Τα πρόσφατα αποτελέσµατα των αυτοδιοικητικών εκλογών , πέραν των όποιων µηνυµάτων απέστειλαν σε τοπικό επίπεδο, στάθηκαν αφορµή να φωτιστεί και να επιβεβαιωθεί µέσα σε ελάχιστο χρόνο (για ακόµα µία φορά) η πολιτική παντοδυναµία του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Ενός ηγέτη που από την πρώτη στιγµή που ανέλαβε τα ηνία της ελληνικής Κεντροδεξιάς σε κάθε ευκαιρία καταδεικνύει την υπεροχή του έναντι των πολιτικών του αντιπάλων. Από το ’15, όταν οι περισσότεροι αποθέωναν τον Τσίπρα και ελάχιστοι µπορούσαν να προβλέψουν το µετέπειτα τέλος του, ο Μητσοτάκης έδειχνε βέβαιος ότι «τον είχε», για να µιλήσουµε µε όρους Πολάκη. Και τον είχε σε µια περίοδο που το «σύστηµα» είχε ανακαλύψει στο πρόσωπο του πρώην πρωθυπουργού τον νέο ηγέτη της Κεντροαριστεράς. ∆εν νοµίζω ότι έχουµε ξεχάσει τα δηµοσιεύµατα και τις πλείστες αναφορές στα ΜΜΕ που παροµοίαζαν τον Αλέξη Τσίπρα µέχρι και µε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ηταν οι ίδιοι που προεξοφλούσαν το ιστορικό τέλος της Ν.∆., µιλώντας για φυλακές, φυλακισµένους και διάφορα τέτοια.

Ενδεικτική του κλίµατος που είχε διαµορφωθεί εκείνη την εποχή ήταν η κατασκευασµένη κατηγορία εναντίον των δέκα πολιτικών στελεχών για την υπόθεση Novartis. Οπως, επίσης, ουδείς µπορεί να ξεχάσει και τη στοχοποίηση της συζύγου του τότε αρχηγού της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, Μαρέβας Μητσοτάκη. Ο στόχος όλων αυτών ήταν κάτι περισσότερο από ξεκάθαρος. Με όχηµα τη ∆ικαιοσύνη, προσπάθησαν να επιβάλουν την πολιτική κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι προφανές ότι, εκτός του ότι λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο, που εν προκειµένω ήταν η ανεκτικότητα της ίδιας της ∆ηµοκρατίας και των θεσµών, υποτίµησαν από την πρώτη στιγµή τις δυνατότητες, µα κυρίως τις ηγετικές ικανότητες του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ετσι, από τη στιγµή που ο τελευταίος αναδείχθηκε αρχηγός της Ν.∆., σχεδόν ταυτόχρονα άρχισε να µετρά αντίστροφα ο χρόνος για την κυβερνώσα Αριστερά.

Η ανατροπή των πολιτικών συσχετισµών αποτυπωνόταν στις πρώτες κιόλας δηµοσκοπήσεις, µε τον κ. Τσίπρα και τους στενούς συνεργάτες του, αντί να αξιολογήσουν το συγκεκριµένο γεγονός, να σπεύδουν να αµφισβητήσουν τις (τρισάθλιες) εταιρείες δηµοσκοπήσεων. Το µπούλινγκ στους δηµοσκόπους, όπως αποδείχθηκε, δεν επηρέασε σε καµία των περιπτώσεων την απόφαση των πολιτών, οι οποίοι σε κάθε ευκαιρία που τους δινόταν απλώς αποδοκίµαζαν τις πολιτικές της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Η αλλαγή των συσχετισµών ήταν ορατή διά γυµνού οφθαλµού, µε τον Κυριάκο Μητσοτάκη να καθίσταται µέρα µε τη µέρα ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Από τότε µέχρι και σήµερα, δεν υπάρχει ούτε µία εκλογική αναµέτρηση στην οποία να µην έχει επικρατήσει. Είτε µιλάµε για αυτοδιοικητικές εκλογές είτε για βουλευτικές είτε για ευρωεκλογές. Παντού και µε µεγάλη άνεση ο σηµερινός πρωθυπουργός κέρδισε και εξακολουθεί να κερδίζει.

Μάλιστα, δεν υπάρχει ιστορικό προηγούµενο ενός ηγέτη που να καταγράφει συνεχόµενες νίκες έναντι των αντιπάλων του. Αποκτά όµως ακόµα µεγαλύτερη αξία η επιτυχία του Μητσοτάκη αν αναλογιστεί κανείς ότι, αφού έστειλε σε πρόωρη συνταξιοδότηση τον µεγάλο και τρανό Τσίπρα, από την προηγούµενη Κυριακή άρχισε να προσθέτει νίκες στο βιογραφικό του και έναντι του νέου (και πολλά υποσχόµενου) αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, Στέφανου Κασσελάκη.

Αν λοιπόν δεν αξιολογήσουµε όσα έχουν συµβεί από το ’15 µέχρι και σήµερα, δύσκολα θα µπορέσουµε να κατανοήσουµε τη µεγάλη στροφή της κοινωνίας προς την κανονικότητα και τον πολιτικό ορθολογισµό. Κακά τα ψέµατα, οι πολίτες προτιµούν τον Μητσοτάκη, όχι για τη φυσική κατάσταση και την οµορφιά του, αλλά για το γεγονός ότι είναι ένας πολιτικός που έχει αποδείξει πως µπορεί να φέρει εις πέρας την αποστολή, κάνοντας πιο εύκολη τη ζωή µας.

Οσο λοιπόν οι υπόλοιποι του πολιτικού συστήµατος λειτουργούν και συµπεριφέρονται µε όρους παρελθόντος, άλλο τόσο θα µεγαλώνει το βιογραφικό των επιτυχιών του Μητσοτάκη

Δημοσιεύτηκε στο Secret των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ