Οι δανειστές τιμωρούν τον «λαϊκισμό» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ
Το ακριβό τίμημα μιας επιπόλαιας κυβερνητικής επιλογής
H ιστορία του λαϊκισµού στην Ευρώπη και στην Ελλάδα είναι µακρά, αλλά µεταξύ τους υπάρχει µια σηµαντική ειδοποιός διαφορά: Παρόλο που στην Ευρώπη οι λαϊκιστές είναι δακτυλοδεικτούµενοι και αποδοκιµάζονται, όπως έδειξαν οι εκλογές σε Ολλανδία και Γαλλία, στην Ελλάδα κυβερνούν και απολαµβάνουν ακόµη και σήµερα προνόµια. Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του συνεχίζουν να λένε άλλα στο εξωτερικό, άλλα στο εσωτερικό και στο τέλος να κάνουν τα ακριβώς αντίθετα και από τα δύο παραπάνω. Απίστευτο κι όµως πραγµατικό. Και πολύ ελληνικό. Ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας συνεχίζει συνειδητά να λέει ψέµατα στους πολίτες για το χρέος, για την ανάπτυξη, για τους ξένους που θέλουν το κακό µας και έχουν παράλογες απαιτήσεις. Για την περήφανη στάση της ελληνικής κυβέρνησης και για τις περίφηµες κόκκινες γραµµές, που πάντα ποδοπατούνται.
∆υστυχώς, όµως, όσα λέει ο Ελληνας πρωθυπουργός είναι αποκλειστικά για εσωτερική κατανάλωση, αφού κανένας από τους εκτός συνόρων συνοµιλητές του δεν τον λαµβάνει σοβαρά υπόψη. Τρανό παράδειγµα η ιστορία µε την αποµείωση του χρέους και τη λήψη µέτρων. Στην αρχή έκανε λόγο για συµφωνία-πακέτο χρέους µέτρων, µε αυστηρό ύφος. ∆εν την πήρε. Μετά προσφέρθηκε να νοµοθετήσει µέτρα για τα επόµενα δύο χρόνια, ώστε να πάρει δέσµευση για το χρέος. Ψηφίστηκαν τα µέτρα και για το χρέος δεν αποφασίστηκε τίποτα. Πλέον έχει φτάσει στο σηµείο να παρακαλάει έστω για µία απλή αναφορά για το χρέος. Θολό και αυτό, αφού ο βασικός σύµµαχος για την αποµείωσή του, το ∆ΝΤ, παίρνει αποστάσεις και κινείται πιο κοντά στις απαιτήσεις του Βερολίνου.
Είναι το ίδιο ∆ΝΤ το οποίο η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός έχουν κατηγορήσει πολλές φορές χρησιµοποιώντας σκληρές εκφράσεις. Μετά όµως ζήτησαν τη βοήθειά του για να «νικήσουν» το κακό Βερολίνο. Τους Γερµανούς, πάνω στους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ δόµησε ολόκληρη την πολιτική του ύπαρξη, µε τα συνθήµατα και τις επιθετικές εκφράσεις. Και αυτό το πέρα δώθε φιλίας έχθρας στο τρίγωνο Αθήνα-Βερολίνο-Ουάσινγκτον συνεχίζεται ακόµα µε έναν σηµαντικό αστερίσκο: Ολοι όσους έχουν κατηγορήσει ο Αλ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του βρίσκονται στην απέναντι όχθη από αυτή. ∆εν αργεί η στιγµή που κάποιος από τους υπουργούς θα εξαπολύσει επίθεση και στον Εµ. Μακρόν, όταν δει ότι δεν ταυτίζεται µε τις ελληνικές επιδιώξεις. Ακόµα ένας Ευρωπαίος που θα έχει βρεθεί στο στόχαστρο της κυβέρνησης, όπως βρέθηκε ο Φρ. Ολάντ µε το αλησµόνητο «Ολαντρέου», πριν βέβαια του ζητήσουν οι ίδιοι που τον γελοιοποιούσαν βοήθεια για να τους γλυτώσει από τους «κακούς Γερµανούς».
Ολα αυτά όχι επειδή είναι οι κακοί της υπόθεσης και θέλουν την καταστροφή του ελληνικού έθνους και τον αφανισµό του γένους µας, όπως αρέσκονται να υποστηρίζουν οι παντός είδους συνωµοσιολόγοι, αλλά επειδή υπερασπίζονται τα συµφέροντά τους απέναντι σε έναν πολιτικό που αποδεδειγµένα δεν τηρεί τον λόγο του και προσπαθεί µονίµως να στήνει παγίδες. Αυτή τη φορά όµως έπεσε ο ίδιος στην παγίδα που προσπάθησε να στήσει, όπως πριν από δύο χρόνια. Οι εταίροι πλέον τον έχουν πάρει χαµπάρι και απλώς τον αφήνουν να λέει ό,τι θέλει, από τη στιγµή που δεν µπορεί να κάνει τίποτα.
Ο λαϊκισµός όµως στην Ευρώπη δεν µετράει και κυρίως δεν περνάει. Είναι όπως ακριβώς το είπε ο ίδιος ο πρωθυπουργός σε πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή, προσπαθώντας να εξαπολύσει ακόµα µία φορά κατηγορίες, όχι στους κακούς ξένους, αλλά στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
«Παραδοχή πολιτικού και επικοινωνιακού αδιεξόδου; Γκάφα ολκής; Τζάµπα µαγκιά; Ή απλά όλα αυτά µαζί;» έλεγε ο πρωθυπουργός από το βήµα της Βουλής και, αν απευθυνόταν σε καθρέφτη, η απάντηση θα ήταν: «Ολα µαζί». Γιατί όποτε τα συνθήµατα και η ρητορική του «φταίνε οι άλλοι» επικράτησαν, η πολιτική έχασε κατά κράτος. Το ζήτηµα όµως είναι πόσο ακόµα θα ακούει ο ελληνικός λαός τον πρωθυπουργό να επαναλαµβάνει τα ίδια και τα ίδια, ειδικά από τη στιγµή που το µοναδικό θύµα του λαϊκισµού και του καιροσκοπισµού είναι ο ίδιος.