Δύο χρόνια μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τη παρούσα κυβέρνηση η οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε δεινή θέση. Μπορεί οι μακροοικονομικοί δείκτες να εμφανίζουν τελευταία μικρή βελτίωση, ωστόσο οι επιχειρήσεις δυσφορούν. Εκρεμμούν σημαντικές πολιτικές αποφάσεις που οι κυβερνώντες από τη θέση της Αντιπολίτευσης δεσμεύονταν ότι θα αποτελέσουν τη βάση της διακυβέρνησής τους, όπως η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, η θέσπιση αφορολόγητου ορίου στα 12.000 ευρώ, η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, η δίκαιη διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους- ένα πρόγραμμα, όπως λέγανε της νέας "σεισάχθειας" με τη ρύθμιση των κόκκινων δανείων-, η ίδρυση Αναπτυξιακής Τράπεζας και Ταμείων ειδικού σκοπού για τους μικρομεσαίους και τους αγρότες και πολλές άλλες που συγκροτούσαν το περιβόητο "Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης". Δυστυχώς, αυτές μέχρι τώρα όχι μόνο παραμένουν ξεχασμένες προεκλογικές εξαγγελίες, αλλά έχουν δώσει τη θέση τους σε ακόμη πιο σκληρά μέτρα από όσα συνολικά λήφθηκαν τα προηγούμενα έτη.

Το αποτέλεσμα είναι μετά από τη διενέργεια εθνικών εκλογών δύο φορές μέσα στο 2015 με την υπόσχεση ότι κάτι θα αλλάξει το 2016, η χώρα να συμπληρώνει εννέα χρόνια κρίσης από το 2008. Οκτώ χρόνια ύφεσης και 7 χρόνια μνημονίων, που έπληξαν πρωτευόντως την Ελληνική ΜμΕ επιχειρηματικότητα παράλληλα με την πολυεπίπεδη κρίση που βίωσε η Ελληνική κοινωνία με καταλυτικές επιδράσεις στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου. Από τη σκοπιά της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, το 2017 είναι το έτος με τις μεγαλύτερες οικονομικές επιβαρύνσεις, με ρεκόρ πρόσθετων φόρων 2,5 δις ευρώ και μάλιστα με 21 δις άμεσους και τα 26 δις ευρώ έμμεσους φόρους.

Η αγορά βρίσκεται σε αμηχανία από το πλήθος των αλλαγών και των απαιτήσεων που φέρνουν οι νέοι φόροι, οι μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα λόγω της αύξησης των εισφορών, οι νέες αυξήσεις του ΕΦΚ σε καύσιμα, προϊόντα καπνού, καφέ, η επιβολή ειδικού τέλους στην τηλεφωνία, την τηλεόραση και το internet, και πολλά άλλα που διαμορφώνουν ένα ασφυκτικό περιβάλλον για επιχειρηματίες και καταναλωτές.

Όλοι αναμένουμε την ολοκλήρωση της β' αξιολόγησης για να ξεπεράσουμε τη στασιμότητα, αλλά και εδώ συναντούμε δυσκολίες όσον αφορά στην υλοποίηση των δεσμεύσεών της έναντι των δανειστών ως προς τα δημοσιονομικά, τα εργασιακά, τα ζητήματα ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης και άλλα κρίσιμα πεδία. Η καθυστέρηση αυτή δημιουργεί ερωτηματικά, με την αντιπολίτευση να μιλά για προσπάθεια απόκρυψης των πρόσθετων μέτρων τα οποία έχει συμφωνήσει. Ήδη ο στόχος των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ για πολλά χρόνια με το 3ο Μνημόνιο που υπογράφηκε τον Αύγουστο του 2015, με το συμπληρωματικό μνημόνιο του Ιουνίου του 2016 και τα όσα συμφωνήθηκαν στο  Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου 2016, μοιάζει ανέφικτος. Συγκεκριμένα σύμφωνα με το ΔΝΤ, το 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα για το 2018 δεν θα ξεπεράσει τελικά το 1,5%, δημιουργώντας δημοσιονομικό κενό 2%, το οποίο απαιτεί λήψη περαιτέρω μέτρων 2,5% του ΑΕΠ ή 4,55 δις ευρώ για τη διετία 2018-19. Η καθυστέρηση, ωστόσο, αυτή κρατά την οικονομία όμηρο των εξελίξεων και δεν επιτρέπει στην αγορά να επιστρέψει σε μια κανονικότητα. Επικρατεί η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια και κυριαρχεί η έλλειψη εμπιστοσύνης, στοιχεία που αποθαρρύνουν την ιδιωτική πρωτοβουλία. Όλα αυτά, αν θέλουμε να κάνουμε αυτό το πολυπόθητο βήμα προς την ανάκαμψη, χρειάζεται να ανατραπούν. Για να γίνει κάτι τέτοιο, απαιτούνται άμεσες παρεμβάσεις από την Κυβέρνηση σε κρίσιμα πεδία πολιτικής μετά από μια διαδικασία πραγματικής διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους. Κάποια από αυτά τα μέτρα είναι η θέσπιση και λειτουργία του "ειδικού επιχειρηματικού λογαριασμού", το "πάγωμα και η κεφαλαιοποίηση" των ληξιπρόθεσμων οφειλών ασφαλιστικών εισφορών και η έναρξη της διαδικασίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Μόνον τότε οι όποιες χρήσιμες μεταρρυθμίσεις, θα μπορέσουν να γίνουν κατανοητές από την κοινωνία και την πραγματική οικονομία ώστε να υλοποιηθούν από τους πολιτικούς προς όφελος των πολιτών.

Εν τω μεταξύ...ο χρόνος μετρά αντίστροφα...για όλους