ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Πόλεμος από επιλογή ή πόλεμος από επιμονή;
Τι θα μπορούσε να ωριμάσει την κατάσταση στην Ουκρανία, ώστε να εξευρεθεί μια ειρηνική επίλυση;
«Η ωριμότητα είναι το παν», σημείωνε ο Εντγκαρ στον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ. Και όταν πρόκειται για διαπραγματεύσεις για τον περιορισμό ή τον τερματισμό διεθνών συγκρούσεων, έχει απόλυτο δίκιο: Συμφωνίες προκύπτουν μόνο όταν οι πρωταγωνιστές είναι πρόθυμοι να συμβιβαστούν και στη συνέχεια είναι σε θέση να δεσμεύσουν τις εκατέρωθεν κυβερνήσεις τους να εφαρμόσουν τη συμφωνία
κατάσταση στην Ουκρανία, ώστε να εξευρεθεί μια ειρηνική επίλυση;
Υπάρχουν δυνητικές πηγές άσκησης πίεσης, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά πιθανότατα καμία τους δεν δύναται να τον κάνει να διαπραγματευτεί στα σοβαρά.
Ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, έχει πολλούς λόγους να τερματίσει μια σύγκρουση που έχει ήδη σκοτώσει χιλιάδες πολίτες του, έχει καταστρέψει μεγάλα τμήματα πολλών μεγάλων πόλεων, έχει αφήσει εκατομμύρια άστεγους και έχει ρημάξει την οικονομία της χώρας. Και η δημοτικότητά του ενισχύεται κάθε ώρα που περνάει, δίνοντάς του την πολιτική δύναμη να φέρει την ειρήνη – όχι με οποιοδήποτε τίμημα, αλλά με κάποιο τίμημα.
Ηδη υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να είναι διατεθειμένος να συμβιβαστεί αναφορικά με την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Δεν θα αναγνώριζε την Κριμαία ως τμήμα της Ρωσίας, αλλά θα μπορούσε ίσως να αποδεχθεί ότι οι δύο κυβερνήσεις συμφωνούν ότι διαφωνούν σχετικά με το καθεστώς της, όπως κάνουν εδώ και μισό αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα σχετικά με την Ταϊβάν.
Ομοίως, δεν θα αναγνώριζε την ανεξαρτησία των «λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, αλλά θα μπορούσε να συμφωνήσει να τους δοθεί σημαντικός βαθμός αυτονομίας. Το ερώτημα είναι αν έστω και αυτό θα ήταν αρκετό για τον Ρώσο πρόεδρο, ο οποίος έχει ζητήσει την «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας, μια έκφραση που δείχνει να απαιτεί αλλαγή καθεστώτος, καθώς και πλήρη αποστρατικοποίηση της χώρας.
Δεδομένου ότι έχει αμφισβητήσει το εάν η Ουκρανία είναι «πραγματική» χώρα, είναι δύσκολο να αποφευχθεί το συμπέρασμα ότι δεν τον ενδιαφέρει να συνυπάρξει με μια νόμιμη κυβέρνηση ενός κυρίαρχου, ανεξάρτητου κράτους.
Μέχρι στιγμής, ο Πούτιν δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο να αποδείξει κάτι παρά να καταλήξει σε κάποια συμφωνία. Τι θα μπορούσε να το αλλάξει αυτό; Τι θα μπορούσε να ωριμάσει την κατάσταση έτσι ώστε να εξευρεθεί μια επίλυση μέσω διαπραγματεύσεων;
Αυτή είναι στην πραγματικότητα η στόχευση της πολιτικής της Δύσης: να αυξήσει το στρατιωτικό και οικονομικό κόστος της συνέχισης του πολέμου τόσο πολύ, ώστε ο Πούτιν να αποφασίσει ότι είναι προς το συμφέρον του να διαπραγματευτεί μια εκεχειρία και να αποδεχθεί τους όρους που θα έφεραν την ειρήνη. Κι αυτό, όμως, φαντάζει απίθανο, έστω και μόνον επειδή ο Πούτιν σχεδόν σίγουρα φοβάται ότι κάτι τέτοιο θα ερμηνευόταν ως ένδειξη αδυναμίας, ενθαρρύνοντας την αντίσταση στη συνέχιση της διακυβέρνησής του. πιεσεισ Εναλλακτικά, θα μπορούσε να πιεστεί να διαπραγματευτεί.
Κατ’ αρχάς, μια τέτοια πίεση θα μπορούσε να προέλθει από τα κάτω – μια ρωσική εκδοχή της «λαϊκής κυριαρχίας», την οποία δεν δύνανται να ελέγξουν οι υπηρεσίες ασφαλείας, περίπου όπως συνέβη στο Ιράν στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ή η πίεση θα μπορούσε να προέλθει από τα πλάγια, από τους λίγους άλλους που κατέχουν την εξουσία στη σημερινή Ρωσία και ενδεχομένως θα αποφάσιζαν ότι πρέπει να δράσουν ενάντια στο σχέδιο του Πούτιν.
Το πρώτο δεν φαντάζει πολύ πιθανό, δεδομένων των μαζικών συλλήψεων και του ελέγχου των πληροφοριών, ενώ το δεύτερο πολύ απλά δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε εάν μπορεί να συμβεί μέχρις ότου συμβεί. Ο μόνος που θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στον Πούτιν για συμβιβασμό είναι η Κίνα και ο πρόεδρός της, Σι Τζινπίνγκ. Είναι αλήθεια ότι το Πεκίνο έχει υποστηρίξει δημοσίως τον Πούτιν, κατηγορώντας τις ΗΠΑ για την κρίση και ενισχύοντας περαιτέρω τις ρωσικές θεωρίες συνωμοσίας.
Ισως ο Σι υπολόγισε ότι εξυπηρετεί την Κίνα να απασχολούνται οι ΗΠΑ με την απειλή εκ Ρωσίας αντί να επικεντρώνονται στην Ασία. Επίσης, πιθανότατα βλέπει ελάχιστα ή και καθόλου οφέλη από μια ενδεχόμενη συμπαράταξή του με την Ουάσινγκτον, δεδομένης της δικομματικής υποστήριξης στις ΗΠΑ για μια σκληρή πολιτική έναντι της χώρας του.
Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορεί να βλέπει με θετικό μάτι το γεγονός ότι η εισβολή του Πούτιν παραβιάζει ένα βασικό δόγμα της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή το να θεωρεί απόλυτη την κρατική κυριαρχία και να μην αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών.
Αντί να διχάσει τη Δύση, ο Πούτιν τη συσπείρωσε σε βαθμό παρόμοιο με εκείνον της εποχής της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ενωσης, ενώ ταυτόχρονα συνέβαλε στην επιδείνωση των θεωρήσεων της Κίνας εκ μέρους της Ευρώπης.
Ούτε μπορεί ο Σι να παραβλέψει τους κινδύνους που εγκυμονεί η κρίση στην Ουκρανία σε μια εποχή που η οικονομική ανάκαμψη της Κίνας μετά την πανδημία παραμένει εύθραυστη και ο ίδιος επιδιώκει μια τρίτη θητεία στην εξουσία. Μπορεί οι πιθανότητες αλλαγής της συλλογιστικής της Κίνας να είναι μικρές, όμως οι προσπάθειες θα πρέπει να καταβληθούν. Ως πρώτο βήμα, οι ΗΠΑ θα πρέπει να καθησυχάσουν το Πεκίνο ότι εμμένουν στην πολιτική της «μίας Κίνας». Η κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν θα μπορούσε να ανακαλέσει τους δασμούς της κυβέρνησης Τραμπ, οι οποίοι ούτως ή άλλως απέτυχαν να επιφέρουν κάποια αλλαγή στις κινεζικές οικονομικές πρακτικές και συνέβαλαν στον πληθωρισμό στο εσωτερικό. Επίσης, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να υποδηλώσουν την προθυμία τους να ξαναρχίσουν έναν τακτικό στρατηγικό διάλογο.
Πάνω απ’ όλα, οι Κινέζοι ηγέτες θα πρέπει να υποχρεωθούν να κατανοήσουν ότι αυτή είναι μια καθοριστική στιγμή για τη χώρα τους και τη σχέση της με τις ΗΠΑ. Εάν η Κίνα συνεχίσει να συντάσσεται με τον Πούτιν, εάν παρέχει στρατιωτική, οικονομική ή διπλωματική υποστήριξη στη Ρωσία, θα αντιμετωπίσει την προοπτική οικονομικών κυρώσεων και αυστηρότερων ελέγχων τεχνολογίας βραχυπρόθεσμα, αλλά και μια βαθιά αμερικανική εχθρότητα μακροπρόθεσμα. Εν ολίγοις, οι ΗΠΑ θα πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι το στρατηγικό κόστος για την Κίνα από την ευθυγράμμισή της με τη Ρωσία θα υπερβεί κατά πολύ κάθε όφελος.
Δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε αν ο Σι θα επιλέξει να αλλάξει τη στάση του ούτε, εάν αν την άλλαζε, κατά πόσο αυτό θα έκανε τον Πούτιν να προσέλθει καλόπιστα στις διαπραγματεύσεις. Ομως χωρίς την υποστήριξη της Κίνας, ο Πούτιν θα ερχόταν σε ακόμα πιο ευάλωτη θέση από αυτήν όπου είναι ήδη. Προς το παρόν, η ειρήνη μέσω διαπραγματεύσεων παραμένει μακρινός στόχος.
Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οι απώλειες στο πεδίο της μάχης, το κόστος των κυρώσεων ή οι εσωτερικές διαμαρτυρίες θα αποτρέψουν τον Πούτιν από το να συνεχίσει τις προσπάθειές του να ισοπεδώσει τις πόλεις της Ουκρανίας, να συντρίψει το πνεύμα των κατοίκων της και να εκδιώξει την κυβέρνησή της. Εν τω μεταξύ, ο λαός, ο Στρατός και η ηγεσία της Ουκρανίας, με την υποστήριξη της Δύσης, εξακολουθούν να επιδεικνύουν εξαιρετική ανθεκτικότητα. Ενας αδικαιολόγητος πόλεμος από επιλογή αρχίζει να μεταμορφώνεται σε έναν δίχως τέλος πόλεμο από πείσμα.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 2 Απριλίου 2022
. Τι θα μπορούσε να ωριμάσει την Υπάρχουν δυνητικές πηγές άσκησης πίεσης, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά πιθανότατα καμία τους δεν δύναται να τον κάνει να διαπραγματευτεί στα σοβαρά.
Ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, έχει πολλούς λόγους να τερματίσει μια σύγκρουση που έχει ήδη σκοτώσει χιλιάδες πολίτες του, έχει καταστρέψει μεγάλα τμήματα πολλών μεγάλων πόλεων, έχει αφήσει εκατομμύρια άστεγους και έχει ρημάξει την οικονομία της χώρας. Και η δημοτικότητά του ενισχύεται κάθε ώρα που περνάει, δίνοντάς του την πολιτική δύναμη να φέρει την ειρήνη – όχι με οποιοδήποτε τίμημα, αλλά με κάποιο τίμημα.
Ηδη υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να είναι διατεθειμένος να συμβιβαστεί αναφορικά με την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Δεν θα αναγνώριζε την Κριμαία ως τμήμα της Ρωσίας, αλλά θα μπορούσε ίσως να αποδεχθεί ότι οι δύο κυβερνήσεις συμφωνούν ότι διαφωνούν σχετικά με το καθεστώς της, όπως κάνουν εδώ και μισό αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα σχετικά με την Ταϊβάν.
Ομοίως, δεν θα αναγνώριζε την ανεξαρτησία των «λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, αλλά θα μπορούσε να συμφωνήσει να τους δοθεί σημαντικός βαθμός αυτονομίας. Το ερώτημα είναι αν έστω και αυτό θα ήταν αρκετό για τον Ρώσο πρόεδρο, ο οποίος έχει ζητήσει την «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας, μια έκφραση που δείχνει να απαιτεί αλλαγή καθεστώτος, καθώς και πλήρη αποστρατικοποίηση της χώρας.
Δεδομένου ότι έχει αμφισβητήσει το εάν η Ουκρανία είναι «πραγματική» χώρα, είναι δύσκολο να αποφευχθεί το συμπέρασμα ότι δεν τον ενδιαφέρει να συνυπάρξει με μια νόμιμη κυβέρνηση ενός κυρίαρχου, ανεξάρτητου κράτους.
Μέχρι στιγμής, ο Πούτιν δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο να αποδείξει κάτι παρά να καταλήξει σε κάποια συμφωνία. Τι θα μπορούσε να το αλλάξει αυτό; Τι θα μπορούσε να ωριμάσει την κατάσταση έτσι ώστε να εξευρεθεί μια επίλυση μέσω διαπραγματεύσεων;
Αυτή είναι στην πραγματικότητα η στόχευση της πολιτικής της Δύσης: να αυξήσει το στρατιωτικό και οικονομικό κόστος της συνέχισης του πολέμου τόσο πολύ, ώστε ο Πούτιν να αποφασίσει ότι είναι προς το συμφέρον του να διαπραγματευτεί μια εκεχειρία και να αποδεχθεί τους όρους που θα έφεραν την ειρήνη. Κι αυτό, όμως, φαντάζει απίθανο, έστω και μόνον επειδή ο Πούτιν σχεδόν σίγουρα φοβάται ότι κάτι τέτοιο θα ερμηνευόταν ως ένδειξη αδυναμίας, ενθαρρύνοντας την αντίσταση στη συνέχιση της διακυβέρνησής του. πιεσεισ Εναλλακτικά, θα μπορούσε να πιεστεί να διαπραγματευτεί.
Κατ’ αρχάς, μια τέτοια πίεση θα μπορούσε να προέλθει από τα κάτω – μια ρωσική εκδοχή της «λαϊκής κυριαρχίας», την οποία δεν δύνανται να ελέγξουν οι υπηρεσίες ασφαλείας, περίπου όπως συνέβη στο Ιράν στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ή η πίεση θα μπορούσε να προέλθει από τα πλάγια, από τους λίγους άλλους που κατέχουν την εξουσία στη σημερινή Ρωσία και ενδεχομένως θα αποφάσιζαν ότι πρέπει να δράσουν ενάντια στο σχέδιο του Πούτιν.
Το πρώτο δεν φαντάζει πολύ πιθανό, δεδομένων των μαζικών συλλήψεων και του ελέγχου των πληροφοριών, ενώ το δεύτερο πολύ απλά δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε εάν μπορεί να συμβεί μέχρις ότου συμβεί. Ο μόνος που θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στον Πούτιν για συμβιβασμό είναι η Κίνα και ο πρόεδρός της, Σι Τζινπίνγκ. Είναι αλήθεια ότι το Πεκίνο έχει υποστηρίξει δημοσίως τον Πούτιν, κατηγορώντας τις ΗΠΑ για την κρίση και ενισχύοντας περαιτέρω τις ρωσικές θεωρίες συνωμοσίας.
Ισως ο Σι υπολόγισε ότι εξυπηρετεί την Κίνα να απασχολούνται οι ΗΠΑ με την απειλή εκ Ρωσίας αντί να επικεντρώνονται στην Ασία. Επίσης, πιθανότατα βλέπει ελάχιστα ή και καθόλου οφέλη από μια ενδεχόμενη συμπαράταξή του με την Ουάσινγκτον, δεδομένης της δικομματικής υποστήριξης στις ΗΠΑ για μια σκληρή πολιτική έναντι της χώρας του.
Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορεί να βλέπει με θετικό μάτι το γεγονός ότι η εισβολή του Πούτιν παραβιάζει ένα βασικό δόγμα της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή το να θεωρεί απόλυτη την κρατική κυριαρχία και να μην αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών.
Συσπείρωση
Αντί να διχάσει τη Δύση, ο Πούτιν τη συσπείρωσε σε βαθμό παρόμοιο με εκείνον της εποχής της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ενωσης, ενώ ταυτόχρονα συνέβαλε στην επιδείνωση των θεωρήσεων της Κίνας εκ μέρους της Ευρώπης.
Ούτε μπορεί ο Σι να παραβλέψει τους κινδύνους που εγκυμονεί η κρίση στην Ουκρανία σε μια εποχή που η οικονομική ανάκαμψη της Κίνας μετά την πανδημία παραμένει εύθραυστη και ο ίδιος επιδιώκει μια τρίτη θητεία στην εξουσία. Μπορεί οι πιθανότητες αλλαγής της συλλογιστικής της Κίνας να είναι μικρές, όμως οι προσπάθειες θα πρέπει να καταβληθούν. Ως πρώτο βήμα, οι ΗΠΑ θα πρέπει να καθησυχάσουν το Πεκίνο ότι εμμένουν στην πολιτική της «μίας Κίνας». Η κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν θα μπορούσε να ανακαλέσει τους δασμούς της κυβέρνησης Τραμπ, οι οποίοι ούτως ή άλλως απέτυχαν να επιφέρουν κάποια αλλαγή στις κινεζικές οικονομικές πρακτικές και συνέβαλαν στον πληθωρισμό στο εσωτερικό. Επίσης, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να υποδηλώσουν την προθυμία τους να ξαναρχίσουν έναν τακτικό στρατηγικό διάλογο.
Πάνω απ’ όλα, οι Κινέζοι ηγέτες θα πρέπει να υποχρεωθούν να κατανοήσουν ότι αυτή είναι μια καθοριστική στιγμή για τη χώρα τους και τη σχέση της με τις ΗΠΑ. Εάν η Κίνα συνεχίσει να συντάσσεται με τον Πούτιν, εάν παρέχει στρατιωτική, οικονομική ή διπλωματική υποστήριξη στη Ρωσία, θα αντιμετωπίσει την προοπτική οικονομικών κυρώσεων και αυστηρότερων ελέγχων τεχνολογίας βραχυπρόθεσμα, αλλά και μια βαθιά αμερικανική εχθρότητα μακροπρόθεσμα. Εν ολίγοις, οι ΗΠΑ θα πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι το στρατηγικό κόστος για την Κίνα από την ευθυγράμμισή της με τη Ρωσία θα υπερβεί κατά πολύ κάθε όφελος.
Δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε αν ο Σι θα επιλέξει να αλλάξει τη στάση του ούτε, εάν αν την άλλαζε, κατά πόσο αυτό θα έκανε τον Πούτιν να προσέλθει καλόπιστα στις διαπραγματεύσεις. Ομως χωρίς την υποστήριξη της Κίνας, ο Πούτιν θα ερχόταν σε ακόμα πιο ευάλωτη θέση από αυτήν όπου είναι ήδη. Προς το παρόν, η ειρήνη μέσω διαπραγματεύσεων παραμένει μακρινός στόχος.
Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οι απώλειες στο πεδίο της μάχης, το κόστος των κυρώσεων ή οι εσωτερικές διαμαρτυρίες θα αποτρέψουν τον Πούτιν από το να συνεχίσει τις προσπάθειές του να ισοπεδώσει τις πόλεις της Ουκρανίας, να συντρίψει το πνεύμα των κατοίκων της και να εκδιώξει την κυβέρνησή της. Εν τω μεταξύ, ο λαός, ο Στρατός και η ηγεσία της Ουκρανίας, με την υποστήριξη της Δύσης, εξακολουθούν να επιδεικνύουν εξαιρετική ανθεκτικότητα. Ενας αδικαιολόγητος πόλεμος από επιλογή αρχίζει να μεταμορφώνεται σε έναν δίχως τέλος πόλεμο από πείσμα.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 2 Απριλίου 2022