Έναν χρόνο και πλέον µετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία , µία ειρήνη διαρκείας παραµένει πιθανότερη απ’ ό,τι δείχνουν να πιστεύουν πολλοί σχολιαστές.

Στην πραγµατικότητα, όχι µόνο µπορεί η ίδια η Ρωσία να λήξει τον πόλεµο, αλλά υπάρχουν και βήµατα που µπορούν να κάνουν οι Ευρωπαίοι και οι Αµερικανοί προκειµένου να καταστήσουν πιθανότερη αυτή την έκβαση. Μετά τη ρωσική εισβολή, το µέλλον της Ουκρανίας παραµένει θολό. Στη ∆ύση, η τρέχουσα συζήτηση επικεντρώνεται σε µεγάλο βαθµό στο θέµα των αποστολών όπλων στην Ουκρανία. Η Γερµανία, το Ηνωµένο Βασίλειο και οι Ηνωµένες Πολιτείες συµφώνησαν να προµηθεύσουν σύγχρονα άρµατα µάχης, τα οποία είχαν παλαιότερα παρακρατήσει, αλλά τώρα η Ουκρανία ζητά και πυραύλους µεγαλύτερου βεληνεκούς και µαχητικά αεροσκάφη. ∆εν υπάρχει συναίνεση.

Ορισµένοι φοβούνται ότι η προµήθεια αεριωθούµενων αεροσκαφών και άλλων όπλων µε επιθετική ικανότητα θα µπορούσε να διακινδυνεύσει κλιµάκωση ή να προκαλέσει πυρηνική απάντηση από το Κρεµλίνο. Αλλοι, θιασώτες του νατιβιστικού αποµονωτισµού του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραµπ, αναρωτιούνται γιατί οι ∆υτικοί φορολογούµενοι θα έπρεπε να καλούνται να πληρώσουν για την άµυνα της Ουκρανίας. Καθώς αυτές οι συζητήσεις γίνονται όλο και πιο διχαστικές, όσοι πιστεύουν ότι ο πόλεµος πρέπει να δοθεί θα πρέπει επίσης να αρχίσουν να σκέφτονται πώς θα µπορούσε και πώς θα έπρεπε να λήξει. Θα είναι, άραγε, άλλος ένας ατελείωτος πόλεµος; Ή, µήπως, θα καταλήξει σε µια παγωµένη σύγκρουση µε µια αποστρατιωτοκοποιηµένη ζώνη; Ή, µήπως, σε µια γνήσια ειρήνη διαρκείας; Είναι δύσκολο να εκτιµηθεί τι πιθανότητες έχει κάθε έκβαση.

Το σενάριο του ατελείωτου πολέµου προκύπτει από την κοινή παραδοχή ότι το µέλλον είναι ως επί το πλείστον συνέχεια ή προέκταση του παρελθόντος. Αλλά, ενώ αυτό ισχύει συνήθως για την κανονική ζωή, οι περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και οι εξαιρετικές καταστάσεις τείνουν να χαρακτηρίζονται από απότοµες µετατοπίσεις, εξαιρέσεις και σηµεία ανατροπής. Οι επίδοοι ρεαλιστές ευνοούν τη «λύση» της παγωµένης σύγκρουσης. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ και η κινεζική ηγεσία έχουν προτείνει εκδοχές αποστρατιωτικοποιηµένης ζώνης. Αλλά αυτή η «ρεαλιστική» επιλογή δεν χαίρει πολιτικής στήριξης και όσοι την προωθούν θα κατηγορήσουν πολύ βολικά την ιδεολογία, όταν αναπόφευκτα αποτύχει.

Μια σταθερή ειρήνη είναι πολύ πιο πιθανή απ’ ό,τι φαίνεται να πιστεύουν πολλοί σχολιαστές. Οχι µόνο θα µπορούσε η ίδια η Ρωσία να βάλει τέλος στον πόλεµο, αλλά υπάρχουν βήµατα που µπορούν να κάνουν η Ευρώπη και οι ΗΠΑ για να καταστήσουν πιθανότερη αυτή την έκβαση. Η Ιστορία προσφέρει άφθονες αποδείξεις -ειδικά από τη ρωσική εµπειρία- για το πώς οι κακοδιαχειριζόµενοι και κακοδιεξαγόµενοι πόλεµοι µπορούν να καταστρέψουν το πολιτικό κατεστηµένο, να δηµιουργήσουν αστάθεια, να επιβάλουν µεταρρυθµίσεις και τελικά να προκαλέσουν αλλαγή καθεστώτος. Η ήττα της Ρωσίας στον πόλεµο της Κριµαίας στα µέσα του 19ου αιώνα ήταν που οδήγησε τον τσάρο Αλέξανδρο Β’ να εφαρµόσει εκτεταµένες µεταρρυθµίσεις, συµπεριλαµβανοµένης της κατάργησης της δουλοπαροικίας.

Οµοίως, η ήττα της Ρωσίας από την Ιαπωνία το 1905 οδήγησε σε επανάσταση και στην ίδρυση της ∆ούµας (του ρωσικού Kοινοβουλίου), ενώ ο A’ Παγκόσµιος Πόλεµος ήταν ακόµα πιο δραστικός, καταστρέφοντας πρώτα την τσαρική µοναρχία και µετά την προσωρινή κυβέρνηση του Αλεξάντρ Κέρενσκι. Ο καταστροφικός πόλεµος της Σοβιετικής Ενωσης στο Αφγανιστάν προκάλεσε διαµαρτυρίες από τις µητέρες των νεκρών στρατιωτών και αποδείχτηκε επιταχυντικός παράγοντας στη διάλυση της χώρας. Στο µυθιστόρηµά του «Αύγουστος 1914», ο Σοβιετικός αντιφρονών Αλεξάντρ Σολζενίτσιν αντλεί ένα δίδαγµα από τους τσάρους για να στηλιτεύσει τους Σοβιετικούς. «Θα µπορούσε η χώρα να σπαταλήσει αυτό το απόθεµα αυθόρµητου πατριωτισµού;», ρωτά ο πρωταγωνιστής του, οραµατιστής και δυναµικός αξιωµατικός. «Θα µπορούσε. Από τις πρώτες κιόλας µέρες του πολέµου οι στρατηγοί είχαν αρχίσει να τον χαραµίζουν». Προφανώς, το ίδιο µήνυµα ισχύει και για τους σηµερινούς «πουτινιστές».

Το σενάριο της ειρήνης δεν χρειάζεται να περιλαµβάνει κάτι παρόµοιο µε αυτό που συνέβη στο Βερολίνο το 1945 ή στη Βαγδάτη το 2003,όπου ξένοι στρατιώτες µπήκαν στην πρωτεύουσα για να καθαιρέσουν τον δικτάτορα. Τα επεισόδια αυτοµεταµόρφωσης της Ρωσίας έχουν επέλθει, µε απλούς Ρώσους να αντιστέκονται και να καταγγέλλουν την ανικανότητα, τη διαφθορά και την ανηθικότητα των κυβερνώντων τους. Οµως το κατά πόσο µπορεί να επιτευχθεί µια βιώσιµη ειρήνη δεν εξαρτάται µόνο από τον τρόπο που θα λήξει ο πόλεµος, αλλά και από το τι θα συµβεί αµέσως µετά. ∆εδοµένου ότι οι ρωσικές δυνάµεις έχουν στοχοποιήσει σκόπιµα Ουκρανούς αµάχους και υποδοµές, θα υπάρξουν απαιτήσεις για αποζηµιώσεις που θα συνεισφέρουν στην ανοικοδόµηση.

Πολλοί εξέχοντες αξιωµατούχοι, συµπεριλαµβανοµένων εκπροσώπων της ηγεσίας της Ε.Ε., έχουν ζητήσει να χρησιµοποιηθούν για τον σκοπό αυτό τα παγωµένα περιουσιακά στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας, ενώ άλλοι θα ήθελαν να κυνηγήσουν τα περιουσιακά στοιχεία των ολιγαρχών που βοήθησαν -ή απέτυχαν να αντισταθούν- στην πολεµική µηχανή του Ρώσου προέδρου, Βλαντιµίρ Πούτιν. Ολες αυτές οι ιδέες αξίζουν εξέταση. Μπορεί να είναι όντως σκόπιµο να τιµωρηθούν µεµονωµένοι Ρώσοι, υπό την προϋπόθεση ότι θα λογοδοτήσουν µέσω µιας σωστά συγκροτηµένης δικαστικής έρευνας, όπως σε ένα διεθνές δικαστήριο ή -κατά προτίµηση- σε ένα ρωσικό. Ωστόσο, θα ήταν άδικο και αντιπαραγωγικό για µια ειρήνη διαρκείας εάν οι νικητές κατασχέσουν µονοµερώς ρωσικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία. Οι πόροι αυτοί είναι, από τεχνικής απόψεως, ιδιοκτησία του ρωσικού λαού και θα χρειαστούν για την οικοδόµηση µιας νέας Ρωσίας που δεν θα εξαρτάται πλέον από το µείγµα εξαγωγών υδρογονανθράκων και µιλιταρισµού των «πουτινοικονοµικών».

Η Γερµανία µετά το 1919 προσφέρει ένα πασίγνωστο παράδειγµα για το τι πρέπει να αποφευχθεί. Η µοίρα της ∆ηµοκρατίας της Βαϊµάρης επισφραγίστηκε το δευτερόλεπτο που αυτή υπέγραψε µια συνθήκη ειρήνης η οποία τη δέσµευε να καταβάλει ολέθριες οικονοµικές αποζηµιώσεις. Στην πράξη, αυτό σήµαινε ότι η νέα Γερµανία εξιλεωνόταν για τις αµαρτίες της παλιάς Γερµανίας και οι δηµοκράτες πλήρωναν για τη ζηµιά που είχε προκαλέσει ο Κάιζερ Βίλχελµ. Οι Ρώσοι δηµοκράτες σήµερα δεν πρέπει να πληρώσουν τον λογαριασµό του Πούτιν, γιατί, αν συµβεί αυτό, το µέλλον επιφυλάσσει µια επανάληψη του µιλιταρισµού της δεκαετίας του 1990 και των θεωριών συνωµοσίας σχετικά µε την προδοσία και τον εξευτελισµό της Ρωσίας (µια συζήτηση που είχε αισθητούς παραλληλισµούς µε τη Γερµανία της δεκαετίας του 1920).

Οι συζητήσεις για την ανοικοδόµηση πρέπει επίσης να εξηγήσουν την εξαιρετικά πολωµένη παγκόσµια απόκριση στον πόλεµο της Ρωσίας. Η Κίνα, η Ινδία, η Νότια Αφρική και άλλες 29 χώρες απείχαν στην τελευταία ψηφοφορία της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωµένων Εθνών για την καταδίκη της εισβολής της Ρωσίας. Μεταξύ των βασικών τους αντιρρήσεων για την προσφορά άνευ όρων στήριξης στην Ουκρανία είναι ότι πολλά άλλα θύµατα πολέµου και αδικίας σε όλο τον κόσµο έχουν παραµεληθεί ή ξεχαστεί. Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, είναι ένα γενικότερο πλαίσιο για την ανοικοδόµηση κοινωνιών που έχουν καταστραφεί από συγκρούσεις. Αυτό θα πρέπει να µοιάζει µε την προσέγγιση µετά τον B’ Παγκόµιο Πόλεµο, η οποία ίδρυσε την UNRRA (Οργανισµό ∆ιαχείρισης Ανθρωπιστικής Βοήθειας και Αποκαταστάσεως των Ηνωµένων Εθνών) τον Νοέµβριο του 1943, πολύ πριν από τη νίκη των Συµµάχων.

Εάν το τέλος του πολέµου στην Ουκρανία θεωρηθεί ως µέρος ενός ευρύτερου παγκόσµιου «πρότζεκτ» για την παροχή υποστήριξης σε όλα τα θύµατα επιθετικότητας, εισβολής και βίας, είναι πολύ πιθανότερο να κερδίσει τη στήριξη του κόσµου. Και οι ίδιοι οι Ρώσοι θα έβλεπαν ότι υπάρχουν πολύ καλύτερες εναλλακτικές από τον «πουτινισµό» .

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 8/4