Μάιος, ο μήνας παραδόσεως της χιτλερικής Γερμανίας . Κι εδώ κλείνει ο κύκλος του δράματος και ανοίγει η αυλαία της τραγωδίας των μεταπολεμικών χρόνων, με εντελώς απαξιωμένη τη λέξη «άνθρωπος», όχι μόνον για τους ηττημένους, αλλά και για τους απελευθερωμένους. Και πρώτα απ’ όλα για τους φίλα προσκείμενους στο ναζιστικό καθεστώς.

Στο αποκορύφωμα του πολέμου, η Γερμανία ήλεγχε άμεσα ή έμμεσα περισσότερες από 12 χώρες σε ολόκληρη την Ευρώπη και ασκούσε τεράστια επιρροή σε άλλες έξι. Παρ’ όλη τη στρατιωτική τους ισχύ, οι ναζί δεν θα μπορούσαν να το έχουν κάνει αυτό δίχως τη βοήθεια δεκάδων χιλιάδων, ίσως εκατοντάδων χιλιάδων, συνεργατών σε εκείνες τις χώρες. Έτσι, όσο κι αν οι λαοί της Ευρώπης μισούσαν τους Γερμανούς, αμέσως μετά τον πόλεμο μισούσαν ακόμα περισσότερο τους συνεργάτες τους. Τουλάχιστον οι Γερμανοί είχαν τη δικαιολογία ότι αποτελούσαν μέρος μιας ξένης κουλτούρας, μιας ξένης δύναμης. Αντιθέτως, οι συνεργάτες τους ήταν προδότες της ίδιας τους της πατρίδας και, στην παθιασμένα πατριωτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην Ευρώπη στο τέλος του πολέμου, αυτό αποτελούσε ασυγχώρητο αμάρτημα.

Η απανθρωποποίηση των συνεργατών μετά τον πόλεμο είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή από τις σύγχρονες γενιές. Στον ευρωπαϊκό Τύπο απεικονίζονταν ως «ζωύφια», «λυσσασμένα σκυλιά» ή «κατώτερα» στοιχεία, που έπρεπε να «εκκαθαριστούν» από την κοινωνία. Στη Δανία και τη Νορβηγία απεικονίζονταν στη Λαϊκή Τέχνη ως αρουραίοι, ενώ στο Βέλγιο η συλλογική εχθρότητα απέναντί τους, σύμφωνα με Βρετανούς παρατηρητές, έμοιαζε με «θρησκευτικό ζήλο».

Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, δεν αποτελούσε έκπληξη το ότι κάποιοι άνθρωποι έγιναν βίαιοι απέναντί τους. Όπως σημείωσε μετά τον πόλεμο ο Πέτερ Βουτ, ένας γιατρός που εργαζόταν για την ολλανδική Αντίσταση...

«...το βαθύ μίσος για τους συνεργάτες και ο πόθος για εκδίκηση ήταν τόσο διαδεδομένα, ώστε κάποιο είδος τιμωρίας ήταν αναπόφευκτο. Αν και υπήρχαν στο μυαλό όλων, κανείς δεν ήξερε τι μορφή θα έπαιρναν τα αντίποινα. Υπήρχαν φήμες για μία “Ημέρα των τσεκουριών”, όταν ο όχλος θα έπαιρνε τον νόμο στα χέρια του». Η «Ημέρα των τσεκουριών», ή αυτό που οι Γάλλοι θα αποκαλούσαν «l’ épuration sauvage», επαναλήφθηκε σε κάποια έκταση σε κάθε χώρα. Ο κατάλογος εκείνων που στοχοποιήθηκαν είναι φαινομενικά ατελείωτος. Οχι μόνο ηγέτες της εποχής του πολέμου και πολιτικοί, αλλά και τοπικοί δήμαρχοι και διοικητικοί. Οχι μόνο μέλη των ακροδεξιών πολιτοφυλακών της Ευρώπης, αλλά και απλοί αστυνομικοί και στρατοχωροφύλακες που είχαν επιβάλει καταπιεστικούς νόμους. Οχι μόνο επιφανείς βιομήχανοι που είχαν βγάλει χρήματα από τα ναζιστικά συμβόλαια, αλλά και ιδιοκτήτες καφενείων και καταστημάτων που είχαν κερδίσει χρήματα σερβίροντας Γερμανούς στρατιώτες.

Δημοσιογράφοι, εκφωνητές και κινηματογραφιστές εξυβρίζονταν ότι διέδιδαν ναζιστική προπαγάνδα. Ηθοποιοί και τραγουδιστές δέχονταν επίθεση επειδή διασκέδαζαν γερμανικά στρατεύματα, όπως και ιερείς που είχαν δώσει βοήθεια ή ενθάρρυνση στους φασίστες ή πόρνες που είχαν κοιμηθεί με Γερμανούς στρατιώτες, αλλά ακόμα και απλές γυναίκες και κορίτσια που είχαν χαμογελάσει λίγο πιο πρόθυμα σε Γερμανούς απ’ όσο θα έπρεπε.

Κάθε μορφή εκδίκησης που επιδείχθηκε στους Γερμανούς στην Τσεχοσλοβακία και στην Πολωνία επέπεσε και στους συνεργάτες και στους φασίστες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μέσα στο χάος της απελευθέρωσης, Ολλανδοί και Βέλγοι συνεργάτες εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και τα σπίτια τους πυρπολήθηκαν, ενώ η Αστυνομία κοιτούσε αδιάφορα ή ακόμα και επιδοκίμαζε. Στην Ιταλία, τα πτώματα των φασιστών επιδεικνύονταν στους δρόμους, όπου μπορούσαν να τα κλωτσήσουν ή να τα φτύσουν οι διερχόμενοι - ακόμα και το πτώμα του Μουσολίνι έτυχε τέτοιας μεταχείρισης, προτού κρεμαστεί από τη στέγη ενός πρατηρίου καυσίμων στην Πιατσάλε Λορέτο του Μιλάνου. Στην Ουγγαρία, μέλη του ακροδεξιού κόμματος Σταυρωτά Βέλη υποχρεώθηκαν να ξεθάψουν εβραϊκούς ομαδικούς τάφους μέσα σε καύσωνα, ενώ οι ντόπιοι έριχναν εναντίον τους ξύλα και πέτρες. Στη Γαλλία στήθηκαν κρυφές φυλακές, όπου ύποπτοι συνεργάτες υποβάλλονταν σε διάφορα είδη βασανιστηρίων.

Οι καινούργιες Αρχές που αναλάμβαναν την εξουσία, όπως άλλωστε και οι Σύμμαχοι, έβλεπαν αυτά τα γεγονότα με αυξανόμενη φρίκη. Ακόμα και οι ίδιοι οι αντιστασιακοί έβρισκαν τέτοιες ιστορίες αποκρουστικές. «Το φοβερό είναι», έγραφε η εφημερίδα «La Terre Vivaroise» στις 9 Οκτωβρίου 1944, «ότι επαναλαμβάνουμε μερικές από τις πιο απεχθείς διαδικασίες που χρησιμοποιούσε η Γκεστάπο. Φαίνεται πως ο ναζισμός έχει μεθύσει έναν αριθμό ατόμων έως το σημείο να πιστεύουν πως η βία είναι πάντα νόμιμη, ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν σε εκείνους που θεωρούν αντιπάλους τους και πως ο καθένας έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει τη ζωή ενός άλλου ατόμου. Ποιο ήταν το νόημα να θριαμβεύσουμε επί των βαρβάρων, εάν επρόκειτο απλώς να τους μιμηθούμε και να γίνουμε σαν αυτούς;».

Ήταν σαφές πως μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων δεν μπορούσε να επιτραπεί να συνεχίζεται. Οι Σύμμαχοι δεν μπορούσαν να ανεχτούν οποιαδήποτε μορφή αναρχίας πίσω από τις δικές τους γραμμές, ιδίως ενώ συνεχιζόταν ακόμη ο πόλεμος. Ούτε οι νέες κυβερνήσεις μπορούσαν να επιτρέψουν στους ντόπιους να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους, αφού αυτό συνιστούσε πρόκληση στη δική τους εξουσία. «Η δημόσια τάξη είναι ένα ζήτημα ζωής και θανάτου», ισχυριζόταν ο Σαρλ ντε Γκωλ. Οι νέες κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης προσέβαλαν το πρόβλημα από πολλές γωνίες ταυτόχρονα.

Κατ’ αρχάς, αναγνωρίζοντας ότι μέρος του προβλήματος ήταν η έλλειψη πίστης των ανθρώπων στην Αστυνομία, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ενισχύσουν τη θέση της ως του πιο σημαντικού πυλώνα νόμου και τάξης. Σε μερικές περιοχές, ιδίως στην Ιταλία και την Ελλάδα, βασίστηκαν απλώς στη μαζική συμμαχική παρουσία για να τους παράσχει υποστήριξη. Σε άλλες όμως περιοχές αντιμετώπισαν το πρόβλημα κατά μέτωπο, εκκαθαρίζοντας από την Αστυνομία ύποπτους αξιωματικούς, όπως έγινε στη Γαλλία. Ακολούθησαν και άλλες χώρες: Η εκκαθάριση της Αστυνομίας στη Νορβηγία και τη Δανία υπήρξε εξίσου εντυπωσιακή και εκείνο που είχε σημασία ήταν να αποκατασταθεί η νομιμότητα της Αστυνομίας, έτσι ώστε να μπορεί να σταθεί απέναντι στους εξεγερμένους πολίτες που είχαν πάρει τον έλεγχο πολλών κωμοπόλεων και συνοικιών. Δεύτερον, οι νέες Αρχές άρχισαν να προσπαθούν να αφοπλίσουν τις ομάδες των πρώην αντιστασιακών, που διέπρατταν και την περισσότερη βία. Αυτό συχνά ήταν ευκολότερο να λεχθεί παρά να γίνει. Στο Παρίσι, για παράδειγμα, η Πατριωτική Πολιτοφυλακή συνέχισε να διενεργεί ένοπλες περιπολίες, αψηφώντας απροκάλυπτα τις Αρχές. Στην Ιταλία και την Ελλάδα χιλιάδες αντάρτες αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους, για τον απλό λόγο ότι δεν εμπιστεύονταν τις Αρχές, οι οποίες εξακολουθούσαν, ακόμα και μετά την αιματοχυσία της απελευθέρωσης, να περιλαμβάνουν στους κόλπους τους αμέτρητους ανθρώπους που στιγματίζονταν για διασυνδέσεις με το παλιό καθεστώς.

Σε μια προσπάθεια να πείσουν με ήπιο τρόπο τους πρώην αντάρτες να επιστρέψουν στην πολιτική ζωή, πολλές χώρες ανακοίνωσαν αμνηστία για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομα της απελευθέρωσης. Στο Βέλγιο, για παράδειγμα, οι Αρχές ήταν πρόθυμες να κάνουν τα στραβά μάτια σχεδόν σε κάθε αντιστασιακή δραστηριότητα που συνέβη τις 41 ημέρες έπειτα από την εκδίωξη των Γερμανών. Στην Ιταλία, η αμνηστία για τους φόνους εκδίκησης κάλυπτε τις πρώτες 12 εβδομάδες μετά το τέλος του πολέμου, ενώ στην Τσεχοσλοβακία διήρκεσε ένα εκπληκτικό διάστημα 5,5 μηνών.

Αν όμως τα εγκλήματα πάθους που διαπράχθηκαν μέσα στον αναβρασμό της απελευθέρωσης αντιμετωπίζονταν με επιείκεια, εκείνα που διαπράχθηκαν πολύ αργότερα, όταν η εξουσία υποτίθεται ότι είχε επιστρέψει στο κράτος, τιμωρούνταν πάρα πολύ σκληρά.

Στη Γαλλία, για παράδειγμα, μια σειρά συλλήψεων πρώην Μακί τον χειμώνα του 1944-45 ερμηνεύτηκε ευρέως ως μια προειδοποίηση προς την Αντίσταση να βάλει ένα τέλος στην απονομή δικαιοσύνης μέσω λιντσαρισμάτων.

*Απομαγνητοφώνηση από την εκπομπή μας «Ο Εξαρχείων» με τους συνεργάτες μου Λεωνίδα Αποσκίτη και Σπύρο Δημητρίου στον «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 21 Μαΐου 2022