Το επικείµενο Συνέδριο της Ν.∆. αποτελεί κατά κοινή παραδοχή µια τεράστια πρόκληση για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος, ανεξάρτητα από τα όσα έχουν συµβεί κατά το παρελθόν, οφείλει να αποδείξει ότι µπορεί να ξανακάνει µεγάλη τη Φιλελεύθερη Παράταξη. Στο πλαίσιο αυτό, οφείλει να αθροίσει δυνάµεις, εντός και εκτός κόµµατος, κοιτάζοντας κατάµατα την ιστορία του κόµµατος. Το ζητούµενο για τη Ν.∆. είναι να επαναλάβει τη δοκιµασµένη συνταγή του παρελθόντος, επιστρατεύοντας πρόσωπα που απευθύνονται στην ψυχή και του τελευταίου ψηφοφόρου της. Πρόσωπα που να συσπειρώνουν και που να µπορούν να αποτελέσουν πάλι τον πυρήνα για τον «επαναπατρισµό» ακόµη και όσων δυσαρεστήθηκαν τα προηγούµενα χρόνια θα πρέπει να βρίσκονται στην πρώτη γραµµή της «µάχης».

Πολύ καλά κάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και επιδιώκει τη µεγαλύτερη δυνατή διεύρυνση προς το Κέντρο, ακόµη και την Κεντροαριστερά, αλλά δεν πρέπει να αγνοεί και τη βάση της παράταξης, η οποία -στην πλειονότητά τηςβρίσκει έκφραση σε «παραδοσιακά» στελέχη της. ∆ιαχρονικά, η Νέα ∆ηµοκρατία του Κωνσταντίνου Καραµανλή και µετέπειτα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ήταν η παράταξη της ευθύνης, που πάλευε για την απαραίτητη σύνθεση ιδεών και προσώπων, στην πορεία προς τις µεγάλες νίκες του κόµµατος. Ας µην ξεχνάµε ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν ο αρχηγός που είχε φέρει στη Νέα ∆ηµοκρατία τον Μίκη Θεοδωράκη και έδειχνε την απαραίτητη «ανοχή» και συνεργαζόταν µε στελέχη όπως ο Απόστολος Ανδρεουλάκος. Στον δρόµο προς το Συνέδριο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει µια µοναδική ευκαιρία να ενεργοποιήσει στελέχη που έχουν επιδείξει υψηλή παραταξιακή συνείδηση και αναµφίβολα αποτελούν και κοµµάτι της ιστορίας της Ν.∆.

Ενα τέτοιο πρόσωπο είναι ο Βαγγέλης Μεϊµαράκης, που έχει ισχυρό έρεισµα στη βάση της Νέας ∆ηµοκρατίας και αποτελεί για αρκετά χρόνια την «ψυχή της παράταξης». Στον δρόµο προς τη φετινή κορυφαία κοµµατική διαδικασία της Νέας ∆ηµοκρατίας, που είναι το Συνέδριο Αρχών και Θέσεων, το οποίο θα πραγµατοποιηθεί τον ∆εκέµβριο, ο σηµερινός ηγέτης οφείλει, εκτός των άλλων, να εκπέµψει ξεκάθαρο µήνυµα ενότητας και συσπείρωσης, αφήνοντας πίσω διαφωνίες ή γκρίνιες, που µόνο επιβλαβείς είναι.

Τι κόστος θα είχε αν πρότεινε στον πρώην πρόεδρο του κόµµατος να αναλάβει την προεδρία της Οργανωτικής Επιτροπής του επερχόµενου Συνεδρίου; Μια κίνηση τόσο συµβολική όσο και ουσιαστική, καθώς θα ήταν πιο εµφανής από ποτέ η επιθυµία της ηγεσίας της Νέας ∆ηµοκρατίας να µη λείψει κανείς από εδώ και στο εξής, οδηγώντας την παράταξη σε µια µεγάλη νίκη στις επόµενες εκλογές. Αυτό θα έδινε παραταξιακή ανάταση ακόµα και στο τελευταίο στέλεχος, στην πιο αποµακρυσµένη περιοχή της Ελλάδας. Εκεί όπου ένας Βαγγέλης Μεϊµαράκης πάντα είχε απήχηση και λειτουργούσε ως «αιµοδότης» για το σύνολο της παράταξης και των ανθρώπων της. Σε ενδεχόµενη άρνηση του Βαγγέλη Μεϊµαράκη να αναλάβει την προεδρία του Συνεδρίου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ήταν απολύτως καλυµµένος, καθώς από την πλευρά του θα είχε πράξει το ορθό, τόσο ηθικά όσο και παραταξιακά. Αν όµως είχε το «ναι» του Βαγγέλη Μεϊµαράκη, ενός ανθρώπου µε σηµαντική προσφορά και συµβολισµό στη Νέα ∆ηµοκρατία, τότε θα τελείωνε οριστικά µε τα περί «τσιπροκαραµανλισµού» και όλες τις εσωτερικές γκρίνιες για παραµερισµό της ακραιφνώς «καραµανλικής» πτέρυγας, της οποίας ο Βαγγέλης Μεϊµαράκης είναι άξιος εκφραστής.

Κανένα κόστος λοιπόν για τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην περίπτωση που βγάλει και πάλι µπροστά τον Βαγγέλη Μεϊµαράκη, µε ουσιαστικό ρόλο και λόγο, παρά µόνο θετικό αντίκτυπο στο εσωτερικό της Νέας ∆ηµοκρατίας και γενικότερα στη λειτουργία της, σε µια περίοδο που όλοι µαζί θα πρέπει να επιδιώκουν την απόλυτη συσπείρωση. ∆εν είναι δυνατόν να βλέπουµε ανθρώπους µόνο από άλλους ιδεολογικούς χώρους στο προσκήνιο, που αναµφίβολα είναι καλοδεχούµενοι σε µια προσπάθεια µεγάλης διεύρυνσης, και να λείπουν από το πεδίο δράσης της «γαλάζιας» παράταξης στελέχη όπως ο Βαγγέλης Μεϊµαράκης ή ακόµα και της νεότερης γενιάς, όπως ο Απόστολος Τζιτζικώστας. Στελέχη που, αντί να είναι στην πρώτη γραµµή, δεν τους έχουµε δει ούτε σε µία φωτογραφία µεγάλης κοµµατικής εκδήλωσης. Είναι λυπηρό. Καλό είναι να θυµηθούµε, έτσι, για την ιστορία, ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αν και είχε µεγάλη κόντρα µε τον Κωνσταντίνο Καραµανλή και τον Μιλτιάδη Εβερτ, όχι απλώς συνυπήρχε αρµονικά µε τα στελέχη των πλευρών αυτών, αλλά εκείνα κατείχαν και κοµβικές θέσεις επί προεδρίας του. Χαρακτηριστικά παραδείγµατα τέτοιων κορυφαίων στελεχών ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος και ο Γιώργος Σουφλιάς.  

ΥΓ.: Τα παλιά ηγετικά στελέχη απέχουν ακόμη και από τις κομματικές εκδηλώσεις