Η επέκταση του ΝΑΤΟ και η αδιάκοπη πρόκληση προς τη Ρωσία ήταν ένα επικίνδυνο γεωπολιτικό λάθος, µια προδοσία της εµπιστοσύνης που όφειλε η Ευρώπη στον ρωσικό λαό, ο οποίος θυσίασε 27 εκατοµµύρια παιδιά του για να την απελευθερώσει. Μια προδοσία της ελπίδας για ειρήνη που επιθυµεί η µεγάλη πλειονότητα της ανθρωπότητας. Το 1989-1991, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ είχαν την ευκαιρία και την ευθύνη να εγγυηθούν την παγκόσµια ειρήνη.

Η ύβρις και η µεγαλοµανία τους σκότωσαν αυτή την ελπίδα. Πώς ήταν δυνατή αυτή η προδοσία; Μόνο µέσω παραπληροφόρησης και προπαγάνδας, µε τα think tanks και τους ειδικούς που τους επευφηµούσαν. Μόνο µε τη συνενοχή των πολυεθνικών µέσων ενηµέρωσης, τα οποία επικρότησαν την ιδέα του Φουκουγιάµα για «το τέλος της Ιστορίας» και το «Ο νικητής τα παίρνει όλα». Τα καθεστωτικά µέσα ενηµέρωσης έπαιξαν ευσυνείδητα το παιχνίδι, ανακηρύσσοντας τη Ρωσία και την Κίνα ορκισµένους εχθρούς της ∆ύσης. Οµως, δεν µας είπαν ποτέ ότι µεταξύ των Συνθηκών που δεν έχουν επικυρώσει οι ΗΠΑ είναι: η Σύµβαση της Βιέννης για το ∆ίκαιο των Συνθηκών, το Καταστατικό του ∆ιεθνούς Ποινικού ∆ικαστηρίου (International Criminal Court, Καταστατικό της Ρώµης), η Σύµβαση των Ηνωµένων Εθνών για το ∆ίκαιο της Θάλασσας, η Συνθήκη Ανοικτών Ουρανών («Open Skies»), το Προαιρετικό Πρωτόκολλο της Σύµβασης της Βιέννης για τις ∆ιπλωµατικές Σχέσεις, το Προαιρετικό Πρωτόκολλο της Σύµβασης της Βιέννης για τις Προξενικές Σχέσεις, η Σύµβαση των Ηνωµένων Εθνών για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού, η Σύµβαση για τους Μετανάστες Εργαζοµένους, η Σύµβαση για τα Οικονοµικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά ∆ικαιώµατα και ένα σωρό άλλες. Εµείς στη ∆ύση έχουµε συνηθίσει τόσο πολύ στην «κουλτούρα της εξαπάτησης», έχει γίνει τόσο πολύ δεύτερη φύση για εµάς, που αντιδρούµε έκπληκτοι όταν µια άλλη χώρα δεν δέχεται ότι την εξαπατήσαµε. Είναι µια µορφή συµπεριφοράς «αρπακτικών», που ο πολιτισµός δεν έχει καταφέρει ακόµη να εξαλείψει.

Από τα τελευταία χρόνια του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου, η αµερικανική διπλωµατία στόχευε να «κλειδώσει» τη Βρετανία, τη Γαλλία και ιδιαίτερα τη Γερµανία και την Ιαπωνία, ώστε να εξαρτηθούν οικονοµικά και στρατιωτικά από τις ΗΠΑ. Η οικονοµική ισχύς επέτρεψε στην Αµερική να συνεχίζει να κυριαρχεί στη δυτική διπλωµατία, παρά το γεγονός ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον χρυσό το 1971, ως αποτέλεσµα του ισοζυγίου πληρωµών των στρατιωτικών δαπανών της στο εξωτερικό. Τον τελευταίο µισό αιώνα οι ξένες χώρες διατήρησαν τα διεθνή νοµισµατικά τους αποθέµατα σε δολάρια ΗΠΑ, κυρίως σε τίτλους του υπουργείου Οικονοµικών των ΗΠΑ, τραπεζικούς λογαριασµούς των ΗΠΑ και άλλες χρηµατοοικονοµικές επενδύσεις στην οικονοµία των ΗΠΑ. Καθώς οι Ηνωµένες Πολιτείες έχουν αποβιοµηχανοποιηθεί, το έλλειµµα του εµπορίου και του ισοζυγίου πληρωµών γίνεται πιο προβληµατικό. Το ζήτηµα είναι πώς θα διατηρήσουν την ευηµερία και την παγκόσµια κυριαρχία τους την ώρα που αποβιοµηχανοποιούνται, ενώ η οικονοµική ανάπτυξη αυξάνεται στην Κίνα και τώρα ακόµα και στη Ρωσία.

Η Αµερική έχει χάσει το πλεονέκτηµά της στο βιοµηχανικό κόστος λόγω της απότοµης αύξησης του κόστους ζωής και της επιχειρηµατικής δραστηριότητας στη χρηµατοοικονοµική, µεταβιοµηχανική οικονοµία των «ραντιέρηδων» («τοκιστών και σουλατσαδόρων», που ζούσαν και πλούτιζαν από τους τόκους εντόκων γραµµατίων, οµολόγων του ∆ηµοσίου και τραπεζικών καταθέσεων). Αυτό είναι το υπόβαθρο της οργής των ΗΠΑ για την αποτυχία τους να κατακτήσουν τους πετρελαϊκούς πόρους της Ρωσίας, η οποία δηµιούργησε τις δικές της εξαγωγές όπλων και διατηρεί τα κέρδη της από τις εξαγωγές πετρελαίου στην πατρίδα της, για να χρηµατοδοτήσει την εκβιοµηχάνισή της, ώστε να ανοικοδοµήσει την οικονοµία, που καταστράφηκε από την αµερικανοκινούµενη «θεραπεία του σοκ» της δεκαετίας του 1990. Η αµερικανική οικονοµία µπήκε σε βαθιά ύφεση µε το σκάσιµο της «φούσκας» των ακινήτων το 2008. Το εθνικό χρέος, άνω των 10 τρισεκατοµµυρίων δολαρίων το 2010, µέχρι το 2017 διπλασιάστηκε. Με την έναρξη της πανδηµίας του COVID-19, τα ελλείµµατα εκτινάχθηκαν, καθώς η κυβέρνηση προσπάθησε να µετριάσει τις επιπτώσεις της παύσης λειτουργίας µεγάλου µέρους της οικονοµίας. Η αναµενόµενη εκτόξευση του πληθωρισµού εκπληρώθηκε το 2021. Με την κυβέρνηση Μπάιντεν να συνεχίζει την ανακούφιση από την πανδηµία, η οποία αποθάρρυνε πολλούς από το να αναζητήσουν εργασία, και να περιορίζει την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, ο πληθωρισµός ξεκίνησε. Οι διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας συνέβαλαν επίσης.

Ο πληθωρισµός κάνει ρεκόρ και ήδη χρεοκοπεί τη µεσαία και κατώτερη τάξη των ΗΠΑ. Σε παγκόσµιο επίπεδο, η σηµερινή κατάσταση είναι ιδανική για να αµφισβητήσει κάποιος το δολάριο των ΗΠΑ, καθώς αυτές είναι εξαρτηµένες πιο πολύ από ποτέ από άλλες χώρες για την εισαγωγή αγαθών και υπηρεσιών και έχουν µια πολεµοχαρή προεδρική διοίκηση, που δεν κατανοεί βασικά οικονοµικά δεδοµένα. Οι οικονοµικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία λόγω της εισβολής της στην Ουκρανία πιθανότατα σηµατοδοτούν την αρχή µιας περιόδου στην οποία η Κίνα και η Ρωσία θα αµφισβητήσουν τελικά το αποθεµατικό του δολαρίου ΗΠΑ. Τώρα, η Σαουδική Αραβία µπαίνει στη µάχη, απειλώντας περαιτέρω να ανατρέψει την ισορροπία της παγκόσµιας νοµισµατικής κλίµακας, που κράτησε το αµερικανικό δολάριο όρθιο για δεκαετίες. Οι δεσµοί του δολαρίου ΗΠΑ µε το πετρέλαιο (από το 1974) ήταν ζωτικής σηµασίας για τη στήριξη της ζήτησης του νοµίσµατος παγκοσµίως. Αυτοί οι δεσµοί βοήθησαν επίσης να δηµιουργηθεί η ψυχολογική αγορά, που είναι απαραίτητη για να αποδεχθεί ο κόσµος συλλογικά τα δολάρια των ΗΠΑ.

Ενώ οι σύµµαχοι της Αµερικής καλούνται να επωµιστούν το κόστος των κυρώσεων των ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα επωφελούνται, επειδή υποχρεούνται να διαφοροποιήσουν τις δικές τους οικονοµίες, ώστε να µην εξαρτώνται από τους προµηθευτές τροφίµων και άλλων βασικών αγαθών των ΗΠΑ. Πάνω απ’ όλα, αυτές οι δύο χώρες δηµιουργούν τα δικά τους συστήµατα πιστώσεων και εκκαθάρισης τραπεζών έξω από το δολάριο και διατηρούν τα διεθνή νοµισµατικά αποθέµατά τους µε τη µορφή χρυσού, ευρώ και νοµισµάτων η µία της άλλης, για να διεξάγουν το αµοιβαίο εµπόριο και τις επενδύσεις τους. Αυτή η αποδολαριοποίηση αποδοµεί τη µονοπολική ικανότητα των ΗΠΑ να αποκτούν δωρεάν ξένη πίστωση µέσω του προτύπου του αµερικανικού οµολόγου για τα παγκόσµια νοµισµατικά αποθέµατα.

Καθώς οι ξένες χώρες και οι κεντρικές τους τράπεζες αποδολαριοποιούνται, τι θα στηρίξει το δολάριο; Τον Μάρτιο του 2022, η Ευρασιατική Οικονοµική Ενωση (ΕΑΕU, που αποτελείται από τη Ρωσία, το Καζακστάν, το Κιργιστάν, τη Λευκορωσία και την Αρµενία) και η Κίνα συµφώνησαν να σχεδιάσουν τον µηχανισµό για ένα ανεξάρτητο διεθνές νοµισµατικό και χρηµατοπιστωτικό σύστηµα. Η ΕΑΕU, µε βάση το σύστηµα αυτό, συνάπτει συµφωνίες ελεύθερων συναλλαγών µε άλλα ευρασιατικά έθνη και διασυνδέεται σταδιακά µε την κινεζική πρωτοβουλία «Μια ζώνη, ένας δρόµος» (Belt and Road Initiative - BRI). Μαζί µε αυτούς, η Σαουδική Αραβία βρίσκεται σε ενεργές συνοµιλίες µε το Πεκίνο, για να τιµολογήσει ορισµένες από τις πωλήσεις πετρελαίου της στην Κίνα σε γιουάν. Η συµφωνία µεταξύ Ρωσίας και Ιράν ενδέχεται να είναι ισοδύναµη της στρατηγικής εταιρικής σχέσης Ιράν - Κίνας. Οι τρεις αυτοί κύριοι κόµβοι που δηµιουργούνται θα είναι ικανοί να χρησιµοποιούν ένα νέο, ανεξάρτητο νοµισµατικό και χρηµατοπιστωτικό σύστηµα. Οσοι δεν µπορούν να δουν τις αλλαγές και να τις ακολουθούν τις περισσότερες φορές τσακίζονται πάνω σε πολέµους, που δεν µπορούν όµως να γυρίσουν τις εξελίξεις πίσω. 

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 18/3