορείς της, οι οποίοι ανέχονται την εκμετάλλευση και την εξαθλίωση χιλιάδων ξένων, επειδή απλώς και σε αυτό το θέμα δεν μπορούν να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Λέμε, λοιπόν, προς όλους τους «προοδευτικούς» και «κοινωνικά ευαίσθητους» ότι αληθινά υπεύθυνη, δημοκρατική και ανθρωπιστική πολιτική σημαίνει: περιορισμός του αριθμού των μεταναστών στα όρια που η χώρα μπορεί να τους προσφέρει μια αξιοπρεπή διαβίωση και που δεν θα δημιουργούν και οι ίδιοι προβλήματα στη χώρα (διότι και οι γηγενείς έχουν τα δικαιώματά τους). ∆ιαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής και νόμιμες συνθήκες εργασίας με κοινωνική ασφάλιση σε όσους αλλοδαπούς έχει δοθεί άδεια παραμονής και εργασίας. Ολα αυτά, βεβαίως, δεν υλοποιούνται με γενικόλογα ευχολόγια, αλλά με ανάληψη αποφασιστικής και, προ πάντων, ορθολογικής πολιτικής δράσης.
Η πολυπολιτισμική κοινωνία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως το τελικό εξαγόμενο μιας ανεξέλεγκτης διεργασίας κοινωνικών προσχώσεων, αλλά ως το ζητούμενο για ένα δυναμικό κοινωνικό σύνολο, το οποίο, μέσα στην αναπόφευκτη κινητικότητα που καθιερώνει η παγκοσμιοποίηση, πρέπει να μπορεί να ενσωματώνει διάφορες συνιστώσες, προσφέροντάς τους το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εκδιπλώσουν τον δυναμισμό τους. Αυτό καθόλου δεν συνεπάγεται την αποσύνθεση του πλειοψηφούντος εθνικού υποβάθρου και, πολύ περισσότερο, δεν την απαιτεί, αφού είναι σαφές ότι το έθνος αποτελεί (ακόμη) τον πολύτιμο πυρήνα συνομάδωσης, ο οποίος μετατρέπει μια εν δυνάμει άμορφη κοινωνική μάζα σε ένα διακριτό και αυτόβουλο συλλογικό υποκείμενο. Γι’ αυτό θα ήταν πολιτικά νήπιος εκείνος που, υπό την επήρεια μιας οικουμενίστικης ιδεοληψίας, θα έκανε το λογικό άλμα να θεωρήσει ότι το έθνος ήδη αποτελεί έναν ιστορικό αναχρονισμό και, επομένως, ως τέτοιος μπορεί να αφεθεί ή ακόμα και να διευκολυνθεί στο να αποχωρήσει ησύχως από την κεντρική σκηνή της Ιστορίας.
Να σημειώσουμε εδώ ότι, εκτός από την επίκληση μιας πολιτικής μοιρολατρίας, που βασίζεται στο αναπόδραστο των προβλεπόμενων εξελίξεων, δεν φαίνεται να υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις που να συνηγορούν καθολικά υπέρ μιας τέτοιας βεβαιότητας, τουλάχιστον σε όσες χώρες ακολουθούν μια ενεργή και συνεπή εθνική πολιτική. Για την ακρίβεια, οι χώρες με ισχυρές ηγεσίες και κρατικές δομές ασκούν μια πολιτική η οποία κινείται προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που θα ενέκριναν οι εγχώριοι θιασώτες της «παγκόσμιας συναδέλφωσης». Εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο της κινητικότητας που καθιερώνει η παγκοσμιοποίηση, είναι αποδεκτό ότι οι εθνικές κοινωνίες δεν μπορούν να διατηρήσουν την παλαιά τους «καθαρότητα», αλλά έως έναν βαθμό θα εμπλουτισθούν με έναν αριθμό αλλοεθνών, μετατρεπόμενες σε πιο σύνθετες και πολυσχιδείς οντότητες.
Μια τέτοια μετεξέλιξη, εκτός από αναπόφευκτη, όπως έχουμε σημειώσει και αλλού, δεν είναι απαραίτητα και αρνητική. Η ύπαρξη μιας πλουραλιστικής κοινωνίας, η οποία σέβεται τις δυναμικές της συνιστώσες και αντλεί ορμή από αυτές, δεν σημαίνει απαραίτητα αποσάθρωση του πλειοψηφούντος εθνικού υποβάθρου, ούτε συνεπάγεται αναγκαστικά την κατάργησή του. Για να έχουμε αίσθηση του τι σημαίνει πολυπολιτισμική κοινωνία, θα αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με τις διαθέσιμες στατιστικές, οι Ινδοί μετανάστες στις ΗΠΑ για πρώτη φορά στην ιστορία της μετανάστευσης έχουν κατά μέσο όρο υψηλότερο εισόδημα από το αντίστοιχο μέσο όρο των γηγενών Αμερικανών. Αυτό δεν είναι τυχαίο, διότι στην πλειονότητά τους είναι γιατροί, μηχανικοί κ.λπ., οι οποίοι έχουν αποφοιτήσει από τα καλύτερα πανεπιστήμια και πολυτεχνεία. ∆εν είναι, όμως, μόνο οι μετανάστες υψηλού μορφωτικού επιπέδου που προσφέρουν σε μια κοινωνία. Εξίσου σημαντική ήταν, π.χ., και η συνεισφορά εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, οι οποίοι τη δεκαετία του 1960 μετανάστευσαν μέσω διακρατικών συμφωνιών στη ∆υτική Ευρώπη, για να εργαστούν στα ορυχεία και τις φάμπρικες του Βελγίου και της τότε ∆υτικής Γερμανίας.
Μιλώντας, λοιπόν, γενικά, μπορούμε να πούμε ότι η παρουσία νόμιμων μεταναστών σε μια κοινωνία κατά κανόνα την ωφελεί τόσο με τις ικανότητές τους όσο και με τη διαφορετικότητά τους. Ομως, προφανώς είναι άλλο πράγμα να εισρέουν σε μια κοινωνία άτομα τα οποία με την εργασία και το ταλέντο τους ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες ανάγκες ή δημιουργούν νέες, που δικαιολογούν την παρουσία τους, και τελείως άλλο πράγμα εξαθλιωμένοι Μπαγκλαντεσιανοί, που προσπαθούν να επιβιώσουν ως επαίτες στους δρόμους των ελληνικών πόλεων, «φιλόδοξοι» Αφρι κανοί νταβατζήδες, που διαθέτουν ελεύθερα την ανθρώπινη «πραμάτεια» τους, ή δύσμοιροι Πακιστανοί, που περιφέρονται επί ώρες με κλεμμένα καροτσάκια από σουπερμάρκετ συλλέγοντας από τα απορρίμματα οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι εμπορεύσιμο. Για να μη μιλήσουμε για τους εμπόρους ή τα βαποράκια ναρκωτικών, τους πάσης φύσεως κακοποιούς ή τους μικρολωποδύτες των δρόμων...
Διευκρινίζεται ότι με αυτά τα σχόλια δεν θέλουμε να υπονοήσουμε ότι όλοι οι μετανάστες στην Ελλάδα ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες, ούτε να υποβαθμίσουμε την υπόσταση ή την αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι πολύ συχνά γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης είτε από συμπατριώτες μας είτε από ομοεθνείς τους και τελικά εγκλωβίζονται σε τραγικά αδιέξοδα, τα οποία δεν είχαν καν φανταστεί όταν ξεκινούσαν από τη χώρα τους. Θέλουμε απλώς να καταδείξουμε πως η πέρα από κάθε έλεγχο προσέλευση των απελπισμένων ή των τυχοδιωκτών του Τρίτου Κόσμου στην Ελλάδα ξεπερνά τις αντοχές και τις χωρητικότητες της χώρας, με δυσμενείς συνέπειες τόσο για τους γηγενείς όσο και για τους ίδιους τους μετανάστες. Αυτά ας τα έχουν υπ’ όψιν διάφοροι ευκαιριακοί εγχώριοι υποστηρικτές των δικαιωμάτων των μεταναστών, οι οποίοι, ενώ δεν χάνουν την ευκαιρία να δηλώνουν την ακατάλυτη πίστη τους στα ανθρώπινα ιδεώδη και να κατακεραυνώνουν κάθε διαφορετική από τη δική τους άποψη, στην ουσία δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να υποθάλπουν, διά της τελικής αδιαφορίας τους, τον «ρατσισμό του αυτονόητου». Αυτόν δηλαδή που θεωρεί φυσιολογικό φαινόμενο εξαθλιωμένες μορφές να εκλιπαρούν για λίγα λεπτά του ευρώ στα φανάρια των δρόμων ή οι «νεοφεουδάρχες» της ελληνικής επαρχίας να χρησιμοποιούν ως δουλοπάροικους τους άτυχους αλλοδαπούς, που κάποια κυκλώματα έφεραν στην περιοχή τους.
Επιπλέον, δεν πρέπει να παραλείψουμε το μεγάλο ποσοστό «μαύρης» εργασίας αλλοδαπών (και όχι μόνο), το οποίο σχεδόν ποτέ δεν έρχεται στο προσκήνιο της επικαιρότητας ή της πολιτικής δράσης. Αυτή, βεβαίως, είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος, γιατί θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν λείπουν και οι πολυάριθμες πράξεις αλληλεγγύης και ανθρωπιάς από τον ελληνικό πληθυσμό προς τους μετανάστες, με κορυφαίο παράδειγμα την υποδοχή και περίθαλψη ενός εκατομμυρίου προσφύγων και μεταναστών από τους κατοίκους των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου μέσα στο 2015. Αυτές οι μεμονωμένες περιπτώσεις, όμως, είτε αφορούν άτομα είτε ομάδες, δεν υποκαθιστούν το διαχειριστικό έλλειμμα απέναντι στο ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης, το οποίο επιδεικνύει σε μεγάλο βαθμό η ελληνική κοινωνία και, πάνω από όλα, οι υπεύθυνοι πολιτικοί φορείς της, οι οποίοι ανέχονται την εκμετάλλευση και την εξαθλίωση χιλιάδων ξένων, επειδή απλώς και σε αυτό το θέμα δεν μπορούν να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Λέμε, λοιπόν, προς όλους τους «προοδευτικούς» και «κοινωνικά ευαίσθητους» ότι αληθινά υπεύθυνη, δημοκρατική και ανθρωπιστική πολιτική σημαίνει: περιορισμός του αριθμού των μεταναστών στα όρια που η χώρα μπορεί να τους προσφέρει μια αξιοπρεπή διαβίωση και που δεν θα δημιουργούν και οι ίδιοι προβλήματα στη χώρα (διότι και οι γηγενείς έχουν τα δικαιώματά τους). ∆ιαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής και νόμιμες συνθήκες εργασίας με κοινωνική ασφάλιση σε όσους αλλοδαπούς έχει δοθεί άδεια παραμονής και εργασίας. Ολα αυτά, βεβαίως, δεν υλοποιούνται με γενικόλογα ευχολόγια, αλλά με ανάληψη αποφασιστικής και, προ πάντων, ορθολογικής πολιτικής δράσης.