ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Οι ηγέτες πεθαίνουν όταν πεθαίνουν οι ιδέες τους
με τον Γιάννη Κουρτάκη
Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ένας μεγάλος πολιτικός, ένας αθεράπευτα ρεαλιστής, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Είθισται, όταν κάνουμε μνημόσυνα, να προσπαθούμε να ανασύρουμε από τη μνήμη μας στιγμές και πράξεις του προσώπου που έχει φύγει. Σε αυτή την προσπάθεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, κυριαρχεί η υπερβολή. Ισως και να είναι η μόνη περίπτωση που δεν χρειάζονται τα λόγια των άλλων για να θυμάται και να μνημονεύει κανείς τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Οσα έχει πει στο διάβα της πολυτάραχης πολιτικής του διαδρομής παραμένουν ακόμη σήμερα επίκαιρα και, έπειτα από παρά πολλά χρόνια, αποτελούν οδηγό για όλους εμάς. Αρκεί μόνον η κοινότυπη αναφορά που ακούγεται επί χρόνια από ολοένα και περισσότερους Ελληνες, για να καταδείξει πόσο επίκαιρες, μα, κυρίως, πόσο ανθεκτικές στο πέρασμα του χρόνου υπήρξαν οι σκέψεις του Ψηλού.
«Αν είχαμε ακούσει τον Μητσοτάκη, η Ελλάδα σήμερα θα ήταν πολύ καλύτερη...», παραδέχονται ακόμη και όσοι είχαν «εκπαιδευτεί» να μισούν τον μεγάλο Χανιώτη πολιτικό.
Δυστυχώς, τότε που ο πρεσβύτερος Μητσοτάκης προσπαθούσε να πείσει τους Ελληνες να συνομιλήσουν με το αυτονόητο, η πλειοψηφία επέλεξε, για ακόμη μία φορά, τον εύκολο δρόμο, υποκύπτοντας στον λαϊκισμό και τα ωραία λόγια. Μια μοναδική ευκαιρία για τη χώρα χάθηκε στον βωμό της δημαγωγίας και του άκρατου εθνικισμού.
Του ορθού λόγου επικράτησαν οι τρέλες και τα φθηνά συνθήματα. Στο πέρασμα του χρόνου φυσικά δικαιώθηκαν όσα (μα όσα) είχε πει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Σήμερα κάποιοι, διαβάζοντας τα κείμενα και ακούγοντας τις ομιλίες του, νομίζουν ότι ήταν προφήτης, ωστόσο δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ρεαλιστής. Ηταν ένας μεγάλος πολιτικός που, αν και αμφισβητήθηκε όσο ελάχιστοι, αν και λοιδορήθηκε, ούτε λεπτό δεν υπέκυψε στη γοητεία του λαϊκισμού.
Αυτό, άλλωστε, ήταν που τον έκανε και διαφορετικό και ως πολιτικό και ως άνθρωπο. Η παρακαταθήκη που άφησε ο Μητσοτάκης είναι τεράστια. Και αυτή δεν είναι άλλη από τη γλώσσα της αλήθειας και του ρεαλισμού. Δυστυχώς κανείς δεν θυμάται τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, απεναντίας οι πάντες θυμούνται τα όσα προφητικά έλεγε ο Ψηλός σχετικά με την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων, σε μια χώρα και έναν λαό που έχει μάθει να ζει με δανεικά.
Στο ντουλάπι της Ιστορίας, τα όσα είχε πει ο Μητσοτάκης τη δεκαετία του ’80, έπειτα από τέσσερις δεκαετίες παραμένουν επίκαιρα, λες και γράφτηκαν χθες. Ομολογουμένως, θα ήταν εντελώς διαφορετική η Ελλάδα αν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχαμε επιλέξει τον ανηφορικό δρόμο, από τα εύκολα λόγια του Ανδρέα Παπανδρέου.
Η εξέλιξη της ιστορίας ήρθε να δικαιώσει τον Μητσοτάκη. Τρία χρόνια μετά τον θάνατο του, είναι και πάλι επίκαιρο το διαχρονικό μήνυμα που εξέπεμπε σε κάθε έκφανση της πολιτικής του πορείας: Οτι ένας λαός μπαίνει σε περιπέτειες όταν υποκύπτει στον άκρατο λαϊκισμό.
Αν σήμερα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης «δηλώνει παρών» είναι γιατί κατάφερε- έστω και με χρονοκαθυστέρηση- να κάνει τους Ελληνες να πιστέψουν στην αναγκαιότητα της αλήθειας.
Πόσο εύκολο ήταν, στ’ αλήθεια, αυτό που ζητούσε, και πόσο καταστροφική αποδείχθηκε η διαφορετική επιλογή. 1.059 μέρες μετά τον θάνατό του, παραμένει εδώ. Και παραμένει, γιατί οι ιδέες του είναι ζωντανές και ο πολιτικός του λόγος επίκαιρος όσο ποτέ.
Είθισται, όταν κάνουμε μνημόσυνα, να προσπαθούμε να ανασύρουμε από τη μνήμη μας στιγμές και πράξεις του προσώπου που έχει φύγει. Σε αυτή την προσπάθεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, κυριαρχεί η υπερβολή. Ισως και να είναι η μόνη περίπτωση που δεν χρειάζονται τα λόγια των άλλων για να θυμάται και να μνημονεύει κανείς τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Οσα έχει πει στο διάβα της πολυτάραχης πολιτικής του διαδρομής παραμένουν ακόμη σήμερα επίκαιρα και, έπειτα από παρά πολλά χρόνια, αποτελούν οδηγό για όλους εμάς. Αρκεί μόνον η κοινότυπη αναφορά που ακούγεται επί χρόνια από ολοένα και περισσότερους Ελληνες, για να καταδείξει πόσο επίκαιρες, μα, κυρίως, πόσο ανθεκτικές στο πέρασμα του χρόνου υπήρξαν οι σκέψεις του Ψηλού.
«Αν είχαμε ακούσει τον Μητσοτάκη, η Ελλάδα σήμερα θα ήταν πολύ καλύτερη...», παραδέχονται ακόμη και όσοι είχαν «εκπαιδευτεί» να μισούν τον μεγάλο Χανιώτη πολιτικό.
Δυστυχώς, τότε που ο πρεσβύτερος Μητσοτάκης προσπαθούσε να πείσει τους Ελληνες να συνομιλήσουν με το αυτονόητο, η πλειοψηφία επέλεξε, για ακόμη μία φορά, τον εύκολο δρόμο, υποκύπτοντας στον λαϊκισμό και τα ωραία λόγια. Μια μοναδική ευκαιρία για τη χώρα χάθηκε στον βωμό της δημαγωγίας και του άκρατου εθνικισμού.
Του ορθού λόγου επικράτησαν οι τρέλες και τα φθηνά συνθήματα. Στο πέρασμα του χρόνου φυσικά δικαιώθηκαν όσα (μα όσα) είχε πει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Σήμερα κάποιοι, διαβάζοντας τα κείμενα και ακούγοντας τις ομιλίες του, νομίζουν ότι ήταν προφήτης, ωστόσο δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ρεαλιστής. Ηταν ένας μεγάλος πολιτικός που, αν και αμφισβητήθηκε όσο ελάχιστοι, αν και λοιδορήθηκε, ούτε λεπτό δεν υπέκυψε στη γοητεία του λαϊκισμού.
Αυτό, άλλωστε, ήταν που τον έκανε και διαφορετικό και ως πολιτικό και ως άνθρωπο. Η παρακαταθήκη που άφησε ο Μητσοτάκης είναι τεράστια. Και αυτή δεν είναι άλλη από τη γλώσσα της αλήθειας και του ρεαλισμού. Δυστυχώς κανείς δεν θυμάται τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, απεναντίας οι πάντες θυμούνται τα όσα προφητικά έλεγε ο Ψηλός σχετικά με την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων, σε μια χώρα και έναν λαό που έχει μάθει να ζει με δανεικά.
Στο ντουλάπι της Ιστορίας, τα όσα είχε πει ο Μητσοτάκης τη δεκαετία του ’80, έπειτα από τέσσερις δεκαετίες παραμένουν επίκαιρα, λες και γράφτηκαν χθες. Ομολογουμένως, θα ήταν εντελώς διαφορετική η Ελλάδα αν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχαμε επιλέξει τον ανηφορικό δρόμο, από τα εύκολα λόγια του Ανδρέα Παπανδρέου.
Η εξέλιξη της ιστορίας ήρθε να δικαιώσει τον Μητσοτάκη. Τρία χρόνια μετά τον θάνατο του, είναι και πάλι επίκαιρο το διαχρονικό μήνυμα που εξέπεμπε σε κάθε έκφανση της πολιτικής του πορείας: Οτι ένας λαός μπαίνει σε περιπέτειες όταν υποκύπτει στον άκρατο λαϊκισμό.
Αν σήμερα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης «δηλώνει παρών» είναι γιατί κατάφερε- έστω και με χρονοκαθυστέρηση- να κάνει τους Ελληνες να πιστέψουν στην αναγκαιότητα της αλήθειας.
Πόσο εύκολο ήταν, στ’ αλήθεια, αυτό που ζητούσε, και πόσο καταστροφική αποδείχθηκε η διαφορετική επιλογή. 1.059 μέρες μετά τον θάνατό του, παραμένει εδώ. Και παραμένει, γιατί οι ιδέες του είναι ζωντανές και ο πολιτικός του λόγος επίκαιρος όσο ποτέ.