Οπως κι ‘αν θέλει κανείς να προσεγγίσει το νομοσχέδιο για αλλαγές στη λειτουργία του κυβερνητικού και του διοικητικού έργου, θα πρέπει να έχει κατά νουν ένα δεδομένο: Ότι το τρόπος με τον οποίο κυβερνήθηκε ο τόπος επί δεκαετίες έως και επί των μερών του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ, 2015-19,  ήταν αναχρονιστικός, εξόχως προβληματικός και εν τέλει απολύτως αντι-παραγωγικός.

Συνεπώς, δεν υπάρχει σήμερα κανένας λόγος να μην επιχειρηθεί μία αλλαγή σ’ αυτό το πεδίο στο οποίο κρίνεται ο καθημερινή λειτουργία των οικονομικών πραγμάτων και των όποιων διοικητικών συναλλαγών και σχέσεων μεταξύ πολιτών και Κράτους, για ό,τι τελος πάντων χρειάζεται την παρεμβολή των κατικών υπηρεσιών της Ελλάδας.

Οσο για «κομματισμό» σχετικά με τούτη την υπόθεση, καλό και αξιοπρεπές θα ήταν να μην αναφέρεται σ’ αυτόν ΚΑΝΕΝΑ πολιτικό κόμμα που κυβέρνησε τη χώρα κατά το παρελθόν. Καλύτερο θα ήταν να ξεχάσουν ΟΛΑ αυτά τα κόμματα τις σχετικές «πρακτικές», που άσκησαν επί έτη στη δημόσια διοίκηση προς μεγάλη ζημία της οικονομικής διαδικασίας και της πολιτικής κοινωνίας.

Δεν έχει, λοιπόν, τίποτε να χάσει, παρά μόνον κάτι ενδεχομένως να κερδίσει η χώρα από την εν λόγω νομοθετική αλλαγή. Αν πάλι, το σχέδιο της κυβέρνησης δεν αποδώσει τα αναμενόμενα, τότε θα πρέπει να αναζητηθεί ένα καλύτερο. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδειξε, όμως, στη Βουλή ότι προτιμά την
ΑΚΙΝΗΣΙΑ.

Κι’ αυτό ,διότι συνειδητά ή όχι, ο πρώην πρωθυπουργός κρατάει στις πολιτικές αποσκευές του το πιο παλιό, αντιδραστικό υλικό που δεν επιτρέπεται βεβαίως να διατηρεί ένα κόμμα, που θέλει μάλιστα να είναι «προοδευτικό». Ο κ.Τσίπρας δεν έχει καθόλου καλό βαθμό επικοινωνίας με τον σύγχρονο, ευρωπαϊκό κόσμο και τον τεχνικό πολιτισμό του και είναι ένας βαθύτατα συντηρητικός πολιτικός. Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης του κ.Μητσοτάκη, μπορεί να αποδειχθεί στην πράξη κατώτερο των προσδοκιών του ,μπορεί να επικριθεί μελλοντικά για λάθη ή παραλείψεις. Όμως, έστω κι έτσι, θα είναι καλύτερο απ’ το τίποτα ,που «διδάσκει» ο πρώην πρωθυπουργός