ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Η µεγάλη αρωγός Ρωσία στην Επανάσταση του 1821
Επέτειος των 200 ετών της Επαναστάσεως και µέσα στις απίστευτες παραλείψεις, δίπλα στην ιστορικά ηθεληµένη λαθρανάγνωση των γεγονότων, µια τεράστια παράλειψη, πάντοτε σκοπούµενη: η αφωνία σχετικά µε την τεράστια συνδροµή της οµόδοξης Ρωσίας στον Αγώνα. Ευκαιρία να τη γνωρίσουµε.
Η Ρωσία, σε αντίθεση µε τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αποτελούσε τη µόνη Μεγάλη ∆ύναµη που ήταν οµόδοξη και είχε κατοχυρώσει το προνόµιο της προστασίας των ορθόδοξων λαών και κοινοτήτων της Χερσονήσου του Αίµου. Τα συµφέροντά της ήταν άµεσα εµπλεκόµενα µε τα Στενά των ∆αρδανελίων, τα Βαλκάνια και το Αιγαίο. Η Φιλική Εταιρεία ξεκίνησε και δρούσε εκεί. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος ήταν ο ουσιαστικός εγκέφαλος των Φιλικών, ήταν υπουργός του τσάρου.
Αναρίθµητοι είναι οι «Ρωσογραικοί» παράγοντες που αφιέρωσαν τη ζωή τους για την ελληνική ελευθερία ως «αγαθοί πατριώτες» και πρωταγωνίστησαν στη δηµιουργία επαναστατικών δικτύων παντού. Ενα τέτοιο σηµαντικό και ιδιαίτερο πρόσωπο της Ελληνικής Επανάστασης, που συνδέεται άµεσα µε τη ρωσική Αυλή αλλά και τον ίδιο τον Καποδίστρια, είναι η Ρωξάνδρα Σ. Στούρτζα (1786-1844), κόρη του πάµπλουτου Ελληνα της Μολδαβίας Σκαρλάτου Στούρτζα. Η αριστοκρατικής καταγωγής Ελληνίδα, καθόσον ο πατέρας της ήταν ευγενής και η µητέρα της κόρη του πρίγκιπα Κωνσταντίνου Μουρούζη, ηγεµόνα της Μολδαβίας, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 22 Οκτωβρίου 1786. Για την τεράστια προσφορά της στους Ελληνες της εποχής του Αγώνα και τη σχέση της µε τον Ιωάννη Καποδίστρια λεπτοµερείς πληροφορίες µάς δίνει η ερευνήτρια Ελένη Ε. Κούκου στο έργο της «Ιστορική βιογραφία», µέσα από τις οποίες φαίνεται ο µεταξύ τους πλατωνικός έρωτας.
Οταν, το 1812, ο Καποδίστριας, σε ηλικία 36 ετών, έφυγε από την Πετρούπολη για να αναλάβει τις διπλωµατικές υποθέσεις της αυτοκρατορίας, γράφτηκε ο επίλογος αυτού του ανεκπλήρωτου έρωτα. Η Ρωξάνδρα εργάστηκε ακούραστα, µε τη συναίνεση του Καποδίστρια, για την εκπαίδευση των Ελληνόπουλων. Υπήρξε για χρόνια δραστήριο µέλος της Φιλοµούσου Εταιρείας της Βιέννης και, όταν άρχισαν να φθάνουν οι πρόσφυγες από την επαναστατηµένη Ελλάδα στην Οδησσό, οργάνωσε την «Ευεργετικήν», η οποία λειτούργησε σχολεία και ορφανοτροφεία για τα παιδιά των Ελλήνων. Σε έκταση 100 χιλιάδων στρεµµάτων που της παραχώρησε ο τσάρος δηµιούργησε τεράστιες φυτείες µε κάθε είδους γεωργικές καλλιέργειες και κτηνοτροφικά προϊόντα, κατοικίες, νοσοκοµεία και σχολεία µε δωρεάν πρόσβαση σε όλους τους Ελληνες φυγάδες. Με τη συνδροµή του ρωσικού υπουργείου Παιδείας, φρόντισε για την εξαγορά και την περίθαλψη χιλιάδων Ελλήνων αιχµαλώτων των Τούρκων, κυρίως Χιωτών και Κρητικών. Ολο αυτό το διάστηµα µέχρι τον θάνατό της κινητοποιούσε µε την αλληλογραφία της τις πιο υψηλές γνωριµίες της στη Ρωσία και την Κεντρική Ευρώπη υπέρ του ελληνικού Αγώνα.
Ο τσάρος, προσπαθώντας να αποτρέψει την εµπλοκή των άλλων δυτικών Μεγάλων ∆υνάµεων σε µια περιοχή που τη θεωρούσε καθαρά ρωσικής επιρροής, δεν επιχείρησε την κήρυξη ρωσοτουρκικού πολέµου µε το ξεκίνηµα της Επανάστασης, την άνοιξη του ’21. Η ώρα, όµως, ήρθε µετά το Ναυαρίνο, όταν η δηµιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους φαινόταν πως µπορούσε πλέον να γίνει βεβαιότητα. Στις 24 Απριλίου 1828 ξεκίνησε ακόµα ένας ρωσοτουρκικός πόλεµος, ο οποίος επηρέασε καθοριστικά τα όρια του νέου ελληνικού κράτους. Οι συνέπειες του νέου αυτού πολέµου µεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας υπήρξαν πολύ σηµαντικές για την καθηµαγµένη Ελλάδα. Πολλά οθωµανικά στρατεύµατα αναγκάστηκαν να µετακινηθούν βορειότερα, αφήνοντας ελεύθερο το τοπίο δράσης στις ελληνικές δυνάµεις στο έδαφος της Στερεάς Ελλάδας.
Ο αρχιστράτηγος ∆ηµήτρης Υψηλάντης, πληροφορηθείς την κίνηση των οθωµανικών στρατευµάτων και των Τουρκαλβανών ατάκτων, ανέπτυξε έγκαιρα τις δυνάµεις του στην οχυρή θέση της Πέτρας, για να εµποδίσει το πέρασµα του εχθρού. Στην Πέτρα της Βοιωτίας, σε µια στενή δίοδο που σχηµάτιζαν οι όχθες της Λίµνης Κωπαΐδας και το βουνό του Ελικώνα, καταγράφηκε στις 12 Σεπτεµβρίου 1829 µια λαµπρή νίκη των ελληνικών όπλων. Η µάχη της Πέτρας ήταν σηµαντική τόσο από στρατηγικής όσο και από ηθικής πλευράς, διότι ήταν η πρώτη φορά που ελληνικός τακτικός στρατός -συγκροτηµένος µε τις µεταρρυθµίσεις του Καποδίστρια- υποχρέωσε επίλεκτη εχθρική στρατιά να υποχωρήσει σε ανοικτό πεδίο µάχης.
Το ηθικό των Τούρκων καταρρακώθηκε, ενώ, αντίθετα, οι Ελληνες πίστεψαν ότι η εθνική ανεξαρτησία θα ήταν κοντά και θα ανατρεπόταν η άθλια Συνθήκη του Λονδίνου (10/3/1829), που προέβλεπε ελληνικό κράτος µε σύνορα τη γραµµή Παγασητικού - Αµβρακικού, υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου. Ο Καποδίστριας, γνωρίζοντας την πάγια αρχή της διπλωµατίας, ότι έδαφος που κατακτάται ντε φάκτο µε τα όπλα ποτέ, σχεδόν, δεν επιστρέφεται (ένα παράδειγµα είναι το κατεχόµενο βόρειο τµήµα της Κύπρου από το 1974...), είχε στείλει τον ∆ηµήτριο Υψηλάντη µε ισχυρές δυνάµεις για να ελευθερώσει οριστικά τη Στερεά Ελλάδα από την τουρκική παρουσία. Με τη συµφωνία που έγινε µετά τη µάχη, το τουρκικό στράτευµα αναχώρησε την εποµένη για τη Λάρισα και έκτοτε το µεγαλύτερο µέρος της Στερεάς Ελλάδας µέχρι την Αλαµάνα ήταν ελεύθερο. Η προέλαση στον Βορρά του ρωσικού στρατού ανάγκαζε την Πύλη σε συνεχείς υποχωρήσεις ως προς το ελληνικό ζήτηµα. Οταν οι Ρώσοι διέβησαν τον Αίµο και πέρασαν την Αδριανούπολη, προελαύνοντας προς την Κωνσταντινούπολη, η Πύλη συνθηκολόγησε και υπογράφτηκε η Συνθήκη της Αδριανούπολης, το 1829.
Με αυτήν εξασφαλιζόταν οριστικά η ένταξη της Στερεάς και της Εύβοιας, παρά τη δυσφορία της Αγγλίας, στα εδάφη της ελληνικής επικράτειας. Στο Αρθρο 10 της συµφωνίας αυτής καθορίζεται για πρώτη φορά η ανεξαρτησία της Ελλάδας µε την αποδοχή του σουλτάνου. Φυσικά, κανείς δεν θέλει σήµερα να αναφέρεται σε αυτά διότι η Ρωσία πρέπει να διαγραφεί από τη µνήµη των Ελλήνων. Οι Ελληνες πρέπει να ξεχάσουν ότι η Ρωσία, ως «από µηχανής θεός», επενέβαινε πάντα για τα συµφέροντα των υπόδουλων Ελλήνων και να µη γνωρίζουν για την αποκατάσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το λεγόµενο «Ελληνικό Σχέδιο», που υπήρξε το όνειρο των Ρώσων ηγεµόνων. Ακούµε συνέχεια για το Ναυαρίνο και τον ρόλο της Αγγλίας -σηµαντικά όλα αυτά, βέβαια-, αλλά συσκοτίζεται πάντα το ποιος ήταν ο καίριος παράγων και ποιος είχε τον κύριο ρόλο στην ελληνική ανεξαρτησία.
Ο Ρωσοτουρκικός Πόλεµος του 1829 συνδέεται άµεσα και µε την τελευταία µάχη του Αγώνα και την επιτυχή έκβασή της. Για τη σηµασία του συνοµολογεί και ο Καρλ Μαρξ: «Ποιος έκρινε τον αγώνα όταν εξεγέρθηκαν οι Ελληνες; Οχι, βέβαια, οι συνωµοσίες και οι ξεσηκωµοί του Αλή Πασά στα Γιάννενα, όχι βέβαια η Ναυµαχία του Ναυαρίνου, όχι βέβαια η παρουσία γαλλικού στρατού στον Μωριά, ούτε οι συνδιασκέψεις και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, παρά ο Ντίµπιτς, που προέλασε µε τον ρώσικο στρατό ίσαµε την κοιλάδα της Μαρίτσας, περνώντας τον Αίµο». Ο φόβος της βρετανικής ηγεσίας ότι η Συνθήκη θα ανέβαζε κατά πολύ το γόητρο της ρωσικής αυτοκρατορίας στους Ελληνες επιτάχυνε τις εξελίξεις, ώστε να διασωθεί η «τιµή» της Αγγλίας. Υστερα από συζητήσεις και διαβουλεύσεις τριών µηνών, στις 3 Φεβρουαρίου 1830, η ∆ιάσκεψη του Λονδίνου διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας και τη διεθνή αναγνώρισή της, σηµατοδοτώντας το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης και την αρχή του ελεύθερου πολιτικού βίου του έθνους µας, ο οποίος έκλεισε εφέτος 200 χρόνια!
Η Ρωσία, σε αντίθεση µε τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αποτελούσε τη µόνη Μεγάλη ∆ύναµη που ήταν οµόδοξη και είχε κατοχυρώσει το προνόµιο της προστασίας των ορθόδοξων λαών και κοινοτήτων της Χερσονήσου του Αίµου. Τα συµφέροντά της ήταν άµεσα εµπλεκόµενα µε τα Στενά των ∆αρδανελίων, τα Βαλκάνια και το Αιγαίο. Η Φιλική Εταιρεία ξεκίνησε και δρούσε εκεί. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος ήταν ο ουσιαστικός εγκέφαλος των Φιλικών, ήταν υπουργός του τσάρου.
Αναρίθµητοι είναι οι «Ρωσογραικοί» παράγοντες που αφιέρωσαν τη ζωή τους για την ελληνική ελευθερία ως «αγαθοί πατριώτες» και πρωταγωνίστησαν στη δηµιουργία επαναστατικών δικτύων παντού. Ενα τέτοιο σηµαντικό και ιδιαίτερο πρόσωπο της Ελληνικής Επανάστασης, που συνδέεται άµεσα µε τη ρωσική Αυλή αλλά και τον ίδιο τον Καποδίστρια, είναι η Ρωξάνδρα Σ. Στούρτζα (1786-1844), κόρη του πάµπλουτου Ελληνα της Μολδαβίας Σκαρλάτου Στούρτζα. Η αριστοκρατικής καταγωγής Ελληνίδα, καθόσον ο πατέρας της ήταν ευγενής και η µητέρα της κόρη του πρίγκιπα Κωνσταντίνου Μουρούζη, ηγεµόνα της Μολδαβίας, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 22 Οκτωβρίου 1786. Για την τεράστια προσφορά της στους Ελληνες της εποχής του Αγώνα και τη σχέση της µε τον Ιωάννη Καποδίστρια λεπτοµερείς πληροφορίες µάς δίνει η ερευνήτρια Ελένη Ε. Κούκου στο έργο της «Ιστορική βιογραφία», µέσα από τις οποίες φαίνεται ο µεταξύ τους πλατωνικός έρωτας.
Οταν, το 1812, ο Καποδίστριας, σε ηλικία 36 ετών, έφυγε από την Πετρούπολη για να αναλάβει τις διπλωµατικές υποθέσεις της αυτοκρατορίας, γράφτηκε ο επίλογος αυτού του ανεκπλήρωτου έρωτα. Η Ρωξάνδρα εργάστηκε ακούραστα, µε τη συναίνεση του Καποδίστρια, για την εκπαίδευση των Ελληνόπουλων. Υπήρξε για χρόνια δραστήριο µέλος της Φιλοµούσου Εταιρείας της Βιέννης και, όταν άρχισαν να φθάνουν οι πρόσφυγες από την επαναστατηµένη Ελλάδα στην Οδησσό, οργάνωσε την «Ευεργετικήν», η οποία λειτούργησε σχολεία και ορφανοτροφεία για τα παιδιά των Ελλήνων. Σε έκταση 100 χιλιάδων στρεµµάτων που της παραχώρησε ο τσάρος δηµιούργησε τεράστιες φυτείες µε κάθε είδους γεωργικές καλλιέργειες και κτηνοτροφικά προϊόντα, κατοικίες, νοσοκοµεία και σχολεία µε δωρεάν πρόσβαση σε όλους τους Ελληνες φυγάδες. Με τη συνδροµή του ρωσικού υπουργείου Παιδείας, φρόντισε για την εξαγορά και την περίθαλψη χιλιάδων Ελλήνων αιχµαλώτων των Τούρκων, κυρίως Χιωτών και Κρητικών. Ολο αυτό το διάστηµα µέχρι τον θάνατό της κινητοποιούσε µε την αλληλογραφία της τις πιο υψηλές γνωριµίες της στη Ρωσία και την Κεντρική Ευρώπη υπέρ του ελληνικού Αγώνα.
Ο τσάρος, προσπαθώντας να αποτρέψει την εµπλοκή των άλλων δυτικών Μεγάλων ∆υνάµεων σε µια περιοχή που τη θεωρούσε καθαρά ρωσικής επιρροής, δεν επιχείρησε την κήρυξη ρωσοτουρκικού πολέµου µε το ξεκίνηµα της Επανάστασης, την άνοιξη του ’21. Η ώρα, όµως, ήρθε µετά το Ναυαρίνο, όταν η δηµιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους φαινόταν πως µπορούσε πλέον να γίνει βεβαιότητα. Στις 24 Απριλίου 1828 ξεκίνησε ακόµα ένας ρωσοτουρκικός πόλεµος, ο οποίος επηρέασε καθοριστικά τα όρια του νέου ελληνικού κράτους. Οι συνέπειες του νέου αυτού πολέµου µεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας υπήρξαν πολύ σηµαντικές για την καθηµαγµένη Ελλάδα. Πολλά οθωµανικά στρατεύµατα αναγκάστηκαν να µετακινηθούν βορειότερα, αφήνοντας ελεύθερο το τοπίο δράσης στις ελληνικές δυνάµεις στο έδαφος της Στερεάς Ελλάδας.
Ο αρχιστράτηγος ∆ηµήτρης Υψηλάντης, πληροφορηθείς την κίνηση των οθωµανικών στρατευµάτων και των Τουρκαλβανών ατάκτων, ανέπτυξε έγκαιρα τις δυνάµεις του στην οχυρή θέση της Πέτρας, για να εµποδίσει το πέρασµα του εχθρού. Στην Πέτρα της Βοιωτίας, σε µια στενή δίοδο που σχηµάτιζαν οι όχθες της Λίµνης Κωπαΐδας και το βουνό του Ελικώνα, καταγράφηκε στις 12 Σεπτεµβρίου 1829 µια λαµπρή νίκη των ελληνικών όπλων. Η µάχη της Πέτρας ήταν σηµαντική τόσο από στρατηγικής όσο και από ηθικής πλευράς, διότι ήταν η πρώτη φορά που ελληνικός τακτικός στρατός -συγκροτηµένος µε τις µεταρρυθµίσεις του Καποδίστρια- υποχρέωσε επίλεκτη εχθρική στρατιά να υποχωρήσει σε ανοικτό πεδίο µάχης.
Το ηθικό των Τούρκων καταρρακώθηκε, ενώ, αντίθετα, οι Ελληνες πίστεψαν ότι η εθνική ανεξαρτησία θα ήταν κοντά και θα ανατρεπόταν η άθλια Συνθήκη του Λονδίνου (10/3/1829), που προέβλεπε ελληνικό κράτος µε σύνορα τη γραµµή Παγασητικού - Αµβρακικού, υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου. Ο Καποδίστριας, γνωρίζοντας την πάγια αρχή της διπλωµατίας, ότι έδαφος που κατακτάται ντε φάκτο µε τα όπλα ποτέ, σχεδόν, δεν επιστρέφεται (ένα παράδειγµα είναι το κατεχόµενο βόρειο τµήµα της Κύπρου από το 1974...), είχε στείλει τον ∆ηµήτριο Υψηλάντη µε ισχυρές δυνάµεις για να ελευθερώσει οριστικά τη Στερεά Ελλάδα από την τουρκική παρουσία. Με τη συµφωνία που έγινε µετά τη µάχη, το τουρκικό στράτευµα αναχώρησε την εποµένη για τη Λάρισα και έκτοτε το µεγαλύτερο µέρος της Στερεάς Ελλάδας µέχρι την Αλαµάνα ήταν ελεύθερο. Η προέλαση στον Βορρά του ρωσικού στρατού ανάγκαζε την Πύλη σε συνεχείς υποχωρήσεις ως προς το ελληνικό ζήτηµα. Οταν οι Ρώσοι διέβησαν τον Αίµο και πέρασαν την Αδριανούπολη, προελαύνοντας προς την Κωνσταντινούπολη, η Πύλη συνθηκολόγησε και υπογράφτηκε η Συνθήκη της Αδριανούπολης, το 1829.
Με αυτήν εξασφαλιζόταν οριστικά η ένταξη της Στερεάς και της Εύβοιας, παρά τη δυσφορία της Αγγλίας, στα εδάφη της ελληνικής επικράτειας. Στο Αρθρο 10 της συµφωνίας αυτής καθορίζεται για πρώτη φορά η ανεξαρτησία της Ελλάδας µε την αποδοχή του σουλτάνου. Φυσικά, κανείς δεν θέλει σήµερα να αναφέρεται σε αυτά διότι η Ρωσία πρέπει να διαγραφεί από τη µνήµη των Ελλήνων. Οι Ελληνες πρέπει να ξεχάσουν ότι η Ρωσία, ως «από µηχανής θεός», επενέβαινε πάντα για τα συµφέροντα των υπόδουλων Ελλήνων και να µη γνωρίζουν για την αποκατάσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το λεγόµενο «Ελληνικό Σχέδιο», που υπήρξε το όνειρο των Ρώσων ηγεµόνων. Ακούµε συνέχεια για το Ναυαρίνο και τον ρόλο της Αγγλίας -σηµαντικά όλα αυτά, βέβαια-, αλλά συσκοτίζεται πάντα το ποιος ήταν ο καίριος παράγων και ποιος είχε τον κύριο ρόλο στην ελληνική ανεξαρτησία.
Ο Ρωσοτουρκικός Πόλεµος του 1829 συνδέεται άµεσα και µε την τελευταία µάχη του Αγώνα και την επιτυχή έκβασή της. Για τη σηµασία του συνοµολογεί και ο Καρλ Μαρξ: «Ποιος έκρινε τον αγώνα όταν εξεγέρθηκαν οι Ελληνες; Οχι, βέβαια, οι συνωµοσίες και οι ξεσηκωµοί του Αλή Πασά στα Γιάννενα, όχι βέβαια η Ναυµαχία του Ναυαρίνου, όχι βέβαια η παρουσία γαλλικού στρατού στον Μωριά, ούτε οι συνδιασκέψεις και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, παρά ο Ντίµπιτς, που προέλασε µε τον ρώσικο στρατό ίσαµε την κοιλάδα της Μαρίτσας, περνώντας τον Αίµο». Ο φόβος της βρετανικής ηγεσίας ότι η Συνθήκη θα ανέβαζε κατά πολύ το γόητρο της ρωσικής αυτοκρατορίας στους Ελληνες επιτάχυνε τις εξελίξεις, ώστε να διασωθεί η «τιµή» της Αγγλίας. Υστερα από συζητήσεις και διαβουλεύσεις τριών µηνών, στις 3 Φεβρουαρίου 1830, η ∆ιάσκεψη του Λονδίνου διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας και τη διεθνή αναγνώρισή της, σηµατοδοτώντας το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης και την αρχή του ελεύθερου πολιτικού βίου του έθνους µας, ο οποίος έκλεισε εφέτος 200 χρόνια!