«Να ζει κανείς ή να μη ζει» σκεφτόμουν, καθώς άκουγα τον τιμοκατάλογο εκταφής των οστών της μάνας μου στο κοιμητήριο του Δήμου Κηφισιάς. Ψηλή, ξανθιά, λυγερόκορμη, πάνω στις γόβες της κάποτε η Ευθυμία. «Χους ην και εις χουν απελεύσει». Με ειδοποίησαν ότι πρέπει να παραλάβω τα οστά της, αφού προηγουμένως καταβάλλω 1.833 ευρώ στο Ταμείο του δήμου. Εκατό για την εκταφή και το υπόλοιπο για τις παρατάσεις που δόθηκαν πριν εκδοθεί εντολή «εξώσεως» από την τελευταία κατοικία. Τόσο στοιχίζει για να σε ξεθάψουν και να σε τοποθετήσουν στο γενικό οστεοφυλάκιο μαζί με άλλους ή ολομόναχο σε μαρμάρινο κουτί. Φυσικά, με «ενοίκιο!». Τριάντα ευρώ κάθε χρόνο αν σε στοιβάξουν μαζί με άλλους. Αν όμως θέλεις «σουίτα» - μαρμάρινο κουτί οστεοφυλάκιο (μιλάμε για χλίδα με θέα κήπο και air condition), πρέπει να καταβάλεις 1.200 ευρώ για 15 χρόνια! Ακριβά βέβαια, αλλά είναι σαν να πηγαίνεις σε σουίτα στον 5ο όροφο του «Mandarin Hotel» στο Λονδίνο! Αν δεν έχεις φράγκο, τότε υπάρχει το περίφημο χωνευτήρι, η «χωματερή», όπου πετάνε τα οστά όσων δεν έχουν λεφτά. Οπως μου είπαν φίλοι μου στον δήμο, μπορείς να πληρώσεις και με δόσεις την εκταφή. Ολα μαζί μετρητά είναι δύσκολο, γιατί υπάρχουν τα capital controls. Βέβαια, όπως μου είπαν οι φίλοι μου στο Ραδιόφωνο (Καλαμαράκης και Σκιτζή), έτσι ήταν πάντα τα πράγματα στο super market των νεκροταφείων. Ομολογώ ότι δεν είχα ασχοληθεί ιδιαίτερα.

Λυπάμαι που σήμερα σας πρήζω επί ενός προσωπικού θέματος, αλλά κάπου πιστεύω ότι αποτελεί μια πτυχή του όλου μνημονιακού σκηνικού που ζούμε σιωπηλοί και χωρίς να βγάζουμε άχνα. Κάποια στιγμή όμως, εντελώς σαιξπηρικά, πρέπει να αναφωνήσουμε στη δική μας Δανιμαρκία «to be or not to be, that is the question!». Και πρέπει να κραυγάσουμε πολύ δυνατά, μέσα από τα βάθη της ψυχής μας και με όλη μας τη δύναμη: Δεν πάει άλλο!

Αυτή ήταν η μέθοδος, όπως διάβασα, του ψυχοθεραπευτή Αρθουρ Τζάνοφ, που έφτασε 93 ετών και έφυγε ήρεμα στο σπίτι του, στο Μαλιμπού της Καλιφόρνιας. Ο Αμερικανός ψυχοθεραπευτής, γιος χασάπη και νταλικέρη, γεννημένος στο Λος Αντζελες και μεγαλωμένος στη φτώχεια, ανακάλυψε την περίφημη «πρωτογενή κραυγή». Βρήκε ότι αυτή θεραπεύει τα πάντα: την κατάθλιψη, τον αλκοολισμό, τον εθισμό στα ναρκωτικά, το έλκος του στομάχου, σε πολλές περιπτώσεις την επιληψία, την υπέρταση και το άσθμα. Είμαι βέβαιος, φίλοι μου, ότι η «πρωτογενής κραυγή» μπορεί να σε θεραπεύσει από την ανθρωποφαγία του μνημονίου και κυρίως από την… απύθμενη μαλακία που βασιλεύει στους καιρούς μας.

Παραδείγματος χάριν, ακούς το βράδυ ειδήσεις στην τηλεόραση. Κάθεσαι αναπαυτικά στον καναπέ ή στην πολυθρόνα σου, μόλις έχεις βάλει μια μπουκιά στο στόμα σου, σκέφτεσαι τι μπορεί να γίνει λίγο αργότερα στο κρεβάτι με τη γυναίκα σου και εκείνη την ώρα βγαίνει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ή ο εκρηκτικός Βέττας και σου λένε ότι θα έχουμε «πρόβλημα», λόγω της «πληθώρας» των επενδυτών! Σίγουρα σου έρχεται να σπάσεις την τηλεόραση, αλλά την… έχεις πληρώσει. Θέλεις να πετάξεις το βάζο που είναι μπροστά σου στον τοίχο, αλλά έχει κάποια αξία και ακόμη δεν έχει κατασχεθεί από τράπεζα ή δημόσιο. Μπορεί να χρειαστεί… Τι κάνεις; Φωνάζεις πολύ δυνατά. Κραυγάζεις σαν να σου βγαίνουν τα σωθικά μεμιάς: Μα-λάαα-κεςςς!!! Θυμάσαι τη Μαλβίνα και ξαναφωνάζεις με πιο πολύ ένταση: Εξω πού@@@ από την παράγκα!

Αν το κάνετε μερικές φορές, θα διαπιστώσετε ότι έχει αποτέλεσμα. Αυτή τη θεραπεία έκαναν διάσημοι άνθρωποι, όπως ο Τζον Λένον, η Γιόκο Ονο, που ξελαρυγγιάστηκαν στο θεραπευτήριο του Αρθουρ Τζάνοφ.

Φανταστείτε τώρα, πόσο χρήσιμη ομαδική θεραπεία μπορεί να γίνει στην ελληνική κοινωνία (αυτή τη φάρμα ζώων), που πονά από την ανεπάρκεια των πολιτικών και τους μνημονιακούς νόμους που υλοποιούνται αφανίζοντας οικονομικά τις περιουσίες και καίγοντας τα όνειρα χιλιάδων οικογενειών. Σκεφτείτε μια γιγαντιαία πορεία εκατομμυρίων Ελλήνων που κραυγάζουν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους κατά του πολιτικού κόσμου, της κυβέρνησης, της αντιπολίτευσης, εναντίον όλων αυτών που μας πληγώνουν και μας θεωρούν λίγο-πολύ γουρούνια, που πρέπει να κυλιούνται καθημερινά στη λάσπη και να «τρώνε» αναντίρρητα την αποξήλωση των εθνικών χαρακτηριστικών, της θρησκείας, της ιστορίας, των παραδόσεων. Ούτε ο Οργουελ μπορούσε να φανταστεί γράφοντας τον «Μεγάλο Αδελφό» ή τη «Φάρμα των ζώων» ότι θα υπήρχε τέτοια κοινωνία, που να μένει τόσο παράλυτη, τόσο παθητική, ενώ τη φτύνουν, την προπηλακίζουν, τη βασανίζουν ψιθυρίζοντας στα αφτιά της υποσχέσεις για επενδύσεις, για ανάπτυξη και για διανομή πλεονασμάτων. Εχουν φτάσει στο σημείο να βάζουν τους Ελληνες να τρώνε κομμάτια από τις «σάρκες» και τα «οστά» τους (τα περίφημα πλεονάσματα) και να απαιτούν να χαμογελάνε ικανοποιημένοι, σαν κανίβαλοι που έφαγαν μέλη της διπλανής φυλής ή της ιεραποστολής.