H αύξηση της τουρκικής προκλητικότητας, ιδίως μετά την καταστολή του ιδιόρρυθμου πραξικοπήματος του 2016, ανέδειξε με έμφαση την ύπαρξη σταθερής τουρκικής επιβουλής επί του ελληνικού χώρου και ενίσχυσε τη φωνή όσων υποστηρίζουν ότι η απειλή αυτή είναι διαρκής και κλιμακούμενη και καθιστά επιτακτική την εκπόνηση σχεδίου ενδυνάμωσης των αμυντικών μηχανισμών της χώρας και ποιοτικής αναβάθμισης της αποτρεπτικής της ικανότητας.
Η εφαρμογή, όμως, ενός παρόμοιου σχεδίου απαιτεί την καλύτερη προσαρμογή της ελληνικής προσέγγισης στα υφιστάμενα πραγματικά δεδομένα και τον παραμερισμό ατελέσφορων αντιλήψεων, που συγκροτούσαν επί χρόνια τη λογική της εν προκειμένω ελληνικής στάσης.

Οι πλέον χαρακτηριστικές των αντιλήψεων αυτών είναι οι ακόλουθες:

Η τουρκική επιθετικότητα, μολονότι εκδηλώνεται ως ατέρμων διεκδικητική συμπεριφορά, στην πραγματικότητα δεν αμφισβητεί διεθνώς κατοχυρωμένα ελληνικά δικαιώματα, αλλά οφείλεται -υποτίθεται- σε σκοπιμότητες της εσωτερικής πολιτικής σκηνής. Με άλλα λόγια, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι δηλώσεις και ενέργειες που την εκφράζουν προορίζονται για εσωτερική κατανάλωση.

Οι ισχυρισμοί περί υπαρκτού τουρκικού κινδύνου που χρήζει ουσιαστικής αντιμετώπισης, αποτελούν επιβλαβή κινδυνολογία διότι στηρίζονται στο κριτήριο της αναμέτρησης, το οποίο επιφέρει φόρτιση και καλλιεργεί πνεύμα αντιπαράθεσης. Ως εκ τούτου, δε, καλό είναι να αποφεύγονται.

Οι επιμένοντες στην ανάγκη να στιγματίζονται με έμφαση οι εχθρικού τύπου τουρκικές ενέργειες ή οι αναφερόμενοι στον επείγοντα χαρακτήρα βελτίωσης των στρατιωτικών μέσων της χώρας, εμπίπτουν στην απορριπτέα κατηγορία των «λαϊκιστών», δε- δομένου ότι προωθούν την απαράδεκτη ιδέα του ανταγωνισμού των εξοπλισμών. Και κάθε αναφορά σε εξοπλισμούς είναι εξοβελιστέα, αφού μπορεί να επάγεται επιβάρυνση της πάσχουσας οικονομίας και περικοπή των κοινωνικών δαπανών. Η άποψη μάλιστα αυτή φρονεί ότι τέτοιες σκέψεις και δηλώσεις δέον είναι να χαρακτηρίζονται ως παρωχημένες ή ως προερχόμενες από ρηχή πολιτική ανάλυση.

Ο Ερντογάν μπορεί μεν με τις ποικίλες πράξεις του να δίνει την εικόνα μιας αντιφατικής μεγαλομανούς προσωπικότητος, αλλά τόσον αυτός όσο και οι ομοϊδεάτες του είναι ολιγότερον σκληροί από τους πολεμοχαρείς κεμαλιστές. Άρα, και οι εναντίον του επικρίσεις δεν πρέπει να παραβλέπουν ότι δεν προκάλεσε πολεμικό επεισόδιο στις σχέσεις με την Ελλάδα.

Η ελληνική πλευρά οφείλει να αναγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες της τουρκικής συμπεριφοράς και να μην καταγγέλλει κάθε αιχμηρή ενέργεια της Τουρκίας ως πρόκληση, διότι η αντίδραση οδηγεί σε αδιέξοδο τις διμερείς σχέσεις.

Οι απόψεις αυτές που επί χρόνια διαπότισαν και χρωματίζουν ακόμη την οπτική ιθυνόντων και ελληνικής κοινής γνώμης στα ελληνοτουρκικά θέματα, προκάλεσαν σοβαρές αυταπάτες και δεν διευκόλυναν το ποθητό αποτέλεσμα αμοιβαίως αξιοπρεπούς ειρηνικής συνύπαρξης. Αντιθέτως, οδήγησαν σε όξυνση των τουρκικών αξιώσεων. Και συχνά σε ενέργειες ταπεινωτικές του εθνικού μας κύρους. Συνεπώς πρέπει να παραμερισθούν. Και να χαραχθεί νέα γραμμή πορείας, που θα βασίζεται σε καλώς μελετημένο πρόγραμμα αμυντικής ενίσχυσης και σε επιδέξια καλλιέργεια διεθνών ερεισμάτων. Επίσης, σε πρωτοβουλίες που θα δείχνουν τη βούλησή μας για ρύθμιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε πλαίσιο διεθνών κανόνων καλής γειτονίας.

Η χώρα μας έχει ενώπιων της μια ακανθώδη πορεία. Οφείλει να τη διανύσει με σύνεση που δεν θα είναι ηττοπάθεια, με θάρρος που δεν θα είναι μεγαλόστομη ρητορεία και με γόνιμες κινήσεις που δεν θα εκπέμπουν αίσθημα αμηχανίας ή φοβικής συστολής.