Τα παραμύθια περί ασφάλειας των νεοκομμουνιστών
Ένα χαμένο στοίχημα που ο Αλέξης Τσίπρας θεωρεί ότι έχει κερδίσει.
Την προπερασµένη Παρασκευή, µιλώντας από το βήµα της Βουλής, ο επικεφαλής της νεοκοµµουνιστικής κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ απάντησε στην επίκαιρη ερώτηση του προέδρου της Ν∆ Κυριάκου Μητσοτάκη για την ανοµία και την εγκληµατικότητα, χρησιµοποιώντας τρία παραδείγµατα: τη σύλληψη του υπόπτου για την αποστολή του τροµοδέµατος στον Λουκά Παπαδήµο, τη σύλληψη του φερόµενου δράστη της δολοφονίας του Μιχάλη Ζαφειρόπουλου και µια σειρά από αριθµητικά στοιχεία για τη µείωση της εγκληµατικότητας. Το ίδιο αφήγηµα καλλιεργείται όχι µόνο από τον πρωθυπουργό αλλά και από την κυβέρνηση και κορυφαίους υπουργούς, όπως τον Νίκο Τόσκα και τον Σταύρο Κοντονή.
Ο Αλ. Τσίπρας χρησιµοποίησε επιλεκτικά στοιχεία και εκµεταλλεύτηκε αυτό για το οποίο κατηγορούσε όλες τις προηγούµενες κυβερνήσεις: την ευηµερία των αριθµών. Μια επίπλαστη ευηµερία, τη στιγµή που η Ελλάδα κάθε άλλο παρά ασφαλής χώρα είναι. Η χώρα αυτή εδώ και σχεδόν τρία χρόνια κυβερνάται από ένα κόµµα, µέλη του οποίου δεν δίστασαν στο παρελθόν να πάνε στο δικαστήριο για να υπερασπιστούν τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο και τον Ηρακλή Κωστάρη, που καταδικάστηκαν για τις ενέργειες της τροµοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέµβρη», αλλά και τον Γιάννη Σερίφη, που απαλλάχθηκε. Μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, στην κυβέρνηση πλέον, δεν διστάζουν να στραφούν εναντίον της δικαιοσύνης, όταν δεν τους αρέσει µια απόφασή της, όπως στην περίπτωση της αποφυλάκισης της Ηριάννας, αλλά να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία της σε περιπτώσεις όπως η χορήγηση 48ωρης άδειας στον ∆ηµήτρη Κουφοντίνα.
Μια τέτοια κυβέρνηση δεν έχει το δικαίωµα να µιλάει για ασφάλεια και κράτος δικαίου χρησιµοποιώντας παραδείγµατα όπως η άδεια ενός καταδικασµένου, αµετανόητου τροµοκράτη και η σύλληψη φερόµενων δραστών για ενέργειες που έγιναν σε µια ανοχύρωτη χώρα. Κυρίως όµως δεν µπορεί να επικαλείται την τήρηση των νόµων και του κράτους δικαίου µια κυβέρνηση η οποία εκµεταλλεύεται τον κοινωνικό αυτοµατισµό, στρέφοντας συνειδητά τη µία τάξη εναντίον της άλλης, για να αποπροσανατολίσει από τα πραγµατικά προβλήµατα, τα οποία δεν µπορεί να λύσει. Αυτό έκανε µε την εξοντωτική φορολογία στους ελεύθερους επαγγελµατίες, µε το µέρισµα στους χαµηλοσυνταξιούχους, αλλά και πιο πρόσφατα µε τα νοµοσχέδια για την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου και τη χρήση της ινδικής κάνναβης για φαρµακευτικούς σκοπούς. Πολιτικές διχαστικές, οι οποίες απευθύνονται αποκλειστικά στις µειοψηφίες, οι οποίες στήριξαν το κόµµα στις εποχές των οριακών ποσοστών για την είσοδό του στη Βουλή, τις όχι µακρινές εποχές του 2008, όταν ο Αλέξης Τσίπρας αποκαλούσε τους αστυνοµικούς «οπλισµένους µπάτσους», που βρίσκονται «σε κάθε γωνία, σε κάθε οικοδοµικό τετράγωνο». ∆εν είναι κάτι πρωτοφανές αυτό όµως, ούτε παράδοξο. Μια κυβέρνηση που πρέπει να εφαρµόζει πολιτικές για όλους τους Έλληνες νοµοθετεί για µειοψηφίες, διαφορετικές κατά περίπτωση.
Πρόκειται για τις µειοψηφίες στις οποίες απευθυνόταν διαχρονικά ο ΣΥΡΙΖΑ του 3%, τις οποίες, όπως φαίνεται, δεν ξέχασε και τις εξυπηρετεί ευρισκόµενος στη βολική καρέκλα της εξουσίας, αδιαφορώντας για την πλειονότητα των Ελλήνων. Μια κυβέρνηση όµως κρίνεται όχι µόνο για τις παροχές, τα µερίσµατα και τα επιδόµατα ή τις περικοπές που έκανε, για τους διορισµούς ή τις απολύσεις τις οποίες κάνει, αλλά και για τη λειτουργία του κράτους δικαίου και το αίσθηµα ασφάλειας που υπάρχει στην Ελλάδα. Και µε την κυβέρνηση των Αλέξη Τσίπρα και Πάνου Καµµένου, αίσθηµα ασφάλειας δεν υπάρχει για πολλούς λόγους. ∆εν υπάρχει γιατί οµάδες σαν τον «Ρουβίκωνα» δρουν ανεξέλεγκτα και απειλούν ευθέως πολίτες, γιατί ύποπτοι για τζιχαντισµό εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται, γιατί περιοχές της Αθήνας αντιµετωπίζονται σαν άβατα, γιατί ο καθένας µπορεί να κάνει ό,τι θέλει, όπου θέλει, όπως θέλει, χωρίς κανείς να τον ενοχλήσει, γιατί στο κέντρο της πρωτεύουσας άγνωστοι πυροβολούν µε Καλάσνικοφ τα γραφεία ενός κοινοβουλευτικού κόµµατος και κυρίως γιατί η χώρα γίνεται θέµα διεθνώς όχι για την πρόοδο και τα επιτεύγµατά της αλλά για τη χορήγηση άδειας σε έναν αµετανόητο τροµοκράτη και εκτελεστή, µε την επίφαση της τήρησης του γράµµατος του νόµου και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.