ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Οι Τύραννοι του Οιδίποδα
Πιο χρήσιμο θα’ ταν κάποιες φορές να βαθαίνει κανείς ερμηνευτικά στην κοινωνική σημειολογία παρά να «τραβάει» από τη σπάνη και να΄ ναι στα μάτια των πολλών θαυμαστός και στενόμυαλος στων λίγων.
Υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή, ο Οιδίπους Τύραννος με τη σκηνοθετική αισθητική του Κ. Μαρκουλάκη που προσέλκυσε το ελάχιστο εναπομείναν κοινό της Επιδαύρου και το μέγιστο του σύγχρονου ελληνικού κινηματο- θεάτρου.
Ούτε στους λίγους απευθύνθηκε, ούτε πλάτιασε κοινωνικά. Κέρδισε τους πολλούς ποδοπατώντας το αρχαίο δράμα.
Δεν είναι απαραιτήτως κατακριτέο όταν απευθύνεται σε θεατή που προσπαθεί να διασχίσει κάθετα τη σκηνή για να μεταβεί στην άλλη πλευρά κι η γνώση του για το έργο είναι εφάμιλλη αυτής για τον χώρο.
Σφιχτό παίξιμο, σεναριακή απόδοση, γοργές αλλαγές «πλάνων», ελεγχόμενες συγκινήσεις. Το story έπρεπε να εξελιχθεί σε 90 - 100 λεπτά, ο αφηγηματικός λόγος να κοντύνει και να ειπωθεί γρήγορα, η συγκίνηση να συγκρατηθεί στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, ώστε το αποστερημένο από συναίσθημα κοινό να μην κουνηθεί από τη θέση του μέχρι να τελειώσει το έργο.
Κι ο «γέροντας ικέτης» ο «καθρεφτισμένος στο αίμα του»;
Το αίνιγμα, έστω, της Σφίγγας στην Καβαφική του τραγικότητα («Επάνω του η Σφιγξ είναι πεσμένη με δόντια και με νύχια τεντωμένα και μ’ όλην της ζωής την αγριάδα»);
Ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Ο αντίδικος Χορός, οι Θηβαίοι γέροντες που χρόνια τώρα οδηγούν σε απόγνωση τους σκηνοθέτες λόγω της δυσερμήνευτης συμπεριφοράς τους, είχε ρόλο μουσικής μπάντας με σαξόφωνο, κλαρίνο, ακκορντεόν, τύμπανα.
Ενίοτε τραγουδούσε κάτι μεταξύ πλάγιου εκκλησιαστικού και μοιρολογιού. Πάντως η μουσική του Μίνωα Μάτσα τον «οδηγούσε» συντονισμένα.
Ο Δ. Λιγνάδης ως Οιδίπους, με την παρακαταθήκη της Φιλοσοφικής και της πολυετούς άσκησης του στο αρχαίο δράμα, προσαρμόστηκε στην απαίτηση του σκηνοθέτη αν και ως σκηνοθέτης ο ίδιος θα μπορούσε «μέσα» στην παράσταση να κουνήσει κι άλλο τον βασιλιά του στη σκακιέρα.
Στην κορύφωση του Οιδιπόδειου, ούτε εκείνος ούτε η Αμαλία Μουτούση ως Ιοκάστη ξέφυγαν από την αναισθησιολογία του θεάματος αφού τη δημιούργησαν- προσκάλεσαν με το παίξιμο τους.
Παλιά θέση: «Η γνώση που παρέχει το θέαμα και η άγνοια των θεατών εμφανίζονται απατηλά σαν ανταγωνιστικοί παράγοντες τη στιγμή που ο ένας γεννά τον άλλον». Στους πολλούς καθρεπτίζονται και οι πολλοί και ο ένας.
Κατά τα άλλα, ο χοροπηδηχτός Τειρεσίας (Κ. Αβρακιώτης) απέδιδε με πλήρη οπτική οξύτητα ενώ ο Κρέων (Γ. Ζιόβας) σε κάποια σημεία ήταν ανεκτός, ιδίως στη σύγκρουση του με τον Οιδίποδα.
Είναι ύβρις να προσεγγίζονται οικουμενικές προσωπικότητες και πανανθρώπινα μηνύματα από … τύραννους της τέχνης. Παρά ταύτα είναι προτιμότερο στην εποχή του τίποτα να μεταφέρονται περιληπτικά παρά να αγνοούνται εντελώς.
Το κοινό που κατέκλυσε – τω όντι – το θέατρο και την Παρασκευή και το Σάββατο, παρακολούθησε με κομμένη την ανάσα τη «δραματουργία» και στο τέλος καταχειροκρότησε τους συντελεστές.
Υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή, ο Οιδίπους Τύραννος με τη σκηνοθετική αισθητική του Κ. Μαρκουλάκη που προσέλκυσε το ελάχιστο εναπομείναν κοινό της Επιδαύρου και το μέγιστο του σύγχρονου ελληνικού κινηματο- θεάτρου.
Ούτε στους λίγους απευθύνθηκε, ούτε πλάτιασε κοινωνικά. Κέρδισε τους πολλούς ποδοπατώντας το αρχαίο δράμα.
Δεν είναι απαραιτήτως κατακριτέο όταν απευθύνεται σε θεατή που προσπαθεί να διασχίσει κάθετα τη σκηνή για να μεταβεί στην άλλη πλευρά κι η γνώση του για το έργο είναι εφάμιλλη αυτής για τον χώρο.
Σφιχτό παίξιμο, σεναριακή απόδοση, γοργές αλλαγές «πλάνων», ελεγχόμενες συγκινήσεις. Το story έπρεπε να εξελιχθεί σε 90 - 100 λεπτά, ο αφηγηματικός λόγος να κοντύνει και να ειπωθεί γρήγορα, η συγκίνηση να συγκρατηθεί στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, ώστε το αποστερημένο από συναίσθημα κοινό να μην κουνηθεί από τη θέση του μέχρι να τελειώσει το έργο.
Κι ο «γέροντας ικέτης» ο «καθρεφτισμένος στο αίμα του»;
Το αίνιγμα, έστω, της Σφίγγας στην Καβαφική του τραγικότητα («Επάνω του η Σφιγξ είναι πεσμένη με δόντια και με νύχια τεντωμένα και μ’ όλην της ζωής την αγριάδα»);
Ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Ο αντίδικος Χορός, οι Θηβαίοι γέροντες που χρόνια τώρα οδηγούν σε απόγνωση τους σκηνοθέτες λόγω της δυσερμήνευτης συμπεριφοράς τους, είχε ρόλο μουσικής μπάντας με σαξόφωνο, κλαρίνο, ακκορντεόν, τύμπανα.
Ενίοτε τραγουδούσε κάτι μεταξύ πλάγιου εκκλησιαστικού και μοιρολογιού. Πάντως η μουσική του Μίνωα Μάτσα τον «οδηγούσε» συντονισμένα.
Ο Δ. Λιγνάδης ως Οιδίπους, με την παρακαταθήκη της Φιλοσοφικής και της πολυετούς άσκησης του στο αρχαίο δράμα, προσαρμόστηκε στην απαίτηση του σκηνοθέτη αν και ως σκηνοθέτης ο ίδιος θα μπορούσε «μέσα» στην παράσταση να κουνήσει κι άλλο τον βασιλιά του στη σκακιέρα.
Στην κορύφωση του Οιδιπόδειου, ούτε εκείνος ούτε η Αμαλία Μουτούση ως Ιοκάστη ξέφυγαν από την αναισθησιολογία του θεάματος αφού τη δημιούργησαν- προσκάλεσαν με το παίξιμο τους.
Παλιά θέση: «Η γνώση που παρέχει το θέαμα και η άγνοια των θεατών εμφανίζονται απατηλά σαν ανταγωνιστικοί παράγοντες τη στιγμή που ο ένας γεννά τον άλλον». Στους πολλούς καθρεπτίζονται και οι πολλοί και ο ένας.
Κατά τα άλλα, ο χοροπηδηχτός Τειρεσίας (Κ. Αβρακιώτης) απέδιδε με πλήρη οπτική οξύτητα ενώ ο Κρέων (Γ. Ζιόβας) σε κάποια σημεία ήταν ανεκτός, ιδίως στη σύγκρουση του με τον Οιδίποδα.
Είναι ύβρις να προσεγγίζονται οικουμενικές προσωπικότητες και πανανθρώπινα μηνύματα από … τύραννους της τέχνης. Παρά ταύτα είναι προτιμότερο στην εποχή του τίποτα να μεταφέρονται περιληπτικά παρά να αγνοούνται εντελώς.
Το κοινό που κατέκλυσε – τω όντι – το θέατρο και την Παρασκευή και το Σάββατο, παρακολούθησε με κομμένη την ανάσα τη «δραματουργία» και στο τέλος καταχειροκρότησε τους συντελεστές.