Όλες οι δημοσκοπήσεις ανεξαιρέτως δείχνουν τη Ν.Δ. πρώτο κόμμα, αποτυπώνοντας έστω τη στιγμιαία τάση του εκλογικού σώματος και δημιουργώντας τις προσδοκίες πως η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση θα είναι η αυριανή κυβέρνηση. Φτάνουν όμως οι δημοσκοπήσεις; Η απάντηση είναι αρνητική. Ούτε οι δημοσκοπήσεις φτάνουν και πολύ περισσότερο ούτε η πρωτιά στις εκλογές. Με τα σημερινά δεδομένα και όπως έχει διαμορφωθεί το πολιτικό status quo στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια της κρίσης, κανένα πολιτικό κόμμα δεν είναι σε θέση να κερδίσει την αυτοδυναμία.

Ούτε καν ο ΣΥΡΙΖΑ των πρώτων εκλογών του 2015, όταν το σκίσιμο των μνημονίων ήταν ακόμα κάτι που φάνταζε εφικτό. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η Ν.Δ. παράλληλα με την αντιπολιτευτική της τακτική και τη στρατηγική με την οποία θα επιτύχει τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση, πρέπει να αρχίσει να «διαβάζει» περισσότερο και πιο αναλυτικά και το ευρύτερο πολιτικό κάδρο και να αναζητήσει πολιτικές συμμαχίες που ίσως αύριο θα εξελιχθούν και σε κυβερνητικές. Αυτή τη στιγμή αυτή η προοπτική δεν φαίνεται να υπάρχει στον ορίζοντα για τη Ν.Δ., σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, που παρά το γεγονός ότι είναι ήδη κυβέρνηση, έχει ξεκινήσει με προσωπικές κινήσεις από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα να δημιουργεί συνθήκες συναινέσεων και μελλοντικών συμμαχιών. Η Ν.Δ. από την άλλη φαίνεται πως είναι εγκλωβισμένη σε έναν χώρο που έχει συγκεκριμένο ταβάνι και αυτοαποκαλείται «μεταρρυθμιστικός».

Το μόνο μέχρι τώρα «άνοιγμα» του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι προς αυτή την κατεύθυνση και μάλιστα σε πρόσωπα και όχι σε κόμματα. Η Ν.Δ. όμως δεν έχει ανάγκη να εντάξει νέα πρόσωπα στις τάξεις της, ιδιαίτερα αν αυτά είναι αμφιλεγόμενα και δημιουργούν αντισυσπειρώσεις, αλλά να γίνει θεσμικός συνομιλητής με άλλα κόμματα με τα οποία μπορεί να βρεθεί το minimum της συνεννόησης για πιθανές μελλοντικές συμμαχίες. Αυτά είναι τα κόμματα του Κέντρου. Ο πρόεδρος της Κεντροδεξιάς δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αφήσει τον χώρο στον Αλέξη Τσίπρα να παίξει το παιχνίδι του και να μιλάει για ενότητα και συναινέσεις όπως κάνει τελευταία, επιχειρώντας φυσικά να στρώσει το έδαφος για μελλοντικές συνεργασίες και να εμφανιστεί ως ενωτικός.

Η Ν.Δ. πρέπει να προλάβει τις εξελίξεις και να μη χαρίσει έναν τέτοιο ρόλο στην κυβέρνηση, από τη στιγμή μάλιστα που πέρυσι το καλοκαίρι απέδειξε στην πράξη ποιο κόμμα μπορεί να λειτουργήσει ενωτικά για το καλό της πατρίδας, όταν στήριξε την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού. Αυτό για να μπορέσει να γίνει εφικτό η Κεντροδεξιά θα πρέπει να εντάξει στον δημόσιο λόγο της και μία διαφορετική ρητορική κουλτούρα, που θα «πιάνει» έναν άλλο κόσμο, έξω από το μεταρρυθμιστικό Κέντρο, που θα τη φέρει πιο κοντά σε κόμματα και πρόσωπα που «φοβούνται» να συνεργαστούν με τη «Δεξιά». Το διαχρονικό πρόβλημα, άλλωστε, της παράταξης ήταν το στίγμα για έλλειψη κοινωνικού προσήμου στην πολιτική της.

Οποτε αυτό το απέβαλλε, κατάφερνε να δημιουργήσει συμμαχίες. Η Ν.Δ. πρέπει να σταματήσει να «φοβίζει» τα κόμματα με αναφορές στο Κέντρο και την Κεντροαριστερά και να αποκτήσει διαύλους επικοινωνίας με άλλους πολιτικούς χώρους. Το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να αποτελέσει από μόνο του στρατηγικό σύμμαχο για τη «γαλάζια» παράταξη γιατί, πρώτον, η πρόεδρός του φαίνεται να παίρνει όλο και περισσότερες αποστάσεις από τη Ν.Δ. και τον Κυριάκο Μητσοτάκη και, δεύτερον, μία νέα μελλοντική συμμαχία Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ θα ξυπνήσει μνήμες από τη συμμαχία Σαμαρά-Βενιζέλου και θα αποδομηθεί πολύ εύκολα από την πάντα έξυπνη ρητορική του Αλέξη Τσίπρα.

Το διαφαινόμενο αδιέξοδο της Ν.Δ. στην περίπτωση που αναζητήσει κυβερνητικές συμμαχίες, μπορεί να ξεπεραστεί. Αλλά όχι τελευταία στιγμή, γιατί θα είναι αργά. Πρέπει άμεσα να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να πλησιάσει αλλά και να την πλησιάσουν άλλοι πολιτικοί σχηματισμοί. Η συγκεκριμένη στρατηγική δεν είναι δείγμα αδυναμίας, αλλά πολιτικός ελιγμός με στόχο να φύγει ο Αλέξης Τσίπρας από την εξουσία.