Ας ξεκινήσουμε με μία παραδοχή, ακόμα και αν αυτή δεν είναι ευχάριστη. Η εικόνα της Κεντροδεξιάς εξακολουθεί να είναι θολή σε πολλά επίπεδα. Παρά τις καλές προσπάθειες του προέδρου Μητσοτάκη, δεν έχει καταστεί ακόμα εφικτό η κεντροδεξιά παράταξη να εκπέμψει ένα μήνυμα ενότητας και συμπαγούς κόμματος, κάτι που φάνηκε και από την αποτυχημένη κίνηση στην τελευταία κοινοβουλευτική μάχη, όταν η αξιωματική αντιπολίτευση αποχώρησε από μία συζήτηση «εύκολη» που θα μπορούσε να χτυπήσει την κυβέρνηση και να αναδείξει τις παλινωδίες της. Η Νέα Δημοκρατία κατάφερε έτσι να χάσει σε ένα «ματς», το οποίο έπρεπε να είχε κερδίσει από τα αποδυτήρια.

Ο λόγος δεν είναι άλλος από την έλλειψη συνεκτικότητας στο εσωτερικό της. Η Ν.Δ. δίνει την εικόνα ότι δεν εκπροσωπεί πλέον το σύνολο της Κεντροδεξιάς αλλά ένα μόνο κομμάτι της. Το πρόβλημα αυτό έχει λύση, που είναι στη διακριτική ευχέρεια και στη βούληση του προέδρου της να τη δώσει. Αυτή δεν είναι άλλη από το να καλέσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη και να πορευτούν μαζί.

Οχι τυπικά, αλλά ουσιαστικά. Αυτό δεν σημαίνει να του προτείνει κάποια θέση, την οποία έτσι και αλλιώς είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα δεχόταν ο πολύπειρος Βαγγέλης, αλλά μια ειλικρινή και σε βάθος συνεργασία που θα συμπληρώσει το παζλ της Κεντροδεξιάς και θα της δώσει ένα πιο λαϊκό έρεισμα, που αυτή τη στιγμή της λείπει. Η Ν.Δ. πρέπει να πορευτεί, ενόψει ενός πολιτικά καυτού χειμώνα, με ψυχική ενότητα η οποία δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή και η ηττημένη πλευρά των εσωκομματικών εκλογών του Ιανουαρίου μπορεί να βοηθήσει στο να δημιουργηθεί. Το πόσο σημαντικό είναι αυτό μπορεί να το καταλάβει κάποιος, διαβάζοντας απλώς την ιστορία της Μεταπολίτευσης. Εκεί θα δει πως η Ν.Δ. ήταν καταδικασμένη πάντα να βλέπει την πλάτη του ΠΑΣΟΚ γιατί είχε εσωτερικές έριδες.

Οποτε ενώθηκε επί της ουσίας, κυβέρνησε. Χαρακτηριστική, άλλωστε, η περίπτωση των Καραμανλή και Σουφλιά. Ο πρώην πρωθυπουργός, απαλλαγμένος από συμπλέγματα, κάλεσε πίσω στη Ν.Δ., με τη γνωστή φράση «Γιώργο, καλώς ήρθες σπίτι σου», το κορυφαίο στέλεχος του κόμματος και η Κεντροδεξιά με ψυχική ενότητα πορεύτηκε μέχρι τις εκλογές του 2004, τις οποίες και κέρδισε. Οι εποχές σαφώς έχουν αλλάξει, αλλά η συνταγή έχει πάντα κοινά συστατικά και σίγουρα η Ν.Δ. χρειάζεται μια τέτοια κίνηση. Είναι, λοιπόν, στο χέρι του Κυριάκου να το κάνει.

Η δουλειά, άλλωστε, του αρχηγού αυτή είναι. Να μπορεί να συνθέσει και όχι να διχάσει. Να λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός και ως εγγυητής της ενότητας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει να χάσει κάτι από τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, αφού η μάχη της αρχηγίας τελείωσε τον Ιανουάριο. Δεν είναι πλέον αντίπαλός του. Αντιθέτως, μπορεί να γίνει σύμμαχός του και μάλιστα πολύ καλύτερος από το εκσυγχρονιστικό μπλοκ στο οποίο πάει να ψαρέψει στελέχη φθαρμένα και ξένα με την Κεντροδεξιά. Ο πρόεδρος της Ν.Δ. μόνο να κερδίσει μπορεί από μία τέτοια σύμπραξη. Αρκεί να γίνει με ειλικρίνεια και όχι κατ’ επίφαση.

Η κίνηση αυτή, όμως, θα προσδώσει και επιπλέον κύρος στον πρόεδρο της Ν.Δ., αφού έτσι θα δείξει ότι αισθάνεται απόλυτα κυρίαρχος του παιχνιδιού και δεν επιδιώκει να συμπιέσει τον εσωκομματικό του αντίπαλο, σαν να αποτελεί κάποιον κίνδυνο. Οι πραγματικοί ηγέτες χτίζονται μέσα από τη σύνθεση και τις ευρείες συμμαχίες και όχι μέσα από τους αποκλεισμούς και τα κοψίματα. Αυτό αν έχει κατά νου ο ηγέτης της Κεντροδεξιάς, τότε πολύ σύντομα θα κάνει δημόσιο κάλεσμα στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Και μαζί θα του πετάξει το μπαλάκι ώστε να αναλάβει εκείνος την ευθύνη που του αναλογεί, όπως προέκυψε από το μεγάλο ποσοστό που του έδωσαν οι νεοδημοκράτες στις εσωκομματικές εκλογές.