Ανάμεσά τους, ωστόσο, ίσως τα πιο μακροπρόθεσμα σημαντικά είναι όσα αφορούσαν τις προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα μπορούσαμε να τα συνοψίσουμε ως μια πρόταση ανανέωσης της εμπιστοσύνης στο όραμα του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού. Ιδέες για την εμβάθυνση της πολιτικής ένωσης -ο κ. Μακρόν για την ώρα τις εμφανίζει ως «προσωπικές»-, που βρίσκονται σε ξεκάθαρη αντιδιαστολή με τη «Λευκή Βίβλο» που είχε παρουσιάσει προ μηνών ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, σύμφωνα με την οποία η πλέον εύλογη εξέλιξη ήταν η «Ευρώπη πολλών ταχυτήτων». Από μια άποψη, η ομιλία του ήταν και μια πρόκληση προς τη σκληρή γερμανική γραμμή –αυτούς που πιστεύουν πως η «δημοκρατία είναι η τήρηση των κανόνων»-, την οποία απηύθυνε εν μέσω γερμανικής προεκλογικής περιόδου, όχι από οπουδήποτε, αλλά από την Αθήνα.

Στην Ελλάδα, η ιδέα του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού σηματοδότησε τα τελευταία χρόνια ακριβώς το σημείο της ρήξης ανάμεσα στο «μνημονιακό» και το «αντιμνημονιακό στρατόπεδο». Η ευρύτερη εικόνα, όμως, είναι πολύ πιο περίπλοκη. Τόσο οι φεντεραλιστές όσο και οι αντιφεντεραλιστές έχουν στους κόλπους τους πολιτικές δυνάμεις όλων των ταυτοτήτων: κατά της ΕΕ έχουν εκφραστεί προοδευτικοί, είτε λίμπεραλς είτε αριστεροί ριζοσπάστες, αλλά και ακροδεξιοί, ενώ εκτός από την «ευρωπαϊκότητα» του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ή το γερμανικό όραμα ενός κοινού υπουργού Οικονομικών της ΕΕ, υπάρχει και αυτή του Τόνι Νέγκρι, ο οποίος έκανε έκκληση στους ευρωπαϊκούς λαούς να επιδράμουν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και να την μετατρέψουν σε μια νέα εθνοσυνέλευση.

Το να μιλήσουμε, λοιπόν, για ευρωπαϊκό φεντεραλισμό στο αφηρημένο επίπεδο είναι λίγο σαν να λέμε «καλύτερα πλούσιος και υγιής παρά φτωχός και άρρωστος». Προφανώς, όλοι θέλουμε να ζήσουμε αδελφωμένοι, δίχως πολέμους και συγκρούσεις, μακριά από εθνικιστικά μίση, χωρίς διακρίσεις, με υγεία, με πλούτο και με ευημερία, ελεύθεροι να μετακινηθούμε και να κατοικήσουμε όπου επιλέξουμε, απολαμβάνοντας τα αγαθά του προηγμένου πολιτισμού μας και τις ελευθερίες μιας χειραφετημένης και φωτισμένης κοινωνίας. Πώς θα γίνουν όλα αυτά, όμως;

Η πρόσφατη ευρωενωσιακή ιστορία δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Όχι, δεν είναι μόνο η «δημοσιονομική πειθαρχία». Στην πιο πρόσφορη στιγμή να επιδειχθούν εκείνες οι «ευρωπαϊκές αξίες», για τις οποίες υποτίθεται πως αξίζει τον κόπο η πολιτική εμβάθυνση της Ένωσης, η ΕΕ δείλιασε: υποχωρώντας στις πιέσεις των χωρών του Βίζεγκραντ, έκλεισε τα σύνορα στους πρόσφυγες και επέστρεψε στις πολιτικές αποτροπής, χρηματοδοτώντας την Τουρκία και τη Λιβύη, ώστε τουλάχιστον οι πρόσφυγες να βασανίζονται ή να πνίγονται μακρυά από τα ευρωπαϊκά εδάφη.

Όποιος μετριοπαθής πολιτικός, λοιπόν, θέλει να απευθυνθεί στη βαθιά και δικαιολογημένη δυσπιστία που κυριαρχεί για την ΕΕ με εκκλήσεις για πολιτική εμβάθυνση και «Ευρώπη των λαών», θα πρέπει πρώτα από όλα να απαντήσει: πώς; Μέχρι στιγμής, η απάντηση του κ. Μακρόν είναι: μπίζνες. Μολονότι συνεπώς φιλελεύθερο και καθόλου ασύμβατο με την ιστορία της ΕΕ, το όραμα αυτό στη σημερινή ιστορική συγκυρία δεν αρκεί.

Τέλος, κάποιος πρέπει με ειλικρίνεια να θυμίσει πως αυτά ακριβώς που λέει ο κ. Μακρόν σήμερα περί αλλαγής της Ευρώπης τα έλεγε ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ τόσο προεκλογικά όσο και κατά την περίοδο της πρώτης και βασανιστικής διαπραγμάτευσης. Για να μην μιλήσουμε για τον κ. Βαρουφάκη που εξακολουθεί να τα λέει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί.

Ο κ. Τσίπρας, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κ. Βαρουφάκης λοιδορήθηκαν, απαξιώθηκαν και πειθαναγκάστηκαν να καταπιούν τα ίδια τους τα λόγια. Ανακάλυψαν, με τεράστιο κόστος, πως οι μόνες σχέσεις που τελικά μετρούν είναι αυτές της γεωπολιτικής ισχύος. Ας ελπίσουμε να μην το ανακαλύψει και ο κ. Μακρόν, μετά την επανεκλογή της κυρίας Μέρκελ.