Αυτήν τη χρονιά, στις μάχες των ευρωεκλογών και των βουλευτικών εκλογών τα δημοκρατικά κόμματα «τα έδωσαν όλα». Σκληρός διχαστικός λόγος, άκρως επιθετική ρητορεία, πάθος, ένταση, άσχημες κουβέντες, απειλές - όλα αυτά τα «πυρομαχικά» ξοδεύτηκαν στα πεδίο των δύο μαχών. Και σήμερα, αφού δόθηκε άλλη μία μάχη, μετεκλογικά, στη Βουλή, με αφορμή τα πρώτα νομοσχέδια που κατέθεσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, το πολιτικό τοπίο είναι δεδομένο και σταθερό, με την ελληνική κοινωνία να περιμένει για ακόμα μία φορά υπομονετικά «καλύτερες ημέρες».
Το φθινόπωρο μάς πλησιάζει και η χώρα πρόκειται να δοκιμαστεί αποφασιστικά σε δύο πεδία: 1) Στο οικονομικό, που συνδέεται με τον στόχο για ανάκαμψη και με την πρακτική εφαρμογή της «επιτελική διακυβέρνησης». 2) Σε εκείνο των υποθέσεων εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας, που σύντομα ίσως θα φέρει την Αθήνα υποχρεωμένη να προχωρήσει σε κρίσιμες αποφάσεις.
Το πρώτο ζήτημα είναι, βεβαίως, υπόθεση της κυβέρνησης, που φέρει όλο το βάρος της ευθύνης για την υλοποίηση των όσων έχει σχεδιάσει και υποσχεθεί, καθώς και την ευθύνη του «διαλόγου» της με τους δανειστές της χώρας μας. Χωρίς αυτό να σημαίνει, φυσικά, ότι η αντιπολίτευση, και κυρίως η αξιωματική, δεν θα επηρεάσει με τις δικές της κριτικές συμπεριφορές το οικονομικό και κοινωνικό κλίμα. Στο δεύτερο ζήτημα, όμως, τα πράγματα θα είναι εντελώς διαφορετικά στο εξής. Τα προβλήματα σε αυτό το πεδίο είναι τόσο μεγάλα και τόσο κρίσιμα για την ασφάλεια της Ελλάδας, που είναι αδύνατο να τα διαχειρισθεί αποτελεσματικά μόνη της μια κυβέρνηση, με εσωτερικό «αντίπαλό» της την αντιπολίτευση. Από τη στήλη αυτή έχει και άλλοτε τεθεί με έμφαση αυτό το ζήτημα: Χωρίς σχέδιο αντιμετώπισης της Τουρκίας με στέρεα διακομματική στήριξη, τα όσα θα υποχρεωθεί ίσως να αποφασίσει η κυβέρνηση προσεχώς, υπό την πίεση σημαντικών εξελίξεων στη γραμμή Αιγαίου - Κύπρου, μπορεί να στοιχίσουν πολύ ακριβά στην Ελλάδα, ακόμα και να οδηγήσουν σε σοβαρή γεωπολιτική ήττα. Στα ελληνικά και τα διεθνή παρασκήνια, οι εξελίξεις «φωνάζουν» και απαιτούν ταχεία προπαρασκευή της χώρας για δύσκολες μάχες.
Στην περίπτωση των «Πρεσπών», η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα είχε έντονα -και όχι άδικα- επικριθεί για το γεγονός ότι χειρίστηκε ένα σοβαρό θέμα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας με ανεκδιήγητο πολιτικό εγωισμό, χωρίς να επιδιώξει «συνεννόηση» με την αντιπολίτευση και χωρίς να υπολογίσει συνέπειες στο εσωτερικό μέτωπο, πολιτικό και κοινωνικό. Γνωστά τα αποτελέσματα. Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μιμηθεί τον προκάτοχό του, αντιμέτωπος με την επιθετική στρατηγική της Τουρκίας που ολοένα «ωριμάζει». Ο συντελεστής δυσκολιών και συνεπειών στην περίπτωση της πολιτικής και στρατιωτικής πίεσης της Τουρκίας είναι για την Ελλάδα πολλαπλάσιος από αυτόν που είχε η υπόθεση των «Πρεσπών». Αυτό σημαίνει ότι ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να εξαντλήσει κάθε περιθώριο συνεννόησης με την αντιπολίτευση, να αναλάβει τις δέουσες πρωτοβουλίες και να φροντίσει πρώτος αυτός να προσαρμόσει το ύφος της κυβερνητικής ρητορείας στις ανάγκες για εθνική πολιτική ενότητα απέναντι στην «αφηνιασμένη» Τουρκία του ισλαμιστή Ερντογάν. Και τότε, ειδικότερα, ο ισχυρότερος της αντιπολίτευσης, ο κ. Τσίπρας, θα πρέπει να απαντήσει σε ένα τέτοιο «άνοιγμα».
Ο πρωθυπουργός θα έχει υπέρ αυτού σε μια τέτοια προσπάθεια το γεγονός ότι όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία, έχουν εντάξει αδιαμφισβήτητα τις πολιτικές ασφαλείας της Ελλάδας στη στρατηγική των ΗΠΑ από τη Βόρεια Ελλάδα έως την Ανατολική Μεσόγειο. Και αυτό με δεδομένο ότι η εν λόγω στρατηγική γραμμή είναι ουσιαστικά «αντίπαλος» της Τουρκίας. Παρ’ όλα αυτά, το «παιχνίδι» που αρχίζει να εξελίσσεται πέριξ της Κύπρου είναι περίπλοκο και γεμάτο «μυστήρια» και απαιτεί ένα «άλλο» κλίμα στο εσωτερικό μέτωπο της Ελλάδας. Ολα αλλάζουν ταχέως γύρω απ’ τη χώρα μας. Καλό είναι, λοιπόν, να αλλάζουν ταχέως κάποια πράγματα και εντός Ελλάδος.