Ante portas το φαινόµενο του µονοκοµµατισµού
Ante portas το φαινόµενο του µονοκοµµατισµού
Από τις δηµοσκοπήσεις που είδαν το φως της δηµοσιότητας τις τελευταίες ηµέρες προκύπτει ένα πανοµοιότυπο εύρηµα, που έχει να κάνει µε τα «συµπτώµατα» της µονοκοµµατικής ∆ηµοκρατίας. Για πρώτη φορά µετά από πολλά χρόνια, το κυβερνών κόµµα παρουσιάζεται ως η µοναδική λύση σε ένα πολιτικό σκηνικό που κατά κοινή παραδοχή βρίσκεται σε φάση παρακµής. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας κέρδισαν τις εκλογές ακολουθώντας µια δοκιµασµένη (πολιτική) συνταγή: Υποσχέθηκαν τα πάντα στους πάντες. Και, παρά το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι διακατέχονταν από καχυποψία, πέτυχαν να δηµιουργήσουν ένα πλειοψηφικό ρεύµα στην κοινωνία…
Οσο αποµακρύνεται ο πολιτικός χρόνος από την Κυριακή της 25ης Ιανουαρίου τόσο περισσότερες οµοιότητες βρίσκει κανείς ανάµεσα στην «Αλλαγή» του Ανδρέα Παπανδρέου το ’81 και την «Ελπίδα» του Αλέξη Τσίπρα το 2015. Για άλλη µία φορά ο «λαϊκισµός» επικράτησε του ρεαλισµού, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι Ελληνες ψηφοφόροι δείχνουν διαχρονικά προτίµηση στην ουτοπία. Πριν καν ξεκινήσει ο βίος της σηµερινής κυβέρνησης, παρουσιάστηκαν προβλήµατα. Απολύτως λογικό, αφού κατά κοινή παραδοχή δεν υπάρχει πρόσφορο οικονοµικό έδαφος για να ευδοκιµήσει ο λαϊκισµός. Το 1981 απέχει αρκετά από το 2015.
Στην κρισιµότερη συγκυρία για τη χώρα, οι περισσότεροι, ακόµη και οι σοβαροί του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι µάλλον κάτι πρέπει να αλλάξει. Η συζήτηση για το αυτονόητο γίνεται αναγκαία. Μπροστά σε αυτό το σκηνικό, όπως διαµορφώθηκε από την πρόσφατη ετυµηγορία των Ελλήνων, πέραν του βαθύτατου προβληµατισµού, προκύπτει και µια δεύτερη πραγµατικότητα, που έχει να κάνει µε την πολιτική κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόµη κι αυτοί που δεν συµπαθούν τον κ. Τσίπρα παραδέχονται ότι στο πρόσωπό του η Κεντροαριστερά βρήκε τον ηγέτη της.
Μάλιστα, από τις επιλογές που θα κάνει ο σηµερινός πρωθυπουργός θα εξαρτηθεί, εκτός από την πορεία της χώρας, και αυτή των υπόλοιπων πολιτικών δυνάµεων. Στην παρούσα φάση, ο κ. Τσίπρας δείχνει να παίζει µόνος του στο γήπεδο. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ακόµη και εκείνοι που θεωρούν πως η πολιτική που ακολουθεί οδηγεί τη χώρα σε αδιέξοδο δυσκολεύονται να απαντήσουν στο ερώτηµα: «Ποιος θα µπορούσε να αποτελέσει εναλλακτική λύση διακυβέρνησης στην περίπτωση που αύριο είχαµε εκλογές;». ∆υστυχώς, το συγκεκριµένο ερώτηµα µένει µετέωρο ακόµη και στις συζητήσεις µεταξύ των βουλευτών της Ν.∆.
Η εξέλιξη αυτή εκ των πραγµάτων δίνει υπεροχή στον κ. Τσίπρα, αλλά ταυτόχρονα δηµιουργεί και συνθήκες αδιεξόδου στο πολιτικό σύστηµα. Οι δηµοσκόποι επισηµαίνουν το γεγονός ότι «από τα ευρήµατα των σφυγµοµετρήσεων διαµορφώνεται ένα σκηνικό µονοκοµµατικής ∆ηµοκρατίας». Ο ΣΥΡΙΖΑ, που το 2009 εισήλθε µετά µεγάλης δυσκολίας στη Βουλή, σήµερα παρουσιάζεται ως η µόνη αξιόπιστη δύναµη διακυβέρνησης. Επειδή η δοµή της ∆ηµοκρατίας είναι συγκεκριµένη, για να επέλθει ισορροπία, είναι απαραίτητο, για να µην πούµε αναγκαίο, να συντελεστούν άµεσα αλλαγές στα κόµµατα της αντιπολίτευσης.
Η Ν.∆., υπό την ηγεσία του Αντώνη Σαµαρά, δεν έχει καµία πιθανότητα να επικρατήσει του ΣΥΡΙΖΑ, ακόµη και στην περίπτωση που θα έχουµε δυσµενείς εξελίξεις στη διαπραγµάτευση µε τους δανειστές µας. Η Κεντροδεξιά, για να αποκτήσει υπόσταση και δυναµική εξουσίας, οφείλει να αναγεννηθεί. Κανείς δεν έχει προσωπικά µε τον σηµερινό ηγέτη της Κεντροδεξιάς. Απεναντίας, ακόµη και εµείς που του ασκήσαµε εντονότατη κριτική δεν µπορούµε να µην παραδεχτούµε ότι κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες προκειµένου η χώρα να ξεφύγει από τη µέγγενη της χρεοκοπίας. Για όλα αυτά θα υπάρξει αρκετός χρόνος για τους ιστορικούς του µέλλοντος ώστε να αποδώσουν τα εύσηµα. Τώρα προέχει η ανασύνταξη της ελληνικής Κεντροδεξιάς, αν θέλουµε να ξεφύγουµε από τον κίνδυνο εδραίωσης του φαινοµένου της µονοκοµµατικής ∆ηµοκρατίας.
Μετά το δυσµενές για τη Ν.∆. εκλογικό αποτέλεσµα, ο Αντώνης Σαµαράς ζήτησε πίστωση χρόνου από τα στελέχη της Παράταξης, αφού το έκτακτο της περιστάσεως απαιτούσε πάνω απ’ όλα αυτοσυγκράτηση. Η επιθυµία του αρχηγού της ελληνικής Κεντροδεξιάς έγινε απολύτως σεβαστή από τη συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών της Ν.∆.
Από τότε µέχρι και σήµερα έχει κυλήσει αρκετό νερό στ’ αυλάκι. Πλέον, ο κ. Σαµαράς βρίσκεται αντιµέτωπος µε δύο «πραγµατικότητες». Η πρώτη είναι άµεσα συνδεδεµένη µε το σενάριο της συµφωνίας. Στην περίπτωση αυτή, θα έχει παρέλθει το έκτακτο της περιστάσεως, κατά συνέπεια θα είναι µονόδροµος η ανάληψη πρωτοβουλιών που είναι σχεδόν αναγκαίο να οδηγήσουν σε εσωκοµµατικές κάλπες. Για να µη γελιόµαστε, ο Αντώνης Σαµαράς δεν µπορεί να σταθεί, αν δεν ζητήσει επαναβεβαίωση της εντολής που του είχε δοθεί το 2009. Η δεύτερη πραγµατικότητα συνδέεται µε το σενάριο των εκλογών, όπου εκεί η Ν.∆. είναι εγκλωβισµένη, αφού υποχρεωτικά θα οδηγηθεί στις κάλπες µε τον κ. Σαµαρά αρχηγό, άρα θα έχει προκαταβολικά αποδεχτεί την ήττα της. Με βάση τα παραπάνω και για να αρχίσει να χτίζεται µια εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα, η δροµολόγηση εξελίξεων από τον ίδιο τον αρχηγό της Ν.∆. ίσως και να είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ.