Όταν μιλάμε για επενδύσεις, μιλάμε για ιδιωτικές επενδύσεις. Μιλάμε δηλαδή για τη βασική παραδοχή ότι η οικονομία θα ανορθωθεί χάρη στο ιδιωτικό επενδυτικό κεφάλαιο. «Grinvest».

Όταν μιλάμε για κοινωνική δικαιοσύνη, μιλάμε για τη ρυθμιστική προσπάθεια της πολιτείας, που αποσκοπεί αφενός στην προστασία των εργαζομένων από τις χειρότερες αυθαιρεσίες του ιδιωτικού κεφαλαίου, αφετέρου στη διάχυση του δημιουργούμενου πλούτου σε περισσότερα κοινωνικά στρώματα.

Εξετάζοντας τα δύο αυτά προτάγματα μαζί, οφείλει κανείς να διαπιστώσει ότι η παρουσία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ ήταν κομβικής σημασίας. Όχι, δεν ήταν μια ιστορική ομιλία, δεν υπήρχαν μνημειώδεις φράσεις (το «ήταν δίκαιο και έγινε πράξη» δεν είναι ακριβώς «μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η πατρίδα σου για σένα»), δεν εκφράστηκε στη συνέντευξη Τύπου κάποιο πολιτικό όραμα πρωτότυπο. Αλλά σημειώθηκε μια ολοκλήρωση: ήταν η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε με μια ταυτότητα που εδώ και πολύ καιρό –πριν ακόμη τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015– κυοφορείται στους κόλπους του κόμματός του.

Μέχρι σήμερα, η κυβερνητική πολιτική αυτοσυστηνόταν ως τρόπον τινά προσωρινή, διατηρούσε αν μη τι άλλο την ανάμνηση κάποιων ριζοσπαστικών διακηρύξεων, συντηρούσε μια αίσθηση πως όταν εκπληρωθούν οι μνημονιακές υποχρεώσεις, όταν τα χέρια των αριστερών λυθούν, τότε θα ξανανοίξει ο δρόμος για μια πορεία ολωσδιόλου διαφορετική. Κάπου στο βάθος, αν άκουγε κανείς προσεκτικά, αντηχούσε μια σκέψη που όσο κι αν κανένας πια δεν την έλεγε, κανένας δεν δεχόταν και να την ξεχάσει: σοσιαλισμός...

Μέχρι σήμερα. Διότι το Σαββατοκύριακο που πέρασε, για πρώτη φορά ο πρωθυπουργός εγκατέλειψε ως και τα έσχατα προσχήματα που τον έδεναν με το παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ. Ανέλαβε πλήρως το αφήγημα ότι στην κρίση μας οδήγησε η επίπλαστη ευημερία, η διαφθορά και η φοροδιαφυγή. Πάει η «διάσωση των γαλλογερμανικών τραπεζών», πάει η «χρεοδουλοπαροικία», πάει η «νεοαποικιοκρατία». Υπάρχει μόνον μια «επιτροπεία» που θα αρθεί, εφόσον γίνουν οι απαραίτητες «μεταρρυθμίσεις». Κι όταν αρθεί; Τότε, θα είμαστε σε θέση να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να οικοδομήσουμε έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Ιδιωτικό κεφάλαιο, ελεύθερη αγορά, διευκόλυνση των επενδύσεων, ανάπτυξη. Και ταυτόχρονα κοινωνικό κράτος, αναδιανομή, προστασία των ασθενέστερων.

Ο Αλέξης Τσίπρας είναι –επιτέλους!– ένας σοσιαλδημοκράτης.
Δεν είναι να απορεί κανείς λοιπόν που η πιο αμήχανη στιγμή της χθεσινής συνέντευξης Τύπου ήταν όταν ο πρωθυπουργός ρωτήθηκε για τον Πάνο Καμμένο και τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Δεν ξέρω αν ο κ. Καμμένος ανήκει στον χώρο της «πατριωτικής κεντροδεξιάς», όπως είπε ο πρωθυπουργός, πάντως οι «προγραμματικές συγκλίσεις» για τις οποίες μιλάει ήταν στην πραγματικότητα μία: το «αντιμνημόνιο». Και δεν υπάρχει πια. Η «μείζων αντίθεση» πάνω στην οποία οικοδομήθηκε –σωστά για την εποχή όπου έγινε– η στρατηγική συμπόρευση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έχει εκλείψει. Πλέον, οι ΑΝΕΛ είναι απλώς ένα ακροδεξιό –συγνώμη, πατριωτικό κεντροδεξιό– δεκανίκι, που εξασφαλίζει την παραμονή του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση.

Από μια άποψη θα μπορούσε να πει κανείς: τι πιο σοσιαλδημοκρατικό από το να χρησιμοποιείς για δεκανίκι τους εθνικιστές; Όμως η Ελλάδα του 2017 –σε πείσμα όλων των παραλληλισμών που είδαμε τα προηγούμενα χρόνια– δεν είναι μεσοπολεμική Γερμανία. Οι «αντιμνημονιακές δυνάμεις» έχουν εξοριστεί στο πολιτικό περιθώριο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν χρειάζεται πια τους ΑΝΕΛ, ίσα ίσα του κάνουν κακό, τον τραβάνε συνεχώς προς μια Δεξιά της μισαλλοδοξίας, της γελοιότητας και της βρομιάς. Το αφήγημα μιας «Ευρώπης της Δημοκρατίας», αυτής στην οποία συμφώνησαν ο Αλέξης Τσίπρας και ο Εμανουέλ Μακρόν στην Πνύκα, είναι πάνω από όλα ένα εγχείρημα πολιτικής αισθητικής. Δεν μπορεί να χωρέσει τον Πάνο Καμμένο. Κι ο πρωθυπουργός το ξέρει.

Όσο λοιπόν κι αν τα ανοίγματα του Αλέξη Τσίπρα προς την «κεντροαριστερά» είναι μια προοικονομία για μια επόμενη εκλογική αναμέτρηση, είναι ταυτόχρονα κι απότοκο ενός πολιτικού μετασχηματισμού, ο οποίος τώρα ολοκληρώνεται. Έχει λεχθεί ότι τις εκλογές τις κρίνει πάντοτε το κέντρο. Εκεί ξεδιπλώνει πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ την ηγεμονία του. Και –αυτήν τη στιγμή, τουλάχιστον– φαίνεται ανίκητη.