Είναι, και το επιβεβαίωσε ο επικεφαλής του Γραφείου Τύπου του Ποταμιού κ. Τσιόδρας. Δήλωσε ότι ο Σταύρος Θεοδωράκης είναι διατεθειμένος να αποχωρήσει από τη διαδικασία ανάδειξης αρχηγού στην νέα παράταξη εφόσον δεν επιτραπεί η ηλεκτρονική ψηφοφορία.

Γύρω από αυτό το θέμα τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται. Ο κ. Θεοδωράκης γνωρίζει πολύ καλά πως όσο λιγότεροι πάρουν μέρος στην ψηφοφορία τόσο λιγοστεύουν οι πιθανότητες να είναι ανάμεσα στους δυο πρώτους. Αντιλαμβάνεται ότι αυτοί που θα προσέλθουν στις κάλπες είναι αυτοί που το έχουν ξανακάνει, δηλαδή οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ. Εκεί δηλαδή που με τους σκληρούς μηχανισμούς τους η κ. Γεννηματά και ο κ. Ανδρουλάκης έχουν τον πρώτο λόγο. Αν δεν ανοίξει το εκλογικό σώμα, οι πιθανότητές του περιορίζονται. Έτσι ένα καθαρά διαδικαστικό θέμα που θα έπρεπε να λυθεί από την επιτροπή του συνταγματολόγου κ. Αλιβιζάτου μετατρέπεται σε εξέχον πολιτικό.

Το γεγονός οδηγεί σε μια ακόμα παρατήρηση: Ανάμεσα στους δέκα υποψηφίους αρχηγούς σε ένα κόμμα που δεν υπάρχει ακόμα, αναζητείται ο διακριτός πολιτικός λόγος. Τέτοιος επί της ουσίας δεν υπάρχει. Είτε μιλάμε για το προοδευτικό κέντρο του κ. Θεοδωράκη είτε για την κεντροαριστερά της κ. Γεννηματά, περιθώρια για διακριτή πολιτική σε σχέση με τον ΣΥΡΖΑ και τη Νέα Δημοκρατία είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Η κριτική τους στην κυβέρνηση μοιάζει με αυτή που ασκεί η Νέα Δημοκρατία. Όποτε γίνεται κριτική στη Νέα Δημοκρατία μοιάζει με αυτή που της ασκεί εσχάτως ο ΣΥΡΙΖΑ.

Έτσι η προεκλογική εκστρατεία των υποψήφιων αρχηγών εξελίσσεται αφενός σε μια υπόγεια μάχη μηχανισμών για όσους διαθέτουν τέτοιους και σε καλλιστεία χαρακτήρων όπου π.χ ο κ. Καμίνης ενημερώνει για τη διαδρομή του και εξηγεί γιατί είναι ταυτόχρονα σοσιαλιστής και φιλελεύθερος…

Στις δημοσκοπήσεις εμφανίζεται ακόμα η Δημοκρατική Συμπαράταξη που δεν μπορεί να ενσωματώσει στα ποσοστά της το υπό πολιτική εξαφάνιση Ποτάμι. Η διαδικασία εκλογής αρχηγού δεν απασχολεί τη χειμαζόμενη κοινωνία, κυρίως γιατί ούτε ο πολιτικός χώρος ούτε οι υποψήφιοι αρχηγοί μπορούν να προτείνουν κάτι πειστικό για το μέλλον της χώρας. Πρόκειται άλλωστε για μια μεταμοντέρνα διαδικασία όπου ο εν δυνάμει ψηφοφόρος πρώτα θα ψηφίσει για αρχηγό και μετά θα πληροφορηθεί για τις θέσεις του κόμματος. Αν του αρέσουν και συμφωνεί έχει καλώς αν όχι απλά έχει χάσει τα τέσσερα ευρώ που θα του κοστίσει η συμμετοχή στην ψηφοφορία. Είναι, δε, χαρακτηριστικό πως γι' αυτήν τη μεταμοντέρνα διαδικασία μόνο η ΔΗΜΑΡ διαφοροποιήθηκε.

Αρχηγός, έτσι χωρίς πρόγραμμα και χωρίς κόμμα, όλα στο περίπου. Έτσι κι αλλιώς η μισή και παραπάνω δουλειά θα γίνει από τα media που θα προβάλουν τους εκλεκτούς τους και θα διαμορφώσουν προς τα έξω το προφίλ του κόμματος, αφού για το πρόγραμμά του υπάρχει ήδη ο τυφλοσούρτης του μνημονίου στο οποίο ομνύουν πίστη όλοι οι υποψήφιοι αρχηγοί. Στη Νέα Δημοκρατία δεν δείχνουν να ανησυχούν ιδιαίτερα για τις εξελίξεις στον χώρο αυτό. Αν αύριο-μεθαύριο τους χρειαστούν για να σχηματίσουν κυβέρνηση, είναι περίπου βέβαιο ότι θα τους έχουν. Η χώρα δεν πρόκειται να μείνει ακυβέρνητη, όπως λέει και η κ. Γεννηματά. Διαφορές στη γραμμή δεν υπάρχουν τέτοιες που να εμποδίσουν τη συνεργασία, αφήστε που οι κ.κ. Λοβέρδος και Βενιζέλος, συνεπικουρούμενοι από τον Τύπο, θα σπρώχνουν σε αυτή την κατεύθυνση.

Στη Νέα Δημοκρατία το μόνο που τους ενδιαφέρει σχετικά είναι κατά πόσο το εκκολαπτόμενο σχήμα μπορεί να κόψει από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στο κυβερνητικό στρατόπεδο έχουν υπολογίσει αυτό τον κίνδυνο. Οι επιτελείς του κ. Τσίπρα κατέληξαν στο μάλλον απλοϊκό σχέδιο να προσεταιριστούν τους παραδοσιακούς και ώριμους στην ηλικία ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ με την αγιογραφία του ιδρυτή του έστω και με τον άγαρμπο τρόπο που το επιχείρησε στο άρθρο του ο πρωθυπουργός. Ταυτόχρονα θα επιχειρήσουν να καταδείξουν ότι οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες θεωρούν πια τον Τσίπρα δικό τους παιδί, οπότε…

Οπότε, μια παρηκμασμένη γεροντοκόρη, μακιγιάρεται, φτιασιδώνεται, καταντάει να μασκαρεύεται αλλά δεν καταφέρνει να συγκινήσει. Το ΠΑΣΟΚ θα είναι πάλι εδώ. Το μόνο που θα μείνει ως πρακτικό αποτέλεσμα του μασκαρέματος θα είναι να απαλλαγεί -αν τα καταφέρει- από τα χρέη των περίπου διακοσίων εκατομμυρίων στις τράπεζες. Δεν είναι και λίγο...