Η πρόσθεση του Μητσοτάκη μπορεί να εξελιχθεί σε… αφαίρεση
<p>Στην πολιτική ένα συν ένα δεν κάνει πάντα... δύο</p>
Μια παγίδα στην οποία πέφτουν πολύ εύκολα οι πολιτικοί, ακόμα και σήμερα, που οι κοινωνικές δομές είναι πιο ρευστές από ποτέ, είναι ότι θεωρούν πως η κοινωνία ελέγχεται από «ομαδάρχες» και ο εκάστοτε -πολλές φορές αυτόκλητος- επικεφαλής μιας κίνησης μπορεί να είναι και ο άνθρωπος-κλειδί για την αύξηση της κοινωνικής επιρροής της. Αυτό, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Οι μεγάλες και πλατιές συμμαχίες δεν χτίζονται πλέον στην πυραμίδα από πάνω προς τα κάτω, αλλά αντίστροφα. Αν ο πολιτικός δεν καταφέρει να εμπνεύσει την κοινωνική βάση, τότε οποιοσδήποτε άλλος που είναι πιο πάνω στην πυραμίδα δεν θα το κάνει για λογαριασμό του. Εκεί το παιχνίδι θα έχει χαθεί οριστικά και ο πολιτικός, εγκλωβισμένος σε μια εικονική πραγματικότητα, θα θεωρεί πως αυξάνει την επιρροή του, χωρίς όμως να είναι σε θέση να αντιληφθεί τι γίνεται στη βάση της πυραμίδας.
Η φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη στην τελευταία κοινοβουλευτική του ομιλία πως «Με το εμείς δεν αναφέρομαι μόνο στη σημερινή Ν.Δ., αναφέρομαι σε όλες τις δυνάμεις του τόπου. Το μεταρρυθμιστικό μέτωπο είναι σήμερα πλειοψηφικό και θα εκφραστεί πολιτικά μέσα από τη Ν.Δ.» μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση. Αν με αυτή τη φράση εννοούσε ότι θέλει στη Νέα Δημοκρατία τους ανθρώπους που δουλεύουν για να χτίσουν τη ζωή τους, που επιμένουν να επενδύουν ακόμα στην πατρίδα μας και δεν έχουν ρίξει μαύρη πέτρα, στη γενιά που έχει αδικηθεί και δεν θέλει να ακούσει άλλα ψέματα και άλλες υποσχέσεις από πολιτικούς, τότε πολύ σωστά το είπε.
Αν, όμως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εννοούσε στελέχη και πολιτικούς που δεν κατάφεραν κάτι στην πολιτική τους διαδρομή, όπως ο Θόδωρος Σκυλακάκης, ή τα απόνερα του παλιού ΠΑΣΟΚ, που τους γύρισε η κοινωνία την πλάτη, όπως ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ή η Αννα Διαμαντοπούλου, ακόμα και ο πρώην πρόεδρος του κόμματος, Ευάγγελος Βενιζέλος, τότε ο αρχηγός της Κεντροδεξιάς δεν έχει πιάσει τα μηνύματα των καιρών. Το «φλερτ» που φημολογείται πως έχει τελευταία με τέτοια στελέχη, απαξιωμένα από την κοινωνία και χωρίς κανένα πλέον εκτόπισμα, πρέπει να το σταματήσει πριν του κάνει ζημιά, εντός και εκτός Ν.Δ. Τέτοιου είδους πολιτικά «προϊόντα» δεν έχουν πλέον μετοχές και, αν ποντάρεις σε αυτά, μπορεί να χάσεις και τη δική σου αξία. Είναι βέβαιο πως έχουν ολοκληρώσει την πολιτική τους διαδρομή και δεν έχουν να προσφέρουν απολύτως τίποτα στην Κεντροδεξιά, που το αμέσως επόμενο διάστημα πρέπει να δώσει μια μάχη με την ίδια την κοινωνία. Να την εμπνεύσει ξανά και να της δώσει όραμα.
Η λογική των υψηλών συμμαχιών, που θα φέρουν εντέλει στο πλευρό της Ν.Δ. και τον κόσμο, δοκιμάστηκε και πέρυσι το καλοκαίρι, όταν στο δημοψήφισμα όλοι οι πρώην πρωθυπουργοί, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Κώστας Σημίτης, ο Κώστας Καραμανλής και ο Γιώργος Παπανδρέου, συντάχθηκαν με το «ναι» και το 60% του ελληνικού λαού ψήφισε «όχι». Και εδώ δεν μιλάμε για απλά στελέχη, αλλά για τέσσερις πρώην πρωθυπουργούς, που τα ποσοστά με τα οποία είχαν εκλεγεί προκαλούν ίλιγγο, καθώς άπαντες είχαν ξεπεράσει το όριο του 40%. Κι όμως, ο Αλέξης Τσίπρας είχε κάτι που δεν το είχαν και οι τέσσερις μαζί. Την ευρεία μάζα στο πλευρό του, που είχε πιστέψει τότε αυτό που πρέσβευε.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός στις όποιες προσθήκες κάνει στο άμεσο μέλλον, γιατί η πολιτική του μάχη με τον Αλέξη Τσίπρα προβλέπεται μακρά και σκληρή. Δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα των στελεχών που πουλάνε καλά τον εαυτό τους, γιατί μόνο αυτόν έχουν για να ικανοποιήσουν τη μεγαλύτερη ματαιοδοξία ενός πολιτικού: το αίσθημα της επιστροφής. Το αντίθετο, μάλιστα, θα μπορούσε να πει κανείς. Tέτοιες προσθήκες είναι πολύ πιθανόν να έχουν ως αποτέλεσμα την αφαίρεση στην τελική πράξη, δίνοντας μια καλή πάσα στον Αλέξη Τσίπρα να μιλήσει ξανά για «νέο» και «παλιό» και για μια μάχη που δεν έχει ακόμα τελειώσει. Γιατί η πολιτική δεν είναι απλώς μαθηματικά. Εχει να κάνει με ανθρώπους, με συναίσθημα, με εικόνα και με επικοινωνία. Και σε αυτά το 1 και 1 σχεδόν ποτέ δεν κάνει δύο…