Η Ν.Δ. οφείλει να συνομιλεί με τη Μέρκελ και τον Σόιμπλε
Το μεγάλο πλεονέκτημα της κεντροδεξιάς και τα χαμένα διλήμματα της Αριστεράς
Αρκετά γράφτηκαν και ακόμη περισσότερα ειπώθηκαν σχετικά με την απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να ψηφίσει «παρών» στον χριστουγεννιάτικο «μποναμά» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Ο φόβος που υπήρχε από την πρώτη στιγμή στο εσωτερικό της Ν.Δ. είχε να κάνει με το γεγονός ότι, εφόσον η επιλογή δεν θα ήταν το «ναι», εκ των πραγμάτων θα δινόταν στον κ. Τσίπρα το επιχείρημα να κατηγορήσει την αξιωματική αντιπολίτευση ότι είναι προσδεμένη στο άρμα των Ευρωπαίων δανειστών.
Αυτό που έγινε τελικώς δηλαδή. Ο ΣΥΡΙΖΑ, διά του επαναστάτη υφυπουργού Πολάκη, που πριν από δύο χρόνια θα έσκιζε τα Μνημόνια, βγήκε και κατηγόρησε τη Ν.Δ. πως απηχεί τις απόψεις του κ. Σόιμπλε. Κατά τη διάρκεια της διήμερης περιοδείας του στην Κρήτη και ο κ. Τσίπρας επένδυσε στο «παρών» του Κυριάκου, θέλοντας να περάσει τους Κρητικούς απέναντι στην απόφαση του αρχηγού της Ν.Δ.
Ο βασικός στόχος για τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν να καταδείξει ότι ο κ. Μητσοτάκης απηχεί τις απόψεις των ξένων. Η συγκεκριμένη κατηγορία, κατά την άποψή μου, αποτελεί -διαχρονικά- και το μεγάλο πλεονέκτημα για την ελληνική Κεντροδεξιά, που είναι η παράταξη που έκανε τη σημαντικότερη επιλογή, η οποία δεν ήταν άλλη από την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Οταν, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έβαζε την Ελλάδα στο κλαμπ των ισχυρών της Ευρώπης, η ελληνική τότε Κεντροαριστερά, που εκπροσωπούνταν από τον Ανδρέα Παπανδρέου, κυκλοφορούσε με πανομοιότυπα συνθήματα με αυτά που ακούμε σήμερα από τον Αλέξη Τσίπρα για τους «κακούς» Γερμανούς και το «άθλιο» ΔΝΤ. «ΕΟΚ, ο λάκκος των λεόντων», «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», «Εξω από το ΝΑΤΟ», «Εξω από την ΕΟΚ». Και τότε, όπως και σήμερα, είχε επικρατήσει ο λαϊκισμός. Ωστόσο, και τότε, όπως και σήμερα, υπήρχε μια παράταξη που είχε αποφύγει να υψώσει τις ευκαιριακές σημαίες, οι οποίες, όπως αποδείχθηκε στο πέρασμα του χρόνου, οδηγούν στην πολιτική εξαφάνιση όσους επί χρόνια τις κρατούν ψηλά εμπαίζοντας τους πολίτες.
Το «παρών» -και γιατί όχι και το «όχι»;- αποτελεί στάση ευθύνης για την ελληνική Κεντροδεξιά, που ποτέ δεν έκρυψε ότι είναι η παράταξη που έχει σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Προσωπικά, προτιμώ ο αρχηγός της Ν.Δ., Κυριάκος Μητσοτάκης, να συνομιλεί με τη Γερμανίδα καγκελάριο Μέρκελ, παρά με τον Τσάβες και τον Μαδούρο. Αυτό που δείχνουν να μην έχουν καταλάβει ακόμη και τα κοινοβουλευτικά στελέχη της συντηρητικής παράταξης είναι ότι το συντριπτικό πλεονέκτημά τους έχει να κάνει με το γεγονός ότι ήταν και παραμένουν οι προνομιακοί συνομιλητές των ισχυρών της Ευρώπης.
Από κει και πέρα, και στην ουσία της πολιτικής απόφασης που έλαβε η Ν.Δ., για να απολαμβάνει τα όποια προνόμια ο συνταξιούχος πατέρας μου, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει και αυτός που θα παράγει (σ.σ. εν προκειμένω εγώ ή ο διπλανός μου). Γιατί καλές είναι οι 13ες και 14ες συντάξεις, τα επιδόματα αλληλεγγύης και δεν ξέρω τι άλλο οραματίζονται να προσφέρουν στους -χρεοκοπημένους- πολίτες οι κυβερνώντες, αλλά, αν δεν υπάρχει παραγωγή, αν οι επιχειρήσεις δεν λειτουργούν, αν οι πολίτες δεν αποδίδουν φόρους, σε λίγο ακόμη και ο πρώτος μήνας, όχι ο 13ος, θα φαντάζει πολυτέλεια. Ορθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης προέβαλε το «παρών».
Η χώρα, άλλωστε, έχει χορτάσει από πολιτικούς που κουβαλούν στην πραμάτεια τους λαϊκισμό και μόνο. Η σημερινή Ελλάδα χρειάζεται πολιτικούς που θα είναι προσγειωμένοι στον πολιτικό ρεαλισμό και θα αδιαφορούν για το πρόσκαιρο πολιτικό κόστος. Κυρίως, όμως, αυτή η δύσμοιρη χώρα χρειάζεται να απενοχοποιηθεί από τις διαχρονικές ιδεοληψίες των Πολάκηδων, που θεωρούν ως ταξικούς εχθρούς χώρες και πολιτικούς που διαχρονικά δάνειζαν και στήριζαν την Ελλάδα. Γιατί, ας μην έχουμε αυταπάτες. Αν δεν υπήρχαν η Μέρκελ και ο Σόιμπλε να μας δίνουν δανεικά, δύσκολα θα έκαναν καριέρα στον λαϊκισμό κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ.