Έρωτας με τον Μακρόν
Το πολιτικό σκηνικό συχνά καθορίζεται από αιφνίδιους έρωτες και προβλεπόμενα διαζύγια
Βεβαίως ο έρωτας του Τσίπρα για τον Γαλλικό Παράγοντα δεν είναι αιφνίδιος σε σχέση με την διετή και εξελισσόμενη συριζαϊκή διακυβέρνηση. Κι αυτό αφού, οι παροικούντες των ευρωπαϊκών ξέρουν πως κυρίως λόγω Ολάντ έμεινε η χώρα στο ευρώ με το σκληρό βέβαια τίμημα του τρίτου προγράμματος τον Ιούλιο του 2015.
Η εδώ Κυβέρνηση έβλεπε πάντα προς Παρίσι έναν δυνητικό ή ουσιαστικό σύμμαχο απέναντι στο Βερολίνο του τιμωρητισμού και της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το σημερινό ευρωπαϊκό τοπίο εξάλλου, ευνοεί τις νέες στοιχίσεις και αναδιατάξεις αφού παρά τον κεντρικό ρόλο της Γερμανίας και των δορυφόρων της διαμορφώνεται ένα πλατύ ρεύμα ευρωσκεπτικισμού (απ’ τα κάτω) και μια ασθενής τάση χειραφέτησης από την Μέρκελ (από τα πάνω). Η τελευταία έχει στο κέντρο της το Παρίσι.
Ο Γάλλος φίλος έχει λοιπόν την χρυσή ευκαιρία να προλογίσει το ρεπερτόριο του με καμβά την ηλιόλουστη και φιλική Αθήνα. Η υψηλή σημειολογία αλλά και η μπόλικη υλική στόχευση (μέσω των επενδύσεων) είναι οι δύο μόνον πλευρές της επίσκεψης Μακρόν. Ακόμη πιο ουσιαστικά όμως, από εδώ ο νέος Πρόεδρος επικυρώνει το σχέδιο ενός ευρωπαϊκού ΔΝΤ και μιας νέας αρχιτεκτονικής της ΕΕ. Για να μην μασάμε τα λόγια μας, η νέα αυτή μεταβολή θα κάνει ακόμη πιο σκληρούς τους θεσμούς της ΕΕ, θα επισημοποιήσει ακόμη πιο πολύ την δημοσιονομική επιτήρηση και την κανονικοποίησης της φτώχειας. Θα επιβεβαιώσει πως η Ευρώπη της ΟΝΕ ή θα είναι αντιδραστική ή δεν θα υπάρχει για τους λαούς. Ο τρίτος και ήπιος δρόμος που ονειρεύονται διάφοροι, αποτελεί μια ουτοπία -είτε είναι αμερικάνικης κοπής το ΔΝΤ είτε είναι ευρωπαϊκής. Τα κάθε λογής μνημόνια όπως το διαρκές του Δημοσιονομικού Συμφώνου Σταθερότητας, θα συνεχίσουν να αποτελούν ένα εφαρμοσμένο πείραμα κοινωνικής μηχανικής και σκληρής εσωτερικής υποτίμησης. Και άρα; Θα αναρωτηθείτε.
Η ΕΕ είναι ένας στατικός και αμετάβλητος μηχανισμός που τροποποιείται μόνον με μεταφυσικούς όρους ή αξίζει να το παλέψει ο Νότος, η Ελλάδα, οι λαοί μας; Νομίζω την απάντηση την έχουν οι δυνάμεις της εργασίας. Αν βλέπουν την Ένωση ως ένα δυναμικό πεδίο διεύρυνσης της Δημοκρατίας ή ως μια τελειωμένη υπόθεση των ελίτ. Και τα δύο πάντως δεν γίνεται.