Κάποτε, όχι πολύ παλιά, οι κυβερνήσεις στη χώρα μας είχαν σχεδόν απεριόριστο πολιτικό χρόνο. Με την αναρρίχησή τους στην εξουσία τα πάντα κυλούσαν αργά και ήταν σχεδόν όλα προδιαγεγραμμένα. Ο ορίζοντας της τετραετίας ήταν μπροστά τους ορθάνοιχτος, χρήματα υπήρχαν και ο κόσμος ζούσε τη μεταπολιτευτική ευρωστία σε όλο της το μεγαλείο. Από την άλλη, η αντιπολίτευση ασκούσε κριτική για τα πάντα, με μοναδικό στόχο να είναι κάποια στιγμή η επόμενη κυβέρνηση, και κάπως έτσι ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Δεν είναι τυχαίο ότι από το 1974 μέχρι και την έναρξη της κρίσης οι ελληνικές κυβερνήσεις άντεχαν το λιγότερο μία τριετία και συνήθως έπαιρναν και δεύτερη ευκαιρία, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1974 και το 1977, ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981 και το 1985, ο Κώστας Σημίτης το 1996 και το 2000, και ο Κώστας Καραμανλής το 2004 και το 2007.

Η εποχή αυτή, όμως, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Από το 2009 μέχρι σήμερα η Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και, κυρίως, της πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής έχει αλλάξει πέντε πρωθυπουργούς. Ο πολιτικός χρόνος είναι πλέον τόσο συμπυκνωμένος, που αυτό που σήμερα θεωρούμε δυνατό και ακμαίο, αύριο παραπαίει. Στο γεγονός αυτό πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η ελληνική κοινωνία, που, παρά τις επίμονες προσπάθειες τόσο του πολιτικού όσο και του μιντιακού κατεστημένου, δεν μπόρεσε ποτέ να χωνέψει ούτε τα μνημόνια ούτε, κυρίως, τις ακραίες -τις περισσότερες φορές- πιέσεις των δανειστών, αλλά και το γεγονός ότι η χώρα μας -δικαίως ή αδίκως- βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, σαν το «μαύρο πρόβατο» της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Από αυτόν τον κανόνα δεν μπορεί να ξεφύγει, είτε το γνωρίζει είτε όχι, ούτε η συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝ.ΕΛ., που ήδη δύο μήνες μετά την επανεκλογή της στην εξουσία μοιάζει κουρασμένη.

Η συγκυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα και του Πάνου Καμμένου έχει διαμορφώσει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα την εικόνα μιας γερασμένης ομάδας, που λειτουργεί μπαλώνοντας τις αδυναμίες της και όχι λύνοντας προβλήματα. Και σε αυτή την εξίσωση δεν έχει προστεθεί ακόμα το μνημόνιο στο σύνολό του, αλλά μόνο κάποια μικρά κομμάτια του, που απλώς αποτελούν την πρόγευση για το κυρίως μενού. Αυτό που ονομάζουμε «κυβερνητική φθορά» και εμφανίζεται την τελευταία εξαετία πολύ πιο γρήγορα από τον συνηθισμένο χρόνο έχει κάνει ήδη την εμφάνισή του στην κυβέρνηση. Και επειδή η εξουσία είναι ύπουλο πράγμα και ζαλίζει, αυτή η φθορά έρχεται συνήθως ξαφνικά και αθόρυβα, χωρίς να προειδοποιεί κανέναν.

Το τελευταίο διάστημα η εικόνα του Ελληνα πρωθυπουργού να επιχειρεί να διαχειριστεί τα πάντα επικοινωνιακά, κρατώντας ανέπαφο το προφίλ του, στέλνει μηνύματα για το τι θα ακολουθήσει. Η επικοινωνία δεν έχει σώσει καμία κυβέρνηση των τελευταίων ετών και δεν θα σώσει ούτε αυτή, όταν έρθουν οι πρώτες πραγματικές δυσκολίες και ο κόσμος δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες, μεγάλες και άδικες, όπως ομολογούν όλοι, απαιτήσεις.

Η νυν κυβέρνηση έχει ακόμα ένα μεγάλο μειονέκτημα, που στην παρούσα φάση μπορεί να μη γίνεται πλήρως αντιληπτό, αλλά δεν είναι καθόλου αμελητέο. Προκαλεί ουκ ολίγες φορές το πατριωτικό αίσθημα των Ελλήνων, που είναι πολύ βαθιά ριζωμένο και ανέπαφο στον χρόνο. Οι πρόσφατες δηλώσεις του κυρίου Φίλη για τη γενοκτονία των Ποντίων προκάλεσαν την πρώτη οργανωμένη αντίδραση εναντίον της κυβέρνησης. Αντίδραση που ανάγκασε το Μαξίμου να πάρει αποστάσεις από το κορυφαίο στέλεχός του, φοβούμενο το πολιτικό κόστος. Οι ιδεοληψίες στα συγκεκριμένα θέματα από ένα μεγάλο κομμάτι της σημερινής κυβέρνησης ίσως στο μέλλον να αποτελέσουν τη θρυαλλίδα που θα έχει ως αποτέλεσμα μια σειρά πολιτικών εξελίξεων. Αυτό φάνηκε και από την επίμονη και συντονισμένη αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο συγκεκριμένο θέμα, που εκφράστηκε και διά στόματος του Β. Μεϊμαράκη, ο οποίος είπε: «Θα σύρουμε τον Τσίπρα στη Βουλή για τα εθνικά θέματα».

Είναι βέβαιο πως πρόκειται για ένα σημείο αντιπαράθεσης ευνοϊκό για την Κεντροδεξιά, που όμως και αυτό κατάφερε να το χάσει τα τελευταία χρόνια, όταν οι μεν ταυτίστηκαν με τους δανειστές, οι δε με τα συμφέροντα του λαού, κάτι που στην πράξη φάνηκε πως δεν ίσχυε. Το αμέσως επόμενο διάστημα οι πολιτικές εξελίξεις θα είναι έντονες και οι δυσκολίες σε οικονομικό επίπεδο μεγάλες. Σε αυτό το πλαίσιο η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι προσηλωμένη στον στόχο της, να σώσει την αξιοπρέπεια και το επίπεδο διαβίωσης του λαού. Αν δείξει ανήμπορη να το καταφέρει, η αποστολή της θα τελειώσει πολύ νωρίτερα από το αναμενόμενο. Και τότε το μπαλάκι θα πέσει στην αξιωματική αντιπολίτευση, που θα πρέπει να είναι έτοιμη, κάτι που τώρα μοιάζει με όνειρο θερινής νυκτός. Και αυτό είναι που δημιουργεί μεγάλη ανησυχία για το μέλλον της χώρας…