Και για μεν την περίπτωση της «Βόρειας Μακεδονίας» γίνεται κατανοητό ότι η Αθήνα υποστηρίζει, θέλοντας και μη, την «ευρωπαϊκή πορεία» της γειτονικής Δημοκρατίας, αφού οι «Πρέσπες» έχουν συνδεθεί με αυτό το στοιχείο. Αλλά για την περίπτωση της Αλβανίας διερωτάται κανείς γιατί η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ενθέρμως την ένταξή της στην Ε.Ε., «πακέτο» με την υπόθεση των Σκοπίων; Εκτιμούν, οι ευφυείς προϊστάμενοι της ελληνικής διπλωματίας, ότι έτσι θα «πιεστούν» τα Τίρανα για να συμπεριφερθούν καλύτερα απέναντι στην Ελλάδα και στην εκεί ελληνική μειονότητα;

Κι όμως, έτσι είναι. Με αυτό το αφελές όσο και πολιτικά σαθρό «επιχείρημα», η Αθήνα καταφέρνει για ακόμα μία φορά να τοποθετηθεί πρόχειρα σε ένα ζήτημα στρατηγικών επιλογών της Ε.Ε. στα Δυτικά Βαλκάνια, όχι με λογική ευρωπαϊκής χώρας-μέλους της Ενωσης με συγκεκριμένα γεωπολιτικά συμφέροντα, αλλά ως «ακόλουθος» τρίτων. Η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας δεν βρίσκει σήμερα κανένα ζήτημα άξιο σοβαρής διερεύνησης, σχετικά με την προοπτική αλβανικής «ένταξης» στην Ε.Ε. Η περί Δυτικών Βαλκανίων γερμανική «γραμμή» τής αρκεί.

Η Αθήνα, λοιπόν, είναι υπέρ της άποψης ότι αυτή η Αλβανία, με αυτήν την πολιτική και οικονομική ποιότητα, με αυτό το διεφθαρμένο πολιτικό προσωπικό, με αυτόν τον πρωθυπουργό, που κατηγορείται ανοικτά ότι προστατεύει ναρκεμπόρους, με αυτό το πλήθος «επιχειρήσεων» παραγωγής, εμπορίας, αλλά και επεξεργασίας (πλέον) ναρκωτικών ουσιών, είναι έτοιμη να ξεκινήσει... «ευρωπαϊκή πορεία». Προσπερνώντας το ότι η Αλβανία είναι, έτσι κι αλλιώς, σε στενή επαφή με την Τουρκία και προκαλεί σοβαρά προβλήματα σε βάρος της Ελλάδας στην Αδριατική, γεννάται και ένα άλλο ερώτημα: Αραγε, η Αθήνα έχει κάποιες απορίες, κάποιες ανησυχίες για το γεγονός ότι εδώ και μερικά χρόνια έχουν εγκατασταθεί στο έδαφος της Αλβανίας, σε απόσταση μισής ώρας με αυτοκίνητο από τα Τίρανα, ως «φιλοξενούμενοι», περίπου 3.000 «Μουτζαχεντίν» με συμφωνίες που έκαναν οι ΗΠΑ επί Ομπάμα; Τα στοιχεία της υπόθεσης αυτής η Αθήνα τα γνωρίζει, βεβαίως, πολύ καλά. Πρόκειται για σκληρούς, καλά εκπαιδευμένους και πάντα ετοιμοπόλεμους «Μουτζαχεντίν ε Χαλκ», Ιρανούς αντικαθεστωτικούς του «Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης» (έχουν έδρα στο Παρίσι και «παραρτήματα» σε ΗΠΑ, Γερμανία, Τίρανα και Ιράκ), οι οποίοι μεταφέρθηκαν από την αμερικανική βάση «Camp Liberty» του Ιράκ. Οι σχετικές συμφωνίες (με το «αζημίωτο») έγιναν επί Μπερίσα αρχικά, το 2013, και αργότερα, το 2016, επί Ράμα, όταν άλλες χώρες αρνήθηκαν αυτό το «σέρβις» στην Ουάσινγκτον. Τα λεπτομερή στοιχεία της υπόθεσης κατέχουν από καιρό όλες οι Υπηρεσίες Πληροφοριών της Ευρώπης, καθώς και η ημέτερη ΕΥΠ, η οποία έχει προ πολλού ενημερώσει την πολιτική ηγεσία. Αυτή η «φυτεμένη» μέσα στην Αλβανία ισλαμική κοινότητα πολεμιστών, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να «αξιοποιηθεί» από ποικίλους τρίτους στα Δυτικά Βαλκάνια (ήδη το 1992, δυνάμεις «Μουτζαχεντίν» πολέμησαν στη Βοσνία εναντίον των Σέρβων και στη συνέχεια «εγκαταστάθηκαν» σε βοσνιακά μουσουλμανικά χωριά, τα οποία έκτοτε ελέγχουν ενόπλως), δεν απασχολεί τις «αναλύσεις» των Ευρωπαίων που μελετούν την αλβανική υποψηφιότητα για είσοδο στην Ε.Ε. Ούτε η Αθήνα έχει διατυπώσει καμία ανησυχία για την παρουσία αυτών των (και σήμερα εκπαιδευόμενων για πολεμικές επιχειρήσεις «Μουτζαχεντίν») δίπλα στη χώρα μας. Η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας μοιράζεται με νηφαλιότητα την άποψη της Γερμανίδας, σήμερα προέδρου της Κομισιόν, κυρίας Ούρσουλα φον Λάιεν, που έχει εξηγήσει τι είδους «ευρωπαϊσμό» εννοεί το Βερολίνο για την Αλβανία: «... Αν εμείς οι Ευρωπαίοι δεν τους δώσουμε προοπτική, τότε θα καλύψουν άλλοι αυτό το κενό, είτε η Κίνα, είτε η Ρωσία, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία».

Περί αυτού πρόκειται, δηλαδή. Οι «λεπτομέρειες» παρέλκουν. Οσο για τους φιλοξενουμένους στα ακόμα ασταθή Δυτικά Βαλκάνια «Μουτζαχεντίν ε Χαλκ», ποιος ξέρει, μπορεί κάποια στιγμή να αποβούν και «χρήσιμοι» σε αυτή την περιοχή με τις πολλές μουσουλμανικές κοινότητες, που διακαώς επιθυμεί να «προστατεύσει» και ο ισλαμιστής Τούρκος δικτάτορας.