ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Πώς το «όχι» του Μακρόν στα Σκόπια αποκάλυψε την γκάφα των Τσίπρα και Κοτζιά
Θα πρέπει τώρα να εξηγήσουν οι κύριοι Αλέξης Τσίπρας και Νίκος Κοτζιάς για ποιον λόγο θεώρησαν «δεδομένη» την πρόκληση των Ευρωπαίων προς τα Σκόπια και ενέπλεξαν (με το Αρθρο 1, παρ. 10) το περιεχόμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών με την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε.
Το ερώτημα δεν έρχεται «κατόπιν εορτής». Στα διπλωματικά παρασκήνια της Αθήνας και των Βρυξελλών ήταν γνωστό ακόμα και πριν από το 2018 ότι ένας αριθμός κρατών-μελών της Ε.Ε., με πρώτη τη Γαλλία, «δεν συζητούσαν καν» την περίπτωση διεύρυνσης της Ενωσης με Αλβανία και Β. Μακεδονία, τις οποίες θεωρούσαν χώρες πολλαπλώς «καθυστερημένες». Ακόμη και δημοσιογράφοι, διπλωματικοί συντάκτες, τα άκουγαν αυτά τότε «εμπιστευτικώς» από επίσημα χείλη.
Η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα δεν μπορεί, λοιπόν, να τα αγνοούσε. Φαίνεται, όμως, ότι δεν θέλησε να τα πάρει στα σοβαρά, στη βιασύνη της να «κλείσει» το ζήτημα.
Τα καθησυχαστικά λόγια του Βερολίνου «νανούριζαν» τους κ. Τσίπρα και Κοτζιά, ενώ η διπλωματία των ΗΠΑ ενδιαφερόταν πρώτιστα για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ - πράγμα που και πέτυχε, άλλωστε. Επιπλέον, φαίνεται σήμερα πόσο κοστίζει το γεγονός ότι η ελληνική πλευρά δέχθηκε χωρίς καμία αντίρρηση να αποτελούν ενταξιακό «ντουέτο» η Αλβανία και η Βόρεια Μακεδονία, παρότι για την Αθήνα ή δεύτερη χώρα ήταν το μείζον «προς τακτοποίηση» πρόβλημα.
Ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Ν. Κοτζιάς, σήμερα ομολογεί, με τον τρόπο του, ότι... την «πάτησε», αφού δηλώνει πως «δεν είχε σκεφθεί» το «σενάριο» της άρνησης των Ευρωπαίων για ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας, διότι, λέει, δεν υπολόγισε επαρκώς «την κοντόφθαλμη πολιτική των ηγετών της Ε.Ε...». Είναι προφανές ότι η τότε κυβέρνηση ξεγέλασε και τον εαυτό της και την αντιπολίτευση και τους Ελληνες πολίτες: καλλιέργησε στη χώρα μας μια απόλυτη βεβαιότητα για επικείμενη απόφαση των Ευρωπαίων της Ε.Ε. να προχωρήσουν στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τα Σκόπια, ως φυσιολογικό αποτέλεσμα της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Κι όμως, καμία πολιτική απόδειξη για κάτι τέτοιο δεν υφίστατο στην ευρωπαϊκή σκηνή. Μόνο υποθέσεις, εκτιμήσεις και γερμανικά επιχειρήματα κυκλοφορούσαν στους διπλωματικούς διαδρόμους της Ε.Ε
ΘΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙ
Ο σημερινός πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, βάσισε μετεκλογικά τη θέση του για το ζήτημα αυτό δηλώνοντας στο ελληνικό κοινό ότι θα παρακολουθήσει την τήρηση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τα Σκόπια σε κάθε στάδιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Βόρειας Μακεδονίας στις Βρυξέλλες, με δυνατότητα veto.
Τώρα, έχει να διαχειριστεί ένα δύσκολο πρόβλημα, το οποίο προφανώς δεν είχε υπολογίσει πως θα περιλάμβανε στην «ατζέντα» του 2019-20. Το όνομα «Βόρεια Μακεδονία» είναι διασφαλισμένο με ειδικές ρήτρες και δεν αλλάζει, αλλά η τήρηση των συμφωνηθέντων είναι πλέον το πρόβλημα. Σήμερα, το erga omnes (ένα όνομα και για το εξωτερικό και για το εσωτερικό) είναι στον αέρα, αφού το Αρθρο 1, παρ. 10 ορίζει για την πλευρά των Σκοπίων ότι: «Η “πολιτική” μεταβατική περίοδος θα αφορά όλα τα έγγραφα και υλικό αποκλειστικά για εσωτερική χρήση. Η έκδοση των εγγράφων και υλικού που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία θα ξεκινά στο άνοιγμα κάθε διαπραγματευτικού κεφαλαίου της Ε.Ε. στο συναφές πεδίο και θα ολοκληρωθεί εντός πέντε ετών από τότε».
Το τμήμα αυτό του «διπλωματικού αριστουργήματος» των κ. Τσίπρα και Κοτζιά καθιστά τώρα, μετά το «όχι» της Ε.Ε., απολύτως νόμιμο το δικαίωμα των Σκοπίων να μην τηρούν το erga omnes, που προσδιορίζεται στα προηγούμενα Αρθρα 8 και 9 της Συμφωνίας. Ετσι, η Αθήνα βρίσκεται σε δύσκολη θέση για το πώς μπορεί να θεωρεί σήμερα πρακτικά εφαρμόσιμη τη Συμφωνία των Πρεσπών. Και όλη αυτή η σύγχυση έχει προκύψει από τη διπλωματικά αυθαίρετη υπόθεση των δύο μερών ότι είχαν διασφαλισμένο το «ναι» της Ε.Ε. για ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τη Βόρεια Μακεδονία.
Το «όχι» της (φιλικής προς Αθήνα και Λευκωσία) Γαλλίας ξάφνιασε (;) την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση και αποκάλυψε άλλη μία αδεξιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε ένα εθνικά κρίσιμο θέμα. Τώρα, διαγράφεται στον ορίζοντα ως πιθανή μια νέα «βαλκανική» σύγχυση, αν στα Σκόπια επικρατήσουν μετεκλογικά τον Απρίλιο οι εθνικιστές αντίπαλοι του Ζόραν Ζάεφ.
Το οικοδόμημα που στήθηκε με κέντρο τη Συμφωνία των Πρεσπών και τη στήριξη των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Γερμανίας κινδυνεύει με αποσταθεροποίηση. Προβάλλουν ερωτήματα στην Αθήνα, στο υπουργείο Εξωτερικών, όπως: Θα εξελιχθεί στα Δυτικά Βαλκάνια ανταγωνισμός μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας στη βάση διαφορετικών στρατηγικών επιλογών;
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», 25/10/2019
Το ερώτημα δεν έρχεται «κατόπιν εορτής». Στα διπλωματικά παρασκήνια της Αθήνας και των Βρυξελλών ήταν γνωστό ακόμα και πριν από το 2018 ότι ένας αριθμός κρατών-μελών της Ε.Ε., με πρώτη τη Γαλλία, «δεν συζητούσαν καν» την περίπτωση διεύρυνσης της Ενωσης με Αλβανία και Β. Μακεδονία, τις οποίες θεωρούσαν χώρες πολλαπλώς «καθυστερημένες». Ακόμη και δημοσιογράφοι, διπλωματικοί συντάκτες, τα άκουγαν αυτά τότε «εμπιστευτικώς» από επίσημα χείλη.
Η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα δεν μπορεί, λοιπόν, να τα αγνοούσε. Φαίνεται, όμως, ότι δεν θέλησε να τα πάρει στα σοβαρά, στη βιασύνη της να «κλείσει» το ζήτημα.
Τα καθησυχαστικά λόγια του Βερολίνου «νανούριζαν» τους κ. Τσίπρα και Κοτζιά, ενώ η διπλωματία των ΗΠΑ ενδιαφερόταν πρώτιστα για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ - πράγμα που και πέτυχε, άλλωστε. Επιπλέον, φαίνεται σήμερα πόσο κοστίζει το γεγονός ότι η ελληνική πλευρά δέχθηκε χωρίς καμία αντίρρηση να αποτελούν ενταξιακό «ντουέτο» η Αλβανία και η Βόρεια Μακεδονία, παρότι για την Αθήνα ή δεύτερη χώρα ήταν το μείζον «προς τακτοποίηση» πρόβλημα.
Ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Ν. Κοτζιάς, σήμερα ομολογεί, με τον τρόπο του, ότι... την «πάτησε», αφού δηλώνει πως «δεν είχε σκεφθεί» το «σενάριο» της άρνησης των Ευρωπαίων για ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας, διότι, λέει, δεν υπολόγισε επαρκώς «την κοντόφθαλμη πολιτική των ηγετών της Ε.Ε...». Είναι προφανές ότι η τότε κυβέρνηση ξεγέλασε και τον εαυτό της και την αντιπολίτευση και τους Ελληνες πολίτες: καλλιέργησε στη χώρα μας μια απόλυτη βεβαιότητα για επικείμενη απόφαση των Ευρωπαίων της Ε.Ε. να προχωρήσουν στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τα Σκόπια, ως φυσιολογικό αποτέλεσμα της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Κι όμως, καμία πολιτική απόδειξη για κάτι τέτοιο δεν υφίστατο στην ευρωπαϊκή σκηνή. Μόνο υποθέσεις, εκτιμήσεις και γερμανικά επιχειρήματα κυκλοφορούσαν στους διπλωματικούς διαδρόμους της Ε.Ε
ΘΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙ
Ο σημερινός πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, βάσισε μετεκλογικά τη θέση του για το ζήτημα αυτό δηλώνοντας στο ελληνικό κοινό ότι θα παρακολουθήσει την τήρηση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τα Σκόπια σε κάθε στάδιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Βόρειας Μακεδονίας στις Βρυξέλλες, με δυνατότητα veto.
Τώρα, έχει να διαχειριστεί ένα δύσκολο πρόβλημα, το οποίο προφανώς δεν είχε υπολογίσει πως θα περιλάμβανε στην «ατζέντα» του 2019-20. Το όνομα «Βόρεια Μακεδονία» είναι διασφαλισμένο με ειδικές ρήτρες και δεν αλλάζει, αλλά η τήρηση των συμφωνηθέντων είναι πλέον το πρόβλημα. Σήμερα, το erga omnes (ένα όνομα και για το εξωτερικό και για το εσωτερικό) είναι στον αέρα, αφού το Αρθρο 1, παρ. 10 ορίζει για την πλευρά των Σκοπίων ότι: «Η “πολιτική” μεταβατική περίοδος θα αφορά όλα τα έγγραφα και υλικό αποκλειστικά για εσωτερική χρήση. Η έκδοση των εγγράφων και υλικού που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία θα ξεκινά στο άνοιγμα κάθε διαπραγματευτικού κεφαλαίου της Ε.Ε. στο συναφές πεδίο και θα ολοκληρωθεί εντός πέντε ετών από τότε».
Το τμήμα αυτό του «διπλωματικού αριστουργήματος» των κ. Τσίπρα και Κοτζιά καθιστά τώρα, μετά το «όχι» της Ε.Ε., απολύτως νόμιμο το δικαίωμα των Σκοπίων να μην τηρούν το erga omnes, που προσδιορίζεται στα προηγούμενα Αρθρα 8 και 9 της Συμφωνίας. Ετσι, η Αθήνα βρίσκεται σε δύσκολη θέση για το πώς μπορεί να θεωρεί σήμερα πρακτικά εφαρμόσιμη τη Συμφωνία των Πρεσπών. Και όλη αυτή η σύγχυση έχει προκύψει από τη διπλωματικά αυθαίρετη υπόθεση των δύο μερών ότι είχαν διασφαλισμένο το «ναι» της Ε.Ε. για ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τη Βόρεια Μακεδονία.
Το «όχι» της (φιλικής προς Αθήνα και Λευκωσία) Γαλλίας ξάφνιασε (;) την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση και αποκάλυψε άλλη μία αδεξιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε ένα εθνικά κρίσιμο θέμα. Τώρα, διαγράφεται στον ορίζοντα ως πιθανή μια νέα «βαλκανική» σύγχυση, αν στα Σκόπια επικρατήσουν μετεκλογικά τον Απρίλιο οι εθνικιστές αντίπαλοι του Ζόραν Ζάεφ.
Το οικοδόμημα που στήθηκε με κέντρο τη Συμφωνία των Πρεσπών και τη στήριξη των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Γερμανίας κινδυνεύει με αποσταθεροποίηση. Προβάλλουν ερωτήματα στην Αθήνα, στο υπουργείο Εξωτερικών, όπως: Θα εξελιχθεί στα Δυτικά Βαλκάνια ανταγωνισμός μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας στη βάση διαφορετικών στρατηγικών επιλογών;
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», 25/10/2019