Μόνο θλιβερή μπορεί να χαρακτηριστεί η εικόνα που παρουσίασε η Βουλή την Τρίτη, οπότε διεξήχθη η πολυαναμενόμενη πρώτη μάχη μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Θα αντιπαρέλθω άρον-άρον τη διθυραμβική αντιμετώπιση των δύο μονομάχων από τα κομματικά ακροατήριά τους, με χαρακτηρισμούς του τύπου «Ο Κυριάκος σάρωσε» και «Ο Αλέξης ήταν ο νικητής», μαζί με τη -γηπεδικής απόχρωσης- συνθηματολογία, όπως «Ερχόμαστε, κρυφτείτε» από την μία και «Θα κυβερνάμε για πολλά χρόνια» από την άλλη. Αυτού του είδους τα κοινά πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν. Το καλό βέβαια είναι ότι συρρικνώνονται διαρκώς, μπροστά στη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών που έχει αρχίσει και αντιλαμβάνεται ότι το παγόβουνο δεν το βλέπουμε, αλλά έχουμε πέσει πάνω του.

Θα πάω, λοιπόν, κατευθείαν στην ουσία του θέματος. Ο ελληνικός λαός βλέπει ήδη -ανίκανος σε μεγάλο βαθμό να αντιδράσει- πως από τον πρώτο μήνα του 2016 ζούμε σε επανάληψη το 2015. Το είχα επισημάνει στα τέλη του προηγούμενου έτους: «Η Ελλάδα δεν θα αντέξει δεύτερο 2015. Θα σκάσει στο έδαφος με πολύ άσχημο τρόπο». Και οι χειρότεροι φόβοι έχουν κάνει την εμφάνισή τους με το «καλημέρα» του νέου έτους.

Η πλήρης απραξία από την κυβέρνηση συνεχίζεται και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια όχι στο ατύχημα, αλλά στην τραγωδία. Οι δανειστές ήδη έχουν αρχίσει να δείχνουν ξανά τις προθέσεις τους και να είναι «καβάλα στο άλογο» πιο πολύ από ποτέ, ως οι απόλυτοι ρυθμιστές των εσωτερικών θεμάτων μας. Η τύχη της χώρας είναι πλήρως εξαρτημένη από εκείνους. Τα περιθώρια ελιγμών έχουν περιοριστεί και τα ταμεία είναι άδεια, όπως αποκάλυψε ο ίδιος ο πρωθυπουργός με τη φράση του «Θα αδυνατούμε να πληρώσουμε τις συντάξεις». Κι όμως ο κ. Τσίπρας έδειξε και πάλι πως τον ενδιαφέρει μόνο η διαχείριση. Να ταμπουρωθεί πίσω από τον «στρατό» που έχει φτιάξει και να ελέγξει ένα κομματικό κράτος, για να καταφέρει στο τέλος να σωθεί ο ίδιος. Ο κ. Τσίπρας έναν χρόνο μετά εξακολουθεί να μην είναι πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων, αλλά πρωθυπουργός μονάχα της παρέας του.

Τα επικοινωνιακά τρικ και οι ατάκες θα είχαν αξία αν ήμασταν σε κάποια άλλη δεκαετία, κατά την οποία τα ταμεία θα ήταν γεμάτα και η χώρα θα είχε κάποια προοπτική. Η Ελλάδα, όμως, είναι πλέον με το ένα πόδι έξω από τη Συνθήκη Σένγκεν, αντιμετωπίζει βαρύ δημοσιονομικό πρόβλημα και βρίσκεται ανάμεσα στις Συμπληγάδες Πέτρες που μπορεί να τη συνθλίψουν: Μια αυτιστική Ευρώπη, που ζητά επίμονα μόνο μέτρα, και κοινωνικές ομάδες στο εσωτερικό της χώρας που αναζητούν συνεχώς τη χαμένη τους ευημερία. Ο συνδυασμός είναι εκρηκτικός και πολύ ανησυχητικός. Η Ελλάδα βαδίζει σε πλήρες αδιέξοδο και συνολικά το πολιτικό σύστημα κλείνει τα μάτια και τα αυτιά, εγκλωβισμένο στον πολιτικό εγωισμό του. Το καράβι, όμως, βουλιάζει και η Ελλάδα είτε θα χρειαστεί νέο πρόγραμμα είτε θα οδηγηθεί στην πλήρη βαλκανοποίησή της. Στο πλαίσιο αυτό, αναζητείται το πολιτικό προσωπικό που θα είναι «όλων των Ελλήνων» και όχι του κόμματός του. Υπάρχει τέτοιο; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί.