ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Η Ευρώπη πολλά θα μάθει και θα πάθει από την ισλαμική Τουρκία
Θαρρούν, άραγε, οι Ευρωπαίοι αλλά και κάποιοι ημέτεροι πολιτικοί ότι με «αποδοκιμασίες», «καταδίκες» και «κυρώσεις» θα εμποδίσουν τον Ταγίπ Ερντογάν να αναπτύξει τις νεο-οθωμανικές πολιτικές της Τουρκίας στην Εγγύς Ανατολή, στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Βόρ. Αφρική, στα Βαλκάνια; Εχουν αντιληφθεί ότι ο ισλαμιστής Ερντογάν είναι ένας δικτάτορας που διψάει για «κατακτήσεις» στη Συρία, στις θάλασσες και στα ανατολικά νησιά στο Αιγαίο και στην Κύπρο, και ότι οργανώνει αυτόνομες «τουρκικές» κοινότητες μέσα στις κοινωνίες των ευρωπαϊκών χωρών;
Πιστεύουν στ’ αλήθεια οι πολιτικά παράλυτοι και διψασμένοι για εμπορικά κέρδη από την τουρκική αγορά, οι «ισχυροί» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ότι θα «συμμαζέψουν» τον εθνικιστή Ερντογάν με ηθικολογικές ρητορείες και «χαρτζιλίκια», κάνοντας την ίδια ώρα, με πρώτη τη Γερμανία, «δουλειές με φούντες» στην Τουρκία;
Είναι φανερό ότι απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα είναι δύσκολο να διατυπωθούν από τους Ευρωπαίους, που τώρα έχουν «μπλέξει» άσχημα με την περίπτωση της Τουρκίας. Και γι’ αυτό ο Ελληνας πρωθυπουργός δεν είχε τίποτε το σοβαρό να περιμένει στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής από τους Ευρωπαίους αρχηγούς. Ο κ. Μητσοτάκης απλώς διαπίστωσε εκεί με τη σειρά του τη μελαγχολική κατάσταση της Ε.Ε., που «καταδικάζει», «υποστηρίζει», «αναγνωρίζει» και μετά, κουρασμένη, αποσύρεται στα… ιδιαίτερά της. Ομως, η Ευρωπαϊκή Ενωση πληρώνει σήμερα -και θα πληρώσει σύντομα πολύ ακριβότερα- το ότι ουδέποτε ασχολήθηκε με το γεωστρατηγικό ζήτημα της Τουρκίας, αφήνοντας γενικώς και ειδικώς και για δεκαετίες τα στρατηγικά και τα αμυντικά ζητήματα της Γηραιάς Ηπείρου στη διαχείριση των ΗΠΑ.
Οι πρωταγωνιστές της ευρωπαϊκής «παγκοσμιοποίησης», οι ισχυροί της ευρωζώνης, μαγνητίστηκαν από τη συσσώρευση των οικονομικών κερδών τους και, πολιτικά ράθυμοι, αρνήθηκαν να καταλάβουν την «περίπτωση» της Τουρκίας. Την έφεραν, μάλιστα, το 1998, υπό αμερικανική καθοδήγηση, σε ενταξιακή πορεία προς την Ε.Ε., πιέζοντας συστηματικά την Αθήνα να αποσύρει τις έντονες αντιρρήσεις της για τον αταίριαστο ευρω-τουρκικό γάμο.
Οταν η Ε.Ε. αποφάσιζε το 1999 ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Αγκυρα, η Ελλάδα, χώρα-μέλος της Ε.Ε., υφίστατο ήδη από το 1995 «απειλή πολέμου» από την Τουρκία, η οποία δεν αναγνώριζε το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, είχε χαρακτηρίσει «γκρίζα», δηλαδή εκτός ελληνικής εθνικής κυριαρχίας, μια σειρά από νησιά του ανατολικού Αιγαίου και περιφρονούσε ανοικτά τα Ψηφίσματα του ΟΗΕ για την Κύπρο, όπου, μάλιστα, δεν αναγνώριζε την Κυπριακή Δημοκρατία, χώρα-μέλος των Ηνωμένων Εθνών. Η Αγκυρα είχε δείξει, λοιπόν, τα «δόντια» της από τότε, πριν από την πολιτική εισβολή των ισλαμιστών του Ερντογάν στην Τουρκία. Εκείνη την περίοδο, οι κεμαλιστές είχαν μεν αναχαιτίσει (προσωρινώς, όπως απεδείχθη) τους θρησκευόμενους εθνικιστές του Ερμπακάν, αλλά η νεο-οθωμανική φαντασίωση που αγκάλιαζε τους ισλαμιστές είχε πιάσει ρίζες από τη δεκαετία του ’80.
Ηδη, το 1983, ο «δυτικότροπος» Τουργκούτ Οζάλ, που είχε κάνει άνοιγμα στο πολιτικό Ισλάμ, μιλούσε για το νεο-οθωμανικό δόγμα που έβλεπε την Τουρκία στη Μ. Ανατολή, στον Καύκασο, σε περιοχές της Κεντρικής Ασίας. Αυτή τη σκυτάλη θα έπαιρνε στη συνέχεια ο Αχμέτ Νταβούτογλου, προωθώντας ουσιαστικά την ιδέα του παντουρκισμού, που θέλει την ένωση με τη «μητέρα πατρίδα» όλων των τουρκόφωνων ομάδων που ζουν στη «διασπορά». Με αυτή την Τουρκία θέλησε, λοιπόν, να συνάψει στενές σχέσεις η Κοινότητα των Ευρωπαίων για, γενικώς, «στρατηγικούς» λόγους. Και, φυσικά, οι ράθυμοι Ευρωπαίοι δεν μπήκαν στον κόπο να καταλάβουν ποιο γεωπολιτικό δράμα συνέγραφαν οι Δυτικοί στην Εγγύς Ανατολή προκειμένου να ανατρέψουν τον Ασαντ. Ούτε και η Αθήνα σκέφτηκε στη συνέχεια ότι καλό θα ήταν να ετοιμάζεται για να αντιμετωπίσει κάποια «πράγματα», που θα άγγιζαν τις δικές της ακτές. Μόνον ο Ερντογάν κατάλαβε γρήγορα τις μεγάλες «ευκαιρίες» που του δίνονταν από το άνοιγμα αυτής της υπόθεσης. Οι Ευρωπαίοι έξυναν τις σοφές κεφαλές τους. Στο βάθος της σκηνής, από την αρχή, η Μόσχα χαμογελούσε, διαβλέποντας τις δικές της «ευκαιρίες».
Πιστεύουν στ’ αλήθεια οι πολιτικά παράλυτοι και διψασμένοι για εμπορικά κέρδη από την τουρκική αγορά, οι «ισχυροί» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ότι θα «συμμαζέψουν» τον εθνικιστή Ερντογάν με ηθικολογικές ρητορείες και «χαρτζιλίκια», κάνοντας την ίδια ώρα, με πρώτη τη Γερμανία, «δουλειές με φούντες» στην Τουρκία;
Είναι φανερό ότι απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα είναι δύσκολο να διατυπωθούν από τους Ευρωπαίους, που τώρα έχουν «μπλέξει» άσχημα με την περίπτωση της Τουρκίας. Και γι’ αυτό ο Ελληνας πρωθυπουργός δεν είχε τίποτε το σοβαρό να περιμένει στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής από τους Ευρωπαίους αρχηγούς. Ο κ. Μητσοτάκης απλώς διαπίστωσε εκεί με τη σειρά του τη μελαγχολική κατάσταση της Ε.Ε., που «καταδικάζει», «υποστηρίζει», «αναγνωρίζει» και μετά, κουρασμένη, αποσύρεται στα… ιδιαίτερά της. Ομως, η Ευρωπαϊκή Ενωση πληρώνει σήμερα -και θα πληρώσει σύντομα πολύ ακριβότερα- το ότι ουδέποτε ασχολήθηκε με το γεωστρατηγικό ζήτημα της Τουρκίας, αφήνοντας γενικώς και ειδικώς και για δεκαετίες τα στρατηγικά και τα αμυντικά ζητήματα της Γηραιάς Ηπείρου στη διαχείριση των ΗΠΑ.
Οι πρωταγωνιστές της ευρωπαϊκής «παγκοσμιοποίησης», οι ισχυροί της ευρωζώνης, μαγνητίστηκαν από τη συσσώρευση των οικονομικών κερδών τους και, πολιτικά ράθυμοι, αρνήθηκαν να καταλάβουν την «περίπτωση» της Τουρκίας. Την έφεραν, μάλιστα, το 1998, υπό αμερικανική καθοδήγηση, σε ενταξιακή πορεία προς την Ε.Ε., πιέζοντας συστηματικά την Αθήνα να αποσύρει τις έντονες αντιρρήσεις της για τον αταίριαστο ευρω-τουρκικό γάμο.
Οταν η Ε.Ε. αποφάσιζε το 1999 ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Αγκυρα, η Ελλάδα, χώρα-μέλος της Ε.Ε., υφίστατο ήδη από το 1995 «απειλή πολέμου» από την Τουρκία, η οποία δεν αναγνώριζε το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, είχε χαρακτηρίσει «γκρίζα», δηλαδή εκτός ελληνικής εθνικής κυριαρχίας, μια σειρά από νησιά του ανατολικού Αιγαίου και περιφρονούσε ανοικτά τα Ψηφίσματα του ΟΗΕ για την Κύπρο, όπου, μάλιστα, δεν αναγνώριζε την Κυπριακή Δημοκρατία, χώρα-μέλος των Ηνωμένων Εθνών. Η Αγκυρα είχε δείξει, λοιπόν, τα «δόντια» της από τότε, πριν από την πολιτική εισβολή των ισλαμιστών του Ερντογάν στην Τουρκία. Εκείνη την περίοδο, οι κεμαλιστές είχαν μεν αναχαιτίσει (προσωρινώς, όπως απεδείχθη) τους θρησκευόμενους εθνικιστές του Ερμπακάν, αλλά η νεο-οθωμανική φαντασίωση που αγκάλιαζε τους ισλαμιστές είχε πιάσει ρίζες από τη δεκαετία του ’80.
Ηδη, το 1983, ο «δυτικότροπος» Τουργκούτ Οζάλ, που είχε κάνει άνοιγμα στο πολιτικό Ισλάμ, μιλούσε για το νεο-οθωμανικό δόγμα που έβλεπε την Τουρκία στη Μ. Ανατολή, στον Καύκασο, σε περιοχές της Κεντρικής Ασίας. Αυτή τη σκυτάλη θα έπαιρνε στη συνέχεια ο Αχμέτ Νταβούτογλου, προωθώντας ουσιαστικά την ιδέα του παντουρκισμού, που θέλει την ένωση με τη «μητέρα πατρίδα» όλων των τουρκόφωνων ομάδων που ζουν στη «διασπορά». Με αυτή την Τουρκία θέλησε, λοιπόν, να συνάψει στενές σχέσεις η Κοινότητα των Ευρωπαίων για, γενικώς, «στρατηγικούς» λόγους. Και, φυσικά, οι ράθυμοι Ευρωπαίοι δεν μπήκαν στον κόπο να καταλάβουν ποιο γεωπολιτικό δράμα συνέγραφαν οι Δυτικοί στην Εγγύς Ανατολή προκειμένου να ανατρέψουν τον Ασαντ. Ούτε και η Αθήνα σκέφτηκε στη συνέχεια ότι καλό θα ήταν να ετοιμάζεται για να αντιμετωπίσει κάποια «πράγματα», που θα άγγιζαν τις δικές της ακτές. Μόνον ο Ερντογάν κατάλαβε γρήγορα τις μεγάλες «ευκαιρίες» που του δίνονταν από το άνοιγμα αυτής της υπόθεσης. Οι Ευρωπαίοι έξυναν τις σοφές κεφαλές τους. Στο βάθος της σκηνής, από την αρχή, η Μόσχα χαμογελούσε, διαβλέποντας τις δικές της «ευκαιρίες».