Θέλει η Κεντροαριστερά να συγκροτηθεί και τα διαδικαστικά δεν την αφήνουν ή το προγραμματικό έλλειμμα που υπάρχει στον ευρύτερο χώρο της Σοσιαλδημοκρατίας απλώς αμπαλάρεται με διαφωνίες που δεν έχουν σχέση με την πολιτική ουσία, αλλά με τη διαδικασία;

Τα σχετικά ερωτήματα δημιουργήθηκαν μετά και το debate των υποψηφίων αρχηγών, μιας και το μόνο που έμεινε από την πολύωρη συζήτηση είναι το αν θα ενωθεί η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης με την αντίστοιχη του Ποταμιού μετά τις εσωκομματικές εκλογές. Το ερώτημα είναι παγίδα από τη στιγμή ο κανονισμός της Βουλής λειτουργεί αποτρεπτικά για μια τέτοια επιλογή. Από την άλλη, είναι απολύτως αυτονόητο ότι θα πρέπει να λειτουργούν ενιαία οι βουλευτές των δύο κομμάτων.

Αρα; Αρα κακώς τίθεται τώρα το ζήτημα από διάφορες πλευρές, καθώς είναι από αυτά τα θέματα που τα λύνει η ίδια η ζωή. Η ροή των γεγονότων θα είναι τέτοια που εκ των πραγμάτων θα οδηγήσει μετά τις 19 Νοεμβρίου σε ενοποίηση των Κοινοβουλευτικών Ομάδων και σε κοινή δράση των βουλευτών.

Οπως επίσης κακώς επικρίνεται το γεγονός ότι έχει υπάρξει, πριν από κάποιους μήνες, συμφωνία σε διάφορα ζητήματα ανάμεσα στην κυρία Γεννηματά και στον κ. Θεοδωράκη. Θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Δεν είναι πολύ λογικό, από τη στιγμή που δύο κόμματα προχωρούν σταδιακά σε συνεργασία, να υπάρχουν συνεννοήσεις κορυφής, ακόμα και υπόγειες; Πώς αλλιώς, δηλαδή, Δημοκρατική Συμπαράταξη και Ποτάμι θα έμπαιναν σε αυτή την προοπτική; Δεν ανακαλύπτουμε ξαφνικά την πυρίτιδα, ούτε είναι η ώρα να βάλουμε στο ζύγι πόσο δημοκρατική είναι η διαδικασία που ακολουθείται. Το αυτονόητο έπραξαν οι δύο πρόεδροι, άσχετα αν αυτό μπορεί δικαιολογημένα να μην αρέσει σε κάποιους από τους υποψηφίους.

Που σημαίνει, στο τέλος της ημέρας, ότι στις λίγες ημέρες που απομένουν θα πρέπει να σταματήσουν οι ανούσιες αντιπαραθέσεις, κυρίως επί της διαδικασίας, οι οποίες ξενερώνουν τον κόσμο.

Κανονικά αυτό που θα έπρεπε από κοινού να κάνουν χθες το πρωί η Φώφη Γεννηματά, ο Σταύρος Θεοδωράκης, ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο Γιώργος Καμίνης και ο Γιάννης Μανιάτης είναι να προβληματιστούν για το γεγονός ότι μόλις το 3% των ανθρώπων που είχαν ανοιχτές τηλεοράσεις επέλεξαν να δουν το debate και όχι να πνίγονται σε μια κουταλιά νερό.