ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Τραμπ εναντίον Μπάιντεν: Καλά ξεμπερδέματα
Χρησιμεύουν σε κάτι τα ντιμπέιτ για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ; Υπάρχουν χιλιάδες πιο ειδικοί να απαντήσουν. Υπάρχει όμως και η εικόνα του κάθιδρου Ρίτσαρντ Νίξον (είχε βγει λίγο καιρό πριν από το νοσοκομείο και ήταν εμφανώς κουρασμένος και αδυνατισμένος) απέναντι στον λαμπερό και μαυρισμένο νεαρό, Τζον Κένεντι, στο ντιμπέιτ του 1960, που έβγαλε νικητή. Ο Κένεντι έγινε πρόεδρος, ο Νίξον θα περίμενε άλλα 8 χρόνια για να περάσει το κατώφλι του Λευκού Οίκου. Από τον οποίο Λευκό Οίκο βγήκε ντροπιασμένος το 1974, παραιτούμενος.
Οι Αμερικανοί και αρκετοί στον υπόλοιπο πλανήτη παρακολούθησαν το ντιμπέιτ Τραμπ-Μπάιντεν εν όψει της κάλπης του Νοεμβρίου. Όσοι άντεξαν μέχρι το τέλος, είδαν ένα φρικτό θέαμα, όπου ένα ζευγάρι ηλικιωμένων το είχε ρίξει στις προσβολές και τα «γαλλικά». Σαν αυτούς που συναντάμε στα καφενεία να τσακώνονται για τα κομματικά, τα ποδοσφαιρικά ή τις μάσκες κατά του κοροναϊού και δεν τους δίνουμε σημασία. «Μεγάλοι είναι, θα πουν και μια κουβέντα παραπάνω» λέμε και αλλάζουμε πεζοδρόμιο.
Ο Τραμπ ήταν απλώς ο Τραμπ. Έκανε ό,τι και το 2016, όταν απέναντί του είχε την Χίλαρι Κλίντον. Για όσους το έχουν ξεχάσει, της έλεγε ευθέως ότι «έπρεπε να είναι φυλακή» για την υπόθεση των emails την περίοδο που ήταν υπουργός Εξωτερικών (lock her up, φώναζαν οι οπαδοί του), ενώ έκανε γκριμάτσες ειρωνείας στα λεγόμενά της.
Με την ίδια συνταγή πάει και τώρα στις κάλπες. Τον Μπάιντεν χρόνια τώρα τον αποκαλεί «κοιμισμένο» (sleepy Joe), αμφισβητώντας ευθέως και τη διανοητική του κατάσταση. Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει τι τον συμβουλεύουν οι άνθρωποι της προεκλογικής του εκστρατείας, αλλά και αν ακόμα υπάρχει κάποιο σχέδιο ή επικοινωνιακή στρατηγική, ποιος ειλικρινά μπορεί να του βάλει φρένο;
Όσο για τον Μπάιντεν, υπήρξε επί δεκαετίες Γερουσιαστής με καλές και αμφιλεγόμενες στιγμές. Πολλές από τις αμφιλεγόμενες στιγμές, του τις θύμισε στα εσωκομματικά ντιμπέιτ η νυν υποψήφια αντιπρόεδρός του, Καμάλα Χάρις.
Υπήρξε ένας «ήσυχος» αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί Ομπάμα. Οι αντιπρόεδροι θυμίζουν λίγο τον πρίγκιπα Φίλιππο, ο οποίος στέκεται λίγα βήματα πίσω από την σύζυγό του, βασίλισσα Ελισάβετ Β', με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από την πλάτη.
Κάπως έτσι και οι αντιπρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών ψάχνουν να βρουν ρόλο, να μην ζουν στη σκιά του αληθινού πρωταγωνιστή της Εκτελεστικής Εξουσίας που είναι ο πρόεδρος. Πολλοί εξαφανίζονται μετά την 8ετία του προέδρου, λίγοι βγαίνουν μπροστά, κερδίζουν τις εκλογές και αποκτούν αληθινή πολιτική οντότητα.
Τον 77χρονο Μπάιντεν τον επέβαλε το κατεστημένο των Δημοκρατικών, όπως ακριβώς είχε γίνει και το 2016 με την Χίλαρι Κλίντον. Τώρα, όπως και τότε, θεώρησαν ότι έπρεπε να σταματήσουν τον «σοσιαλιστή» Μπέρνι Σάντερς, στηρίζοντας έναν πολιτικό του χθες, με λίγη από τη λάμψη του Ομπάμα και μπόλικη μετριοπάθεια.
Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι από την εποχή που «ψήφισαν Μπάιντεν», η πολιτική και οικονομική ατζέντα στις ΗΠΑ άλλαξε ριζικά. Ήρθε ο κοροναϊός, η ύφεση, η ανεργία, αλλά και σειρά γεγονότων που έφεραν στο προσκήνιο τις φυλετικές διακρίσεις.
Αλλά με τον Μπάιντεν πορεύονται πλέον μέχρι την 3η Νοεμβρίου. Και στο ντιμπέιτ απέναντι στον Τραμπ εκείνος θεώρησε σωστό να τον μιμηθεί. Να πετάξει καμιά προσβολή, να πει μια χοντράδα για να δείξει ότι μπορεί να παίξει και σε αυτό το γήπεδο. Απέτυχε για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν είναι το στυλ του. Γενικότερα, αυτή η μειλίχια παρουσία του δύσκολα μπορεί να συγκινήσει τον αναποφάσιστο (μέσο) Αμερικανό που περιμένει από τον πρόεδρό του σφρίγος, δυναμισμό και διαρκή υπενθύμιση ότι «είμαστε η σπουδαιότερη χώρα στον πλανήτη».
Ποιος θα ήθελε να είναι στη θέση των Αμερικανών που έχουν να επιλέξουν μεταξύ του Τραμπ και του Μπάιντεν; Ο ένας ρίχνει διαρκώς λάδι στις κοινωνικές φωτιές της χώρας και ο άλλος απλώς υπόσχεται να σβήσει τις φωτιές, «επειδή δεν είναι Τραμπ».
Πόσοι αναποφάσιστοι θα πάνε τελικά να ψηφίσουν βλέποντας τέτοια θλιβερά ντιμπέιτ; Ακόμα και ο κάθιδρος Νίξον το 1960, κάτι παραπάνω είχε να πει.
Το πρόβλημα όμως δεν το έχουν μόνο οι Αμερικανοί. Το έχουν όλες οι χώρες στις οποίες λειτουργούν δημοκρατικοί θεσμοί και η διάκριση των εξουσιών. Διότι Τραμπ υπάρχουν σε όλο τον πλανήτη. Και απέναντι σε αυτούς, οι Δημοκρατίες στέκουν αμήχανες και επιλέγουν μέτριους που δεν θέλουν να στεναχωρήσουν κανέναν, μιλούν γενικά και αόριστα, χαμογελούν συγκαταβατικά, υπόσχονται πολλά και τελικά δεν κάνουν τίποτα. Ή κάνουν ελάχιστα. Στρώνοντας το δρόμο σε νέους Τραμπ.
Οι Αμερικανοί και αρκετοί στον υπόλοιπο πλανήτη παρακολούθησαν το ντιμπέιτ Τραμπ-Μπάιντεν εν όψει της κάλπης του Νοεμβρίου. Όσοι άντεξαν μέχρι το τέλος, είδαν ένα φρικτό θέαμα, όπου ένα ζευγάρι ηλικιωμένων το είχε ρίξει στις προσβολές και τα «γαλλικά». Σαν αυτούς που συναντάμε στα καφενεία να τσακώνονται για τα κομματικά, τα ποδοσφαιρικά ή τις μάσκες κατά του κοροναϊού και δεν τους δίνουμε σημασία. «Μεγάλοι είναι, θα πουν και μια κουβέντα παραπάνω» λέμε και αλλάζουμε πεζοδρόμιο.
Ο Τραμπ ήταν απλώς ο Τραμπ. Έκανε ό,τι και το 2016, όταν απέναντί του είχε την Χίλαρι Κλίντον. Για όσους το έχουν ξεχάσει, της έλεγε ευθέως ότι «έπρεπε να είναι φυλακή» για την υπόθεση των emails την περίοδο που ήταν υπουργός Εξωτερικών (lock her up, φώναζαν οι οπαδοί του), ενώ έκανε γκριμάτσες ειρωνείας στα λεγόμενά της.
Με την ίδια συνταγή πάει και τώρα στις κάλπες. Τον Μπάιντεν χρόνια τώρα τον αποκαλεί «κοιμισμένο» (sleepy Joe), αμφισβητώντας ευθέως και τη διανοητική του κατάσταση. Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει τι τον συμβουλεύουν οι άνθρωποι της προεκλογικής του εκστρατείας, αλλά και αν ακόμα υπάρχει κάποιο σχέδιο ή επικοινωνιακή στρατηγική, ποιος ειλικρινά μπορεί να του βάλει φρένο;
Όσο για τον Μπάιντεν, υπήρξε επί δεκαετίες Γερουσιαστής με καλές και αμφιλεγόμενες στιγμές. Πολλές από τις αμφιλεγόμενες στιγμές, του τις θύμισε στα εσωκομματικά ντιμπέιτ η νυν υποψήφια αντιπρόεδρός του, Καμάλα Χάρις.
Υπήρξε ένας «ήσυχος» αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί Ομπάμα. Οι αντιπρόεδροι θυμίζουν λίγο τον πρίγκιπα Φίλιππο, ο οποίος στέκεται λίγα βήματα πίσω από την σύζυγό του, βασίλισσα Ελισάβετ Β', με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από την πλάτη.
Κάπως έτσι και οι αντιπρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών ψάχνουν να βρουν ρόλο, να μην ζουν στη σκιά του αληθινού πρωταγωνιστή της Εκτελεστικής Εξουσίας που είναι ο πρόεδρος. Πολλοί εξαφανίζονται μετά την 8ετία του προέδρου, λίγοι βγαίνουν μπροστά, κερδίζουν τις εκλογές και αποκτούν αληθινή πολιτική οντότητα.
Τον 77χρονο Μπάιντεν τον επέβαλε το κατεστημένο των Δημοκρατικών, όπως ακριβώς είχε γίνει και το 2016 με την Χίλαρι Κλίντον. Τώρα, όπως και τότε, θεώρησαν ότι έπρεπε να σταματήσουν τον «σοσιαλιστή» Μπέρνι Σάντερς, στηρίζοντας έναν πολιτικό του χθες, με λίγη από τη λάμψη του Ομπάμα και μπόλικη μετριοπάθεια.
Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι από την εποχή που «ψήφισαν Μπάιντεν», η πολιτική και οικονομική ατζέντα στις ΗΠΑ άλλαξε ριζικά. Ήρθε ο κοροναϊός, η ύφεση, η ανεργία, αλλά και σειρά γεγονότων που έφεραν στο προσκήνιο τις φυλετικές διακρίσεις.
Αλλά με τον Μπάιντεν πορεύονται πλέον μέχρι την 3η Νοεμβρίου. Και στο ντιμπέιτ απέναντι στον Τραμπ εκείνος θεώρησε σωστό να τον μιμηθεί. Να πετάξει καμιά προσβολή, να πει μια χοντράδα για να δείξει ότι μπορεί να παίξει και σε αυτό το γήπεδο. Απέτυχε για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν είναι το στυλ του. Γενικότερα, αυτή η μειλίχια παρουσία του δύσκολα μπορεί να συγκινήσει τον αναποφάσιστο (μέσο) Αμερικανό που περιμένει από τον πρόεδρό του σφρίγος, δυναμισμό και διαρκή υπενθύμιση ότι «είμαστε η σπουδαιότερη χώρα στον πλανήτη».
Ποιος θα ήθελε να είναι στη θέση των Αμερικανών που έχουν να επιλέξουν μεταξύ του Τραμπ και του Μπάιντεν; Ο ένας ρίχνει διαρκώς λάδι στις κοινωνικές φωτιές της χώρας και ο άλλος απλώς υπόσχεται να σβήσει τις φωτιές, «επειδή δεν είναι Τραμπ».
Πόσοι αναποφάσιστοι θα πάνε τελικά να ψηφίσουν βλέποντας τέτοια θλιβερά ντιμπέιτ; Ακόμα και ο κάθιδρος Νίξον το 1960, κάτι παραπάνω είχε να πει.
Το πρόβλημα όμως δεν το έχουν μόνο οι Αμερικανοί. Το έχουν όλες οι χώρες στις οποίες λειτουργούν δημοκρατικοί θεσμοί και η διάκριση των εξουσιών. Διότι Τραμπ υπάρχουν σε όλο τον πλανήτη. Και απέναντι σε αυτούς, οι Δημοκρατίες στέκουν αμήχανες και επιλέγουν μέτριους που δεν θέλουν να στεναχωρήσουν κανέναν, μιλούν γενικά και αόριστα, χαμογελούν συγκαταβατικά, υπόσχονται πολλά και τελικά δεν κάνουν τίποτα. Ή κάνουν ελάχιστα. Στρώνοντας το δρόμο σε νέους Τραμπ.