Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ανακοίνωσε ότι θα έχει αποσύρει τα αµερικανικά στρατεύµατα από το Αφγανιστάν έως τις 11 Σεπτεµβρίου, βάζοντας τέλος στον µακρύτερο σε διάρκεια πόλεµο της χώρας του. Η κίνηση αυτή ήταν ενδεικτική της γενικότερης αποµάκρυνσης των Ηνωµένων Πολιτειών από τη Μέση Ανατολή - µιας κίνησης που προετοιµαζόταν εδώ και πολύ καιρό. Αραγε, θα πάρει κάποιος άλλος τη θέση των ΗΠΑ στην περιοχή;

Η Κίνα φαίνεται πως αυτό ελπίζει. ∆ύο εβδοµάδες πριν από την ανακοίνωση του Μπάιντεν, ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Γουάνγκ Γι, βρισκόταν στην Τεχεράνη για να υπογράψει µια 25ετή συµφωνία «στρατηγικής συνεργασίας εφ’ όλης της ύλης» µε το Ιράν, η οποία θα περιλαµβάνει τους τοµείς της οικονοµίας, της πολιτικής και της ασφάλειας. Η κίνηση αυτή θορύβησε τις ΗΠΑ - και όχι αδικαιολόγητα.

Ναι μεν οι εφ’ όλης της ύλης συνεργασίες είναι ένα εργαλείο εξωτερικής πολιτικής που η Κίνα χρησιµοποιεί κατά κόρον, έχοντας ήδη συνάψει συµφωνίες µε άλλες χώρες της περιοχής, συµπεριλαµβανοµένων του Ιράκ και της Σαουδικής Αραβίας. Και ναι µεν ορισµένοι πιθανότατα υπερτίµησαν το εύρος της συµφωνίας της Κίνας µε το Ιράν, όπως, π.χ., µε το να αναφέρουν ότι αυτή περιλαµβάνει κινεζικές επενδύσεις στο Ιράν ύψους 400 δισεκατοµµυρίων δολαρίων (κανένα από τα δύο συµβαλλόµενα µέρη δεν έχει επιβεβαιώσει κάποιο συγκεκριµένο νούµερο), όµως, ακόµα και αν αυτή η συµφωνία δεν προάγει τη σχέση Κίνας - Ιράν σε νέα ύψη, δεν παύει να είναι η πρώτη τέτοιου είδους που συνάπτει το Πεκίνο µε έναν εδραιωµένο αντίπαλο των ΗΠΑ.

Ταυτόχρονα, η Κίνα εµβαθύνει τους δεσµούς της µε τους στενότερους συµµάχους της Αµερικής στη Μέση Ανατολή, όπως τα Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα, την Αίγυπτο, ακόµα και το Ισραήλ.

Προς το παρόν, το κίνητρό της φαίνεται πως είναι κυρίως οικονοµικό. Πέρα από την πρόσβαση στους ενεργειακούς πόρους της περιοχής, η Κίνα µπορεί να ενισχύσει το προφίλ της στους κλάδους της τεχνολογίας αιχµής, συνεργαζόµενη µε τις βιοµηχανίες υψηλής τεχνολογίας του Ισραήλ. Αυτός είναι και ο λόγος που -προς µεγάλη ενόχληση των ΗΠΑ- έχει αυξήσει σηµαντικά τις επενδύσεις της στο Ισραήλ τα τελευταία χρόνια.
Τα οικονομικά συμφέροντα του Πεκίνου εξυπη ρετούνται καλύτερα εάν διατηρηθεί άθικτο το υφιστάμενο σύστημα ασφαλείας στη Μέση Ανατολή, ένα σύστημα με τις ΗΠΑ επικεφαλής

Επίσης, η Κίνα προσβλέπει στο Ισραήλ προκειµένου να προωθήσει τις φιλοδοξίες της στον τοµέα της συνδεσιµότητας, που βρίσκει την κύρια έκφρασή του στην πρωτοβουλία της «Μίας Ζώνης - Ενός ∆ρόµου» (Belt and Road Initiative). Εχοντας ήδη πάρει τον έλεγχο πολλών λιµένων σε ολόκληρη την Ασία και την Ευρώπη, η Κίνα τώρα εγκαθίσταται και στο ισραηλινό λιµάνι της Χάιφα. Οµοίως, προβλέποντας την εξάρτησή της από το ιρανικό πετρέλαιο, ανέπτυξε µια άµεση ναυτιλιακή οδό προς το λιµάνι Μπαντάρ Αµπάς, στα στενά του Ορµούζ.

Ενα πράγµα για το οποίο οι ΗΠΑ δεν χρειάζεται να ανησυχούν -τουλάχιστον προς το παρόν- είναι µήπως η Κίνα πυροδοτήσει συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή. Ναι µεν η εφ’ όλης της ύλης συµφωνία της µε το Ιράν προβλέπει και συνεργασία στον τοµέα της ασφάλειας, αλλά δεν πρόκειται για στρατιωτική συµµαχία - και η Κίνα δεν παίρνει θέση σε καµία στρατιωτική σύγκρουση. Στο κάτω-κάτω, διεξάγει στρατιωτικές ασκήσεις και µε τον κύριο αντίπαλο του Ιράν, τη Σαουδική Αραβία.

Το τελευταίο πράγµα που επιθυµεί το Πεκίνο είναι µια ανάφλεξη στην περιοχή που θα διαταράξει τις εξαγωγές πετρελαίου ή θα καταστρέψει τις επενδύσεις του. Αυτό το καθιστά υπεύθυνο «παίκτη» στο ζήτηµα της περιφερειακής ειρήνης. Ωστόσο, δεν σηµατοδοτεί και µια προθυµία εκ µέρους του να αναλάβει τον ρόλο του εγγυητή της ασφάλειας στη Μέση Ανατολή.

Οι στρατιωτικές συµµαχίες δεν είναι το εργαλείο που προτιµάει η Κίνα στον παγκόσµιο ανταγωνισµό της µε τις ΗΠΑ. Επίσης, έχει προσέξει να µην εµπλακεί στις µακροχρόνιες συγκρούσεις της περιοχής. Μπορεί πρόσφατα να πρότεινε να φιλοξενήσει άµεσες συνοµιλίες µεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστίνιων ηγετών, αλλά αυτό δεν χαίρει και µεγάλης αξιοπιστίας. Η Κίνα γνωρίζει πολύ καλά ότι κατάφερε να επεκτείνει την οικονοµική επιρροή της στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ χάρη στον αδρό φόρο αίµατος και χρηµατικών πόρων που είχε ήδη πληρώσει η Αµερική. Ωστόσο, δεν ενδιαφέρεται να πραγµατοποιήσει καµία τέτοιου είδους «επένδυση».

Σε τελική ανάλυση, τα οικονοµικά συµφέροντα της Κίνας εξυπηρετούνται καλύτερα εάν διατηρηθεί άθικτο το υφιστάµενο σύστηµα ασφαλείας στη Μέση Ανατολή, ένα σύστηµα µε τις ΗΠΑ επικεφαλής. Αυτό εξηγεί εν µέρει και το γιατί οι κύριοι εταίροι του Πεκίνου στη Μέση Ανατολή είναι ως επί το πλείστον σύµµαχοι των ΗΠΑ. Η υπογραφή της συµφωνίας µε το Ιράν αποτελεί εξαίρεση, αλλά ακόµα και αυτή έγινε επί τη βάσει οικονοµικών υπολογισµών: Η Κίνα θέλει να αναζωογονήσει το διµερές εµπόριο, το οποίο επλήγη δριµύτατα από τότε που οι ΗΠΑ αποχώρησαν από την πυρηνική συµφωνία µε το Ιράν του 2015 και επανέφεραν τις κυρώσεις το 2018.

Για την ακρίβεια, η ιδέα για αυτήν τη συµφωνία γεννήθηκε ακριβώς µετά την επαναφορά των κυρώσεων. Η χρονική στιγµή που επελέγη για την υπογραφή της -η στιγµή που η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθούσε να επαναδιαπραγµατευτεί την επανεισδοχή της στην πυρηνική συµφωνία- ήταν µια καλά υπολογισµένη απόφαση της Κίνας, προκειµένου να ενισχύσει τη διαπραγµατευτική θέση του Ιράν, ελπίζοντας ότι έτσι θα επισπεύσει την άρση των κυρώσεων.

Παρ’ όλα αυτά, το Ιράν θα πληρώσει υψηλό τίµηµα για τη συνεργασία του µε την Κίνα, η οποία εκµεταλλεύτηκε την οικονοµική δυστοκία του προκειµένου να διεκδικήσει τροµερά µεγάλη έκπτωση στην τιµή του πετρελαίου. Στις πρώιµες φάσεις των διαπραγµατεύσεων για την εφ’ όλης της ύλης συµφωνία, ορισµένοι Ιρανοί προειδοποίησαν ότι η Κίνα επιδιώκει µια εκµεταλλευτική συµφωνία, όπως εκείνες που κατέληξαν στο να αποσπάσει τον έλεγχο του λιµένα Χαµπαντότα της Σρι Λάνκα.

Ο ισχυρός πληρεξούσιος του Ιράν στον Λίβανο, η «Χεζµπολάχ», πρέπει επίσης να είναι υποψιασµένη έναντι της Κίνας. Πάνω απ’ όλα, η «Χεζµπολάχ» θα πρέπει να επανεξετάσει την απειλή της για εκτόξευση βαλλιστικών πυραύλων εναντίον του λιµένα της Χάιφα του Ισραήλ, δεδοµένου ότι αυτός βρίσκεται πλέον εν πολλοίς στην κατοχή της Κίνας.

Οσο για τις ΗΠΑ, η στρατιωτική τους υπεροχή στη Μέση Ανατολή πιθανότατα θα παραµείνει αδιαµφισβήτητη για κάποιο χρονικό διάστηµα. Οµως, η στρατιωτική δύναµη από µόνη της δεν θα είναι αρκετή για να ανακόψει τη στρατηγική άνοδο της Κίνας στην περιοχή (και ακόµα παραπέρα). Για να το επιτύχουν αυτό, οι ΗΠΑ θα πρέπει να ενισχύσουν και την πολιτική τους επιρροή, την οικονοµική τους ανάµειξη και την πολιτιστική τους επίδραση. ∆ιαφορετικά, όπως το έθεσε ο Μπάιντεν τον Φεβρουάριο, η Κίνα «θα φάει το φαΐ µας».


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά την Μ. Πέμπτη 29 Απριλίου