Στην κάλπη αποφασίζουµε τον δρόµο μόνο με τον Κυριάκο
Το διακύβευµα των αυριανών εκλογών είναι ποιος µπορεί να δώσει πειστικές λύσεις στα προβλήµατα που αντιµετωπίζει η κοινωνία. Ποια πολιτική δύναµη και ποιος ηγέτης διαθέτουν το σχέδιο, αλλά κυρίως τη βούληση, να µας απαλλάξουν από τις διαχρονικές παθογένειες που αντιµετωπίζει η χώρα
Στο αντίστοιχο σηµείωµα της στήλης πριν από ακριβώς τέσσερα χρόνια (και έχει σηµασία αυτό για τη θεσµική συνέπεια που επέδειξε ο πρωθυπουργός σε σχέση µε τον χρόνο των εκλογών) γράφαµε: «Γιατί µε τον Κυριάκο;». Τότε εξηγούσαµε τους λόγους για τους οποίους οι πολίτες ήταν σωστό να δώσουν στη Ν.∆. και στον Κυριάκο Μητσοτάκη το πηδάλιο της χώρας. Έχοντας περάσει µια ολόκληρη τετραετία και ανεξάρτητα από το αν κανείς ανήκε παραδοσιακά στη µεγάλη φιλελεύθερη παράταξη ή όχι, δεν θα δυσκολευτεί να διακρίνει ποια είναι η πλέον σωστή επιλογή, που διασφαλίζει ένα καλύτερο µέλλον για όλους. Σε µια εποχή που έχουν ξεθωριάσει οι κοµµατικές ταµπέλες του παρελθόντος, που έχουν χάσει την αίγλη τους οι κοµµατικοί στρατοί, το διακύβευµα των αυριανών εκλογών είναι ποιος µπορεί να δώσει πειστικές λύσεις στα προβλήµατα που αντιµετωπίζει η κοινωνία.
Ποια πολιτική δύναµη και ποιος ηγέτης διαθέτουν το σχέδιο, αλλά κυρίως τη βούληση, να µας απαλλάξουν από τις διαχρονικές παθογένειες που αντιµετωπίζει η χώρα; Απλά και πρακτικά ερωτήµατα ενός λαού που έχει πάψει να παραµυθιάζεται από συνθήµατα, γκρίζες και κίτρινες αφίσες. Πριν από τέσσερα χρόνια, το ζητούµενο ήταν «γιατί µε τον Κυριάκο;». Ενα ερώτηµα που για πολλούς ενδεχοµένως και να είχε φιλολογική διάσταση. Ήταν όµως ένα επίκαιρο ερώτηµα, σε µια φάση που ολοκληρωνόταν ο κύκλος µιας κυβέρνησης που έπαιξε στα ζάρια ακόµα και τον ίδιο τον φιλοδυτικό προσανατολισµό της Ελλάδας. Τότε η αγωνία των πολιτών ήταν να «φύγουν», ενώ σήµερα είναι να «µην ξανάρθουν». Το ’19 η πλειονότητα των πολιτών µε καθαρότητα έδωσε ισχυρή εντολή στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Ν.∆.
Πολίτες από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες ένωσαν δυνάµεις, πιστεύοντας στο όραµα του πρωθυπουργού για µια χώρα υπερήφανη, που θα δηµιουργεί, θα αναπτύσσεται και θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε έναν κόσµο που αλλάζει γρήγορα ταχύτητες.
Τον Ιούλιο του ’19 συγκροτήθηκε µια πλατιά κοινωνική συµµαχία, που απάντησε µε τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, µαζικά, στο ερώτηµα «γιατί µε τον Κυριάκο;»
Γιατί, πολύ απλά, όπως αποδείχθηκε τα τέσσερα προηγούµενα χρόνια, είναι ο ηγέτης εκείνος (ανεξάρτητα από το εάν συµφωνεί ή διαφωνεί κανείς µαζί του) που µπορεί να κρατήσει γερά και κυρίως µε την απαιτούµενη σοβαρότητα το εθνικό πηδάλιο. Πλέον δεν έχει σηµασία τι χρώµα φανέλα φοράει κανείς, αλλά ποιος την ιδρώνει για να γίνει καλύτερη η ζωή µας. Ποιος έχει ρεαλιστικό πλάνο για την Ελλάδα του 2030 και ποιος διαθέτει τις ικανότητες για να το υλοποιήσει. Κατά κοινή παραδοχή, από το καλοκαίρι του ’19 η χώρα γύρισε σελίδα. Σήµερα δεν υπάρχει πολίτης που να µην έχει βιώσει τις αλλαγές. Δεν υπάρχει ούτε ένας που στο ερώτηµα «πότε ήταν καλύτερα;», χωρίς δεύτερη σκέψη, να µην απαντά: «Επί Μητσοτάκη».
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια και κάτω από οµολογουµένως πρωτόγνωρες συνθήκες έγιναν µεγάλες τοµές. Αρχισε να αλλάζει ο τρόπος που το κράτος αντιµετωπίζει τον πολίτη. Προχώρησαν µια σειρά από µεταρρυθµίσεις και δροµολογήθηκαν έργα πνοής σε όλη την επικράτεια. Στην πρώτη έξωθεν απειλή ένας φιλελεύθερος πολιτικός επέδειξε στα σύνορα του Εβρου αποφασιστικότητα και τόλµη, θωρακίζοντας εν µέσω κρίσης τη χώρα από µια µεγάλη απειλή. Αν κανείς αναζητήσει ιστορικό προηγούµενο στη µεταπολεµική Ελλάδα, δύσκολα θα βρει αντίστοιχο µε αυτό που βιώσαµε τον Μάρτιο του 2020 στον Έβρο. Εκεί ο Μητσοτάκης, εκτός από την εθνική φανέλα, σήκωσε ψηλά τη σηµαία και ακόµα ψηλότερα την εθνική αξιοπρέπεια. Έδειξε σε φίλους και εχθρούς ότι η Ελλάδα είναι και ισχυρή και υπερήφανη. Οχι µε λόγια, αλλά µε έργα!
Στα τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη ενισχύθηκε η αµυντική ικανότητα της χώρας σε τέτοιο επίπεδο, που πλέον έχει καταστεί η πιο υπολογίσιµη δύναµη πυρός στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Εκτός από αεροπλάνα και φρεγάτες, η Ελλάδα απέκτησε και σοβαρή διπλωµατία, συνοµιλώντας ως αξιόπιστος παίκτης µε τους εταίρους και µε τους ισχυρούς του πλανήτη. Οταν χρειάστηκε, κοιτάξαµε κατάµατα τον παραλογισµό των Τούρκων και κερδίσαµε.
Αύριο, που καλούµαστε εκ νέου να επιλέξουµε το ποιος, είµαι σίγουρος ότι η επιλογή έχει καταστεί πιο εύκολη. Γιατί πλέον υπάρχει, εκτός από το αποτέλεσµα, και η σύγκριση. Ο κόσµος γνωρίζει ποιο κόµµα και ποιος ηγέτης µπορεί να του διασφαλίσει ένα καλύτερο αύριο.
Ξέρει ποιος υπερασπίζεται την αλήθεια και τον ρεαλισµό και ποιος επενδύει στο ψέµα και την υποκρισία. Ξέρει ποιος θα συγκροτήσει κυβέρνηση µε τον Βαρουφάκη και τις «∆ήµητρές» του, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονοµία, τη σταθερότητα και στο τέλος τις δουλειές µας.
Αν από τις σαράντα ηµέρες της προεκλογικής περιόδου υπήρξε κάτι που έγινε ακόµα πιο καθαρό από πριν, είναι ο οδικός χάρτης που οδηγεί την Ελλάδα στο 2030.
Από τη µια, οι πολίτες είδαν τον Μητσοτάκη να µιλάει για το µέλλον και τα όσα πρέπει να γίνουν και, από την άλλη, βλέπουν και ακούνε τον Τσίπρα να συνοµιλεί µε το γκρίζο παρελθόν και να χορεύει στους ρυθµούς του «σκληρού πολιτικού» ροκ. ∆ιαφορετικές προσεγγίσεις σε έναν κόσµο που επιζητεί όχι «αλλαγή», αλλά σταθερότητα. Μπροστά σε αυτή την πραγµατικότητα, είναι σαφές ότι και πάλι η πλειονότητα των πολιτών αντικρίζει µία και µόνο επιλογή. Και αυτή δεν είναι άλλη απότη Ν.Δ. και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Είναι η αλήθεια που είπε ο Διονύσης Σαββόπουλος και που ενόχλησε τους συντρόφους του, γιατί πολύ απλά δεν θέλουν να ακούνε αλήθειες.
Ενα εικοσιτετράωρο πριν ξεκινήσει η εκλογική διαδικασία, που αποτελεί την κορυφαία στιγµή της ∆ηµοκρατίας, ο καθένας από εµάς οφείλει να κοιτάξει τον καθρέφτη της Ιστορίας. Αύριο καλούµαστε να επιλέξουµε σε ποιον δρόµο θέλουµε να πορευτούµε. Σε αυτόν που θα οδηγήσει µε µαθηµατική ακρίβεια στην πρόοδο και στη µεταρρύθµιση της χώρας ή στον άλλο µε τις «∆ήµητρες», τις κυβερνήσεις «εθνικού σκοπού» και τους «ελεγχόµενους αρµούς της εξουσίας;» Μπροστά σε αυτό το δίληµµα δεν υπάρχουν δεύτερες ευκαιρίες. Με την ψήφο µας αύριο θα καθορίσουµε τι ακριβώς θα συµβεί τα επόµενα τέσσερα χρόνια. Και επειδή από την πρώτη ηµέρα που αρχίσαµε να οικοδοµούµε αυτήν τη σχέση µαζί σας υπήρξαµε ειλικρινείς και ξεκάθαροι, αυτό που λέµε σήµερα είναι: «ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ».
Και λέµε ΜΟΝΟ, γιατί ο Μητσοτάκης απέδειξε ότι είναι ένας ηγέτης που και ΜΠΟΡΕΙ και ΘΕΛΕΙ.
Λέµε ΜΟΝΟ, γιατί µας αρέσει να βλέπουµε όρθιους Αµερικανούς γερουσιαστές να χειροκροτούν κατ’ επανάληψη µέσα στο Κογκρέσο τον δικό µας, τον Έλληνα πρωθυπουργό.
Λέµε ΜΟΝΟ, γιατί έδειξε θεσµική συνέπεια και δεν σκέφτηκε ούτε στιγµή το προσωπικό του όφελος.
Λέµε ΜΟΝΟ, γιατί είναι ένας άνθρωπος που άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της παράταξης, εντάσσοντας πρόσωπα από άλλους ιδεολογικούς χώρους.
Λέµε ΜΟΝΟ, γιατί µεγάλωσε την Ελλάδα στη θάλασσα, δείχνοντας εµπράκτως ότι η αγάπη για την ΠΑΤΡΙ∆Α δεν πρέπει να µένει στα λόγια και στα συνθήµατα.
Λέµε ΜΟΝΟ, γιατί έχουµε έναν πρωθυπουργό που στέκεται ίσος προς ίσον στους ισχυρούς του κόσµου.
Λέµε ΜΟΝΟ, γιατί διαθέτει την πολιτική κουλτούρα να ενώνει τους Ελληνες, αδιαφορώντας για τα χρώµατα, τις κοµµατικές σηµαίες και τα συνθήµατα του παρελθόντος.
Λέµε ΜΟΝΟ, γιατί είναι ένας άνθρωπος που ενώνει, συνθέτει και δηµιουργεί.
Λέµε ΜΟΝΟ, γιατί εντέλει στη σύγκριση µε τους υπολοίπους είναι εκείνος που διασφαλίζει όσα θέλουµε, πιστεύουµε και ενδεχοµένως οραµατιζόµαστε.
Λέµε ΜΟΝΟ, γιατί οτιδήποτε άλλο πέραν του Μητσοτάκη βάζει σε αχαρτογράφητα νερά τη χώρα.
Λέµε ΜΟΝΟ, γιατί µια αυτοδύναµη κυβέρνηση διασφαλίζει και την ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΗ ΕΛΛΑ∆Α.
Λίγο πριν ανοίξουν οι κάλπες, επιτρέψτε µου να κλείσω αυτό το σηµείωµα µε τους στίχους του Σεφέρη µε τους οποίους είχε «κλείσει» την οµιλία του στο Σύνταγµα το ’89 ο αείµνηστος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, τότε που και πάλι η χώρα οδηγούνταν σε αλλεπάλληλες εκλογές εξαιτίας ενός εκλογικού νόµου που είχε φτιάξει ο Κουτσόγιωργας, µε σκοπό να δυσκολέψει την άνοδο της Ν.Δ. στην εξουσία: «Λίγο ακόµα θα ιδούµε τις αµυγδαλιές ν’ ανθίζουν, τα µάρµαρα να λάµπουν στον ήλιο, τη θάλασσα να κυµατίζει, λίγο ακόµα, να σηκωθούµε λίγο ψηλότερα».
Δημοσιεύτηκε στο «Secret» των «Παραπολιτικών» το Σάββατο, 20 Μαΐου.