ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Το παρελθόν της μέσης Ανατολής δεν πεθαίνει ποτέ
Η εξομάλυνση των σχέσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (τα οποία έσπευσε να μιμηθεί και το Μπαχρέιν) καταδεικνύει πως συντελείται μια στρατηγική μετατόπιση στη μέση Ανατολή, η οποία αφήνει απ’ έξω τους Παλαιστίνιους. Ωστόσο, όποιος νομίζει πως αυτό θα σημάνει και το τέλος της παλαιότερης συνεχιζόμενης διαμάχης στην περιοχή πλανάται πλάνην οικτράν.
Οι εικόνες ήταν συγκινητικές. Στις αρχές Οκτωβρίου, ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών Χάϊκο Μάας επισκέφθηκε το μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο μαζί με τους ομόλογους του από το Ισραήλ και τα Εμιράτα -- μια χειρονομία για τον εορτασμό της πρόσφατης εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Στην πραγματικότητα, όμως η έναρξη διπλωματικών σχέσεων στο πλαίσιο των «Συμφωνιών του Αβραάμ», όπως ονομάστηκαν οι συμφωνίες του περασμένου καλοκαιριού, ελάχιστη σχέση έχουν με απότιση φόρου τιμής στο παρελθόν. Αντιθέτως, οι συμφωνίες αυτές αποτελούν μια απόπειρα απόδρασης από την Ιστορία.
Στη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ζωής μου, η ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση ήταν το καθοριστικό ζήτημα στη Μέση Ανατολή. Από τη σκοπιά της Δύσης, η εξασφάλιση του δικαιώματος του Ισραήλ να υπάρχει ήταν ένας τρόπος εκπλήρωσης ενός ιστορικού χρέους απέναντι στον εβραϊκό λαό: το Ισραήλ, ως πατρίδα για τον παγκόσμιο Εβραϊσμό, αποτελούσε ασφαλιστική διασφάλιση απέναντι σε τυχόν μελλοντικό αντισημιτισμό. Όμως για τον αραβικό κόσμο, ο εκτοπισμός των Παλαιστινίων το 1948 και η συνεχιζόμενη ισραηλινή κατοχή που βιώνουν από το 1967 χρησιμοποιηθήκαν ως κεντρικό σύνθημα συσπείρωσης από διαδοχικά καθεστώτα αραβικών χωρών, τα περισσότερα από τα οποία εκμεταλλεύονταν τα δεινά των Παλαιστινίων προκειμένου να αποσπάσουν την προσοχή των υπηκόων τους από τις αποτυχίες τους στο εσωτερικό των χωρών τους.
Με δεδομένα τα παραπάνω, η συμβατική λογική υπαγόρευε ότι τόσο οι Ισραηλινοί όσο και οι Παλαιστίνιοι θα έπρεπε να αποζημιωθούν για ιστορικές αδικίες που υπέστησαν προκείμενου να διασφαλιστεί η σταθερότητα και η ειρήνη στη μέση Ανατολή. Η ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση ήταν το κλειδί για το ξεκλείδωμα μιας διαδικασίας διπλωματικής εξομάλυνσης σε ολόκληρη την περιοχή. Έτσι, με το να συμφωνήσουν να ομαλοποιήσουντις σχέσεις τους με το Ισραήλ παρότι δεν είχε επιτευχθεί συμφωνία για τους Παλαιστίνιους, τα ΗΑΕ ουσιαστικά παρέκαμψαν και παρέβλεψαν όλη αυτή την ιστορία. Η εκ μέρους τους αποδοχή των «Συμφωνιών του Αβραάμ» - Κάτι που έσπευσε να μιμηθεί και το Μπαχρέιν- σηματοδοτεί μια στρατηγική μετατόπιση στην περιοχή.
Τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει το τι οι αραβικές ελίτ αντιλαμβάνονται ως απόδειξη. Αν ο πρωταρχικός εχθρός τους στις δεκαετίες του 1960 και 1970ηταν το Ισραήλ, πρωταρχικός εχθρός τους σήμερα είναι το Ιράν, ακολουθούμενο από την Τουρκία. με τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν αποσυρθεί από την περιοχή, πολλοί ηγέτες του Κόλπου έχουν καταλήξει να πιστεύουν ότι η οικοδόμηση ενός περιφερειακού άξονα με το Ισραήλ θα είναι κρίσιμη για την προστασία των συμφερόντων τους. Και το ίδιο έχει αρχίσει να πιστεύει και η αραβική κοινή γνώμη - καθώς ο περισσότερος σημερινός πληθυσμός των χωρών αυτών δεν είχε καν γεννηθεί ακόμα όταν ο Γιασέρ Αραφάτ και ο Γιτζάκ Ραμπίν συμφωνούσαν να χαράξουν μια πορεία προς τη λύση των δυο κρατών. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, τα δεινά των Παλαιστινίων έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα καθώς προέκυψαν πιο πρόσφατα θύματα από άλλα κύματα καταπίεσης και βίας, όπως στο Ιράκ μετά την εισβολή των ΗΠΑ, στη Λιβύη υπό τον Μουαμάρ Καντάφι στις συγκρούσεις στην Υεμένη και στη Συρία.
Η ηγεσία των ΗΑΕ είναι απρόσμενα ειλικρινής ως προς την απόφαση της να συνάψει ειρήνη με το Ισραήλ. Από τη μια εξακολουθεί να υποστηρίζει την ιδέα ενός παλαιστινιακού κράτους, αλλά από την άλλη δεν εμπιστεύεται πια την παλαιστινιακή ηγεσία ως προς την αποτελεσματική αξιοποίηση της υποστήριξης των Εμιράτων. Σε απάντηση, Παλαιστίνιοι επικριτές υποστηρίζουν ότι τα ΗΑΕ πέταξαν στα σκουπίδια το πιο ισχυρό χαρτί που θα μπορούσε να παιχτεί υπέρ τους. Όμως η πραγματικότητα είναι πως τα ΗΑΕ, όπως και τα περισσότερα άλλα κράτη στην
περιοχή, έχουν ευρύτερα συμφέροντα πέρα από τη δημιουργία μιας παλαιστινιακής πατρίδας. Το να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με τις ΗΠΑ και να εξασφαλίσουν αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη F-35 είναι σαφώς υψηλότερες προτεραιότητες. Όπως το έθεσε πρόσφατα ο πρίγκιπας της Σαουδικής Αραβίας Μπαντάρ μπιν Σουλτάν μπιν Αμπντουλαζίζ, «οι παλαιστινιακές επιδιώξεις είναι δίκαιες αλλά οι υπέρμαχοι τους είναι αποτυχημένοι, ενώ οι ισραηλινές επιδιώξεις είναι ΄άδικες αλλά οι υπέρμαχοι τους έχουν αποδειχτεί επιτυχημένοι».
Οι Ισραηλινοί από την πλευρά τους ελπίζουν ότι οι «Συμφωνίες του Αβραάμ» θα ανοίξουν τον δρόμο για ένα νέο κύμα ομαλοποίησης με άλλες αραβικές δυνάμεις, έτσι ώστε η πορεία προς την περιφερειακή ασφάλεια να μην περνά πλέον μέσα από την Ιερουσαλήμ. Διαχωρίζοντας το παλαιστινιακό ζήτημα από τις σχέσεις του με τις άλλες χώρες της περιοχής, το Ισραήλ κατάφερε να το μετατρέψει σε απλά εσωτερικό πρόβλημα. Η θέση της «διεθνούς κοινότητας» επί του θέματος θα είναι τώρα πιο διάχυτη, και επομένως πιο αποδυναμωνόμενη. Με κάθε νέα συμφωνία ομαλοποίησης που εξασφαλίζει το Ισραήλ, θα αποκτά την ολοένα και πιο ρητή «έγκριση» του από τον αραβικό κόσμο. Ως εκ τούτου, οι συμφωνίες με τα ΗΑΕ και το Μπαχρέιν αποτελούν θρίαμβο για την πολιτική που ακολούθησε ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπινιαμίν Νετανιάχου την τελευταία δεκαετία. Όμως και ο Νετανιάχου καλά θα έκανε να θυμάται πως μια νίκη στη Μέση Ανατολή εμπεριέχει πάντα τους σπόρους για την αποτυχία της. Εάν καταστήσει αδύνατη τη λύση των δυο κρατών, θα έχει θέσει τα θεμέλια για μια αμφισβήτηση του μέλλοντος του Ισραήλ ως δημοκρατικού κράτους εβραϊκής πλειοψηφίας.
Σε τελική ανάλυση, εάν οι Παλαιστίνιοι δεν μπορούν πλέον να διαπραγματευτούν για ένα δικό τους κράτος, η καλύτερη εναλλακτική τους θα είναι να επιδιώξουν μια λύση ενιαίου κράτους πιέζοντας για πολιτικά δικαιώματα εντός του Ισραήλ. Τα σημάδια είναι ορατά. Σύμφωνα με το δημογραφικό προφίλ που καταγράφει ο ΟΗΕ το 2019 για τα παλαιστινιακά εδάφη, υπάρχουν 5.000.000 Παλαιστίνιοι, οι οποίοι θα μπορούσαν ενδεχομένως να ενωθούν με τους 1.916.000 Άραβες που ζουν στο Ισραήλ, ξεπερνώντας έτσι σε αριθμό τους 6.772.000 Ισραηλινούς Εβραίους. Λαμβάνοντας υπόψη πόσο αναποτελεσματική και διχασμένη είναι η παλαιστινιακή ηγεσία, η εκδήλωση μιας οργανωμένης αμφισβήτησης φαντάζει απίθανη το προσεχές διάστημα. Ωστόσο, πολύ πριν ακόμα οι Παλαιστίνιοι καταστούν ικανοί να κερδίσουν μια εκλογική πλειοψηφία στο Ισραήλ, μια πιο ικανή ηγεσία θα μπορούσε να αρχίσει να θέτει σοβαράερωτήματα σχετικά με την υγεία της ίδιας της ισραηλινής δημοκρατίας. Τέτοια επιχειρήματα θα αναζωπύρωναν τις συζητήσεις σχετικά με το αν το Ισραήλ είναι ένα κράτος απαρτχάιντ, οδηγώντας πιθανώς σε ανανέωση και των διεθνών πιέσεων. Και αυτό, με τη σειρά του, θα μπορούσε να έχει εκτεταμένες επιπτώσεις στις σχέσεις του Ισραήλ με άλλες δυνάμεις, ιδίως με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τρίτο των συνολικών εμπορικών σχέσεων της χώρας.
Για τους λόγους αυτούς, κορυφαίοι ισραηλινοί αναλυτές εθνικής ασφαλείας έχουν υποστηρίξει πως, εάν δεν είναι δυνατή μια λύση δυο κρατών κατόπιν διαπραγματεύσεων, το Ισραήλ θα πρέπει να αναπτύξει μια τέτοια λύση ακόμα και χωρίς διαπραγματεύσεις, ιδρύοντας μονομερώς ένα βιώσιμο παλαιστινιακό κράτος. Ωστόσο μια τέτοια προσέγγιση θα απαιτούσε πλήρη αναμόρφωση της κατοχής υπέρ μιας μεγιστοποίησης του αριθμού των εποίκων, Κάτι που θα μπορούσε να υπονομεύσει θανάσιμα τη νομιμότητα οποιουδήποτε παλαιστινιακού κράτους προκύψει εντέλει. Αυτός είναι και ο λόγος που άλλοι ισραηλινοί ηγέτες με πιο στρατηγικές απόψεις -συμπεριλαμβανόμενων έξι πρώην διευθυντών της Μοσαντ- έχουν αρχίσει να αναζητούν τρόπους για την ανάπτυξη μιας πραγματικής κρατικής υπόστασης για τους Παλαιστίνιους μέσω μιας διαδικασίας απόσυρσης της κατοχής.
Οι εικόνες ήταν συγκινητικές. Στις αρχές Οκτωβρίου, ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών Χάϊκο Μάας επισκέφθηκε το μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο μαζί με τους ομόλογους του από το Ισραήλ και τα Εμιράτα -- μια χειρονομία για τον εορτασμό της πρόσφατης εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Στην πραγματικότητα, όμως η έναρξη διπλωματικών σχέσεων στο πλαίσιο των «Συμφωνιών του Αβραάμ», όπως ονομάστηκαν οι συμφωνίες του περασμένου καλοκαιριού, ελάχιστη σχέση έχουν με απότιση φόρου τιμής στο παρελθόν. Αντιθέτως, οι συμφωνίες αυτές αποτελούν μια απόπειρα απόδρασης από την Ιστορία.
Στη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ζωής μου, η ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση ήταν το καθοριστικό ζήτημα στη Μέση Ανατολή. Από τη σκοπιά της Δύσης, η εξασφάλιση του δικαιώματος του Ισραήλ να υπάρχει ήταν ένας τρόπος εκπλήρωσης ενός ιστορικού χρέους απέναντι στον εβραϊκό λαό: το Ισραήλ, ως πατρίδα για τον παγκόσμιο Εβραϊσμό, αποτελούσε ασφαλιστική διασφάλιση απέναντι σε τυχόν μελλοντικό αντισημιτισμό. Όμως για τον αραβικό κόσμο, ο εκτοπισμός των Παλαιστινίων το 1948 και η συνεχιζόμενη ισραηλινή κατοχή που βιώνουν από το 1967 χρησιμοποιηθήκαν ως κεντρικό σύνθημα συσπείρωσης από διαδοχικά καθεστώτα αραβικών χωρών, τα περισσότερα από τα οποία εκμεταλλεύονταν τα δεινά των Παλαιστινίων προκειμένου να αποσπάσουν την προσοχή των υπηκόων τους από τις αποτυχίες τους στο εσωτερικό των χωρών τους.
Με δεδομένα τα παραπάνω, η συμβατική λογική υπαγόρευε ότι τόσο οι Ισραηλινοί όσο και οι Παλαιστίνιοι θα έπρεπε να αποζημιωθούν για ιστορικές αδικίες που υπέστησαν προκείμενου να διασφαλιστεί η σταθερότητα και η ειρήνη στη μέση Ανατολή. Η ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση ήταν το κλειδί για το ξεκλείδωμα μιας διαδικασίας διπλωματικής εξομάλυνσης σε ολόκληρη την περιοχή. Έτσι, με το να συμφωνήσουν να ομαλοποιήσουντις σχέσεις τους με το Ισραήλ παρότι δεν είχε επιτευχθεί συμφωνία για τους Παλαιστίνιους, τα ΗΑΕ ουσιαστικά παρέκαμψαν και παρέβλεψαν όλη αυτή την ιστορία. Η εκ μέρους τους αποδοχή των «Συμφωνιών του Αβραάμ» - Κάτι που έσπευσε να μιμηθεί και το Μπαχρέιν- σηματοδοτεί μια στρατηγική μετατόπιση στην περιοχή.
Τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει το τι οι αραβικές ελίτ αντιλαμβάνονται ως απόδειξη. Αν ο πρωταρχικός εχθρός τους στις δεκαετίες του 1960 και 1970ηταν το Ισραήλ, πρωταρχικός εχθρός τους σήμερα είναι το Ιράν, ακολουθούμενο από την Τουρκία. με τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν αποσυρθεί από την περιοχή, πολλοί ηγέτες του Κόλπου έχουν καταλήξει να πιστεύουν ότι η οικοδόμηση ενός περιφερειακού άξονα με το Ισραήλ θα είναι κρίσιμη για την προστασία των συμφερόντων τους. Και το ίδιο έχει αρχίσει να πιστεύει και η αραβική κοινή γνώμη - καθώς ο περισσότερος σημερινός πληθυσμός των χωρών αυτών δεν είχε καν γεννηθεί ακόμα όταν ο Γιασέρ Αραφάτ και ο Γιτζάκ Ραμπίν συμφωνούσαν να χαράξουν μια πορεία προς τη λύση των δυο κρατών. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, τα δεινά των Παλαιστινίων έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα καθώς προέκυψαν πιο πρόσφατα θύματα από άλλα κύματα καταπίεσης και βίας, όπως στο Ιράκ μετά την εισβολή των ΗΠΑ, στη Λιβύη υπό τον Μουαμάρ Καντάφι στις συγκρούσεις στην Υεμένη και στη Συρία.
Η ηγεσία των ΗΑΕ είναι απρόσμενα ειλικρινής ως προς την απόφαση της να συνάψει ειρήνη με το Ισραήλ. Από τη μια εξακολουθεί να υποστηρίζει την ιδέα ενός παλαιστινιακού κράτους, αλλά από την άλλη δεν εμπιστεύεται πια την παλαιστινιακή ηγεσία ως προς την αποτελεσματική αξιοποίηση της υποστήριξης των Εμιράτων. Σε απάντηση, Παλαιστίνιοι επικριτές υποστηρίζουν ότι τα ΗΑΕ πέταξαν στα σκουπίδια το πιο ισχυρό χαρτί που θα μπορούσε να παιχτεί υπέρ τους. Όμως η πραγματικότητα είναι πως τα ΗΑΕ, όπως και τα περισσότερα άλλα κράτη στην
περιοχή, έχουν ευρύτερα συμφέροντα πέρα από τη δημιουργία μιας παλαιστινιακής πατρίδας. Το να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με τις ΗΠΑ και να εξασφαλίσουν αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη F-35 είναι σαφώς υψηλότερες προτεραιότητες. Όπως το έθεσε πρόσφατα ο πρίγκιπας της Σαουδικής Αραβίας Μπαντάρ μπιν Σουλτάν μπιν Αμπντουλαζίζ, «οι παλαιστινιακές επιδιώξεις είναι δίκαιες αλλά οι υπέρμαχοι τους είναι αποτυχημένοι, ενώ οι ισραηλινές επιδιώξεις είναι ΄άδικες αλλά οι υπέρμαχοι τους έχουν αποδειχτεί επιτυχημένοι».
Οι Ισραηλινοί από την πλευρά τους ελπίζουν ότι οι «Συμφωνίες του Αβραάμ» θα ανοίξουν τον δρόμο για ένα νέο κύμα ομαλοποίησης με άλλες αραβικές δυνάμεις, έτσι ώστε η πορεία προς την περιφερειακή ασφάλεια να μην περνά πλέον μέσα από την Ιερουσαλήμ. Διαχωρίζοντας το παλαιστινιακό ζήτημα από τις σχέσεις του με τις άλλες χώρες της περιοχής, το Ισραήλ κατάφερε να το μετατρέψει σε απλά εσωτερικό πρόβλημα. Η θέση της «διεθνούς κοινότητας» επί του θέματος θα είναι τώρα πιο διάχυτη, και επομένως πιο αποδυναμωνόμενη. Με κάθε νέα συμφωνία ομαλοποίησης που εξασφαλίζει το Ισραήλ, θα αποκτά την ολοένα και πιο ρητή «έγκριση» του από τον αραβικό κόσμο. Ως εκ τούτου, οι συμφωνίες με τα ΗΑΕ και το Μπαχρέιν αποτελούν θρίαμβο για την πολιτική που ακολούθησε ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπινιαμίν Νετανιάχου την τελευταία δεκαετία. Όμως και ο Νετανιάχου καλά θα έκανε να θυμάται πως μια νίκη στη Μέση Ανατολή εμπεριέχει πάντα τους σπόρους για την αποτυχία της. Εάν καταστήσει αδύνατη τη λύση των δυο κρατών, θα έχει θέσει τα θεμέλια για μια αμφισβήτηση του μέλλοντος του Ισραήλ ως δημοκρατικού κράτους εβραϊκής πλειοψηφίας.
Σε τελική ανάλυση, εάν οι Παλαιστίνιοι δεν μπορούν πλέον να διαπραγματευτούν για ένα δικό τους κράτος, η καλύτερη εναλλακτική τους θα είναι να επιδιώξουν μια λύση ενιαίου κράτους πιέζοντας για πολιτικά δικαιώματα εντός του Ισραήλ. Τα σημάδια είναι ορατά. Σύμφωνα με το δημογραφικό προφίλ που καταγράφει ο ΟΗΕ το 2019 για τα παλαιστινιακά εδάφη, υπάρχουν 5.000.000 Παλαιστίνιοι, οι οποίοι θα μπορούσαν ενδεχομένως να ενωθούν με τους 1.916.000 Άραβες που ζουν στο Ισραήλ, ξεπερνώντας έτσι σε αριθμό τους 6.772.000 Ισραηλινούς Εβραίους. Λαμβάνοντας υπόψη πόσο αναποτελεσματική και διχασμένη είναι η παλαιστινιακή ηγεσία, η εκδήλωση μιας οργανωμένης αμφισβήτησης φαντάζει απίθανη το προσεχές διάστημα. Ωστόσο, πολύ πριν ακόμα οι Παλαιστίνιοι καταστούν ικανοί να κερδίσουν μια εκλογική πλειοψηφία στο Ισραήλ, μια πιο ικανή ηγεσία θα μπορούσε να αρχίσει να θέτει σοβαράερωτήματα σχετικά με την υγεία της ίδιας της ισραηλινής δημοκρατίας. Τέτοια επιχειρήματα θα αναζωπύρωναν τις συζητήσεις σχετικά με το αν το Ισραήλ είναι ένα κράτος απαρτχάιντ, οδηγώντας πιθανώς σε ανανέωση και των διεθνών πιέσεων. Και αυτό, με τη σειρά του, θα μπορούσε να έχει εκτεταμένες επιπτώσεις στις σχέσεις του Ισραήλ με άλλες δυνάμεις, ιδίως με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τρίτο των συνολικών εμπορικών σχέσεων της χώρας.
Για τους λόγους αυτούς, κορυφαίοι ισραηλινοί αναλυτές εθνικής ασφαλείας έχουν υποστηρίξει πως, εάν δεν είναι δυνατή μια λύση δυο κρατών κατόπιν διαπραγματεύσεων, το Ισραήλ θα πρέπει να αναπτύξει μια τέτοια λύση ακόμα και χωρίς διαπραγματεύσεις, ιδρύοντας μονομερώς ένα βιώσιμο παλαιστινιακό κράτος. Ωστόσο μια τέτοια προσέγγιση θα απαιτούσε πλήρη αναμόρφωση της κατοχής υπέρ μιας μεγιστοποίησης του αριθμού των εποίκων, Κάτι που θα μπορούσε να υπονομεύσει θανάσιμα τη νομιμότητα οποιουδήποτε παλαιστινιακού κράτους προκύψει εντέλει. Αυτός είναι και ο λόγος που άλλοι ισραηλινοί ηγέτες με πιο στρατηγικές απόψεις -συμπεριλαμβανόμενων έξι πρώην διευθυντών της Μοσαντ- έχουν αρχίσει να αναζητούν τρόπους για την ανάπτυξη μιας πραγματικής κρατικής υπόστασης για τους Παλαιστίνιους μέσω μιας διαδικασίας απόσυρσης της κατοχής.