ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Τα βάσανα του κ. Τσίπρα στον «συγχυσμένο» ΣΥΡΙΖΑ
Παρότι «ριζοσπάστης» πολιτικός, όπως προβάλλεται αενάως απ’ τον πολιτικό θυρεό του κόμματός του, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν παρουσιάζει σήμερα καμία πρωτότυπη σκέψη στη δημόσια σκηνή. Και το κόμμα του δυσκολεύεται εξαιρετικά να ξεφύγει από θέσεις και παραστάσεις ξεπερασμένες απ’ την ευρωπαϊκή πραγματικότητα και από τη ροή των εξελίξεων στην Ελλάδα μετά την εκλογική νίκη της Ν.Δ.
Ο κ. Τσίπρας στερείται πολιτικών επινοήσεων, χρησιμοποιεί παλιά υποδείγματα αντιπολιτευτικού λόγου και δείχνει να κινείται δύσκολα σε μια πίστα που δεν του είναι γνώριμη μετά την ήττα του περασμένου Ιουλίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε το 2015 ανέτοιμος να αντιμετωπίσει τα «μνημονιακά» πολυβόλα της τρόικας των δανειστών, που τον οδήγησαν στα άκρα της αντοχής του, με τα γνωστά αποτελέσματα. Το 2020 το κόμμα του σε θέση αξιωματικής αντιπολίτευσης, εκλογικά ισχυρό ακόμα, αλλά υποχρεωμένο να πορευτεί με τη σφραγίδα της ιουλιανής ήττας, φαίνεται επίσης ανέτοιμο να διαχειριστεί τα δεδομένα του.
Ο κ. Τσίπρας και τα γύρω του ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρνουν σήμερα να παρουσιάσουν κάτι νέο στον, κατ’ αυτούς, «προοδευτικό» χώρο, στο πεδίο της λεγόμενης «Κεντροαριστεράς», στην οποία το κόμμα τους φιλοδοξεί να «ηγεμονεύσει».
Είναι αλήθεια ότι ο πρώην πρωθυπουργός δίνει κάποιες στιγμές την εντύπωση πως «ψάχνεται», ενώ δεν διστάζει να αλλάξει στάση σε θέματα αιχμής, όπως το τουρκικό «γιουρούσι» στα σύνορα, το οποίο διαχειρίστηκε επιτυχώς η κυβέρνηση, με την επιδοκιμασία της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών. Ρεαλιστής πολιτικός, ο κ. Τσίπρας ορθώς δεν θέλησε να «παίξει» με τη μείζονα υπόθεση των απειλών της εθνικής ασφάλειας της χώρας από την Τουρκία. Έτσι, προσπέρασε την εκτός θέματος «διεθνιστική Αριστερά» του κόμματός του. Ομοίως, εμφανίζεται σώφρων και συνεργάσιμος στην υπόθεση του κοροναϊού.
Όμως, κατά τα άλλα, ο πρώην πρωθυπουργός δεν διαθέτει στέρεες πολιτικές προτάσεις που θα τον λύτρωναν στ’ αλήθεια από το βασανιστικό ερώτημα για το πόσο πολύ ή λιγότερο «αριστερό» θα είναι το κόμμα του, αν ανοίξει τις πόρτες του προσεχώς. Ετσι, ο κ. Τσίπρας ασκεί τις κριτικές του στην κυβέρνηση με παλαιομοδίτικη ρητορεία, μηχανικά θα έλεγε κανείς, πιστός στην παλιά συνταγή των «επιθέσεων», που στόχο έχουν να φθείρουν με τον καιρό μια κυβέρνηση, όταν, μάλιστα, αυτή έχει ενώπιόν της πολύ δύσκολα προβλήματα διαχείρισης.
Όμως, με αυτή την «πολιτική», χωρίς πνοή και έμπνευση, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι σε θέση να μεγεθύνει τις επιρροές της στην κοινωνία των «μεσαίων» αστών, την οποία φιλοδοξεί να προσελκύσει. Αντιθέτως, μάλιστα, το ποσοστό των πολιτών που έδωσαν τη νίκη στη Ν.Δ. το 2019 δεν φαίνεται σήμερα διατεθειμένο να αφαιρέσει δύναμη εμπιστοσύνης από την κυβέρνηση Κυρ. Μητσοτάκη, παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία δεν λέει να πάρει την ανηφόρα και οι κοινωνικές ανισότητες που έφεραν τα δέκα χρόνια των «Μνημονίων» παραμένουν έντονες.
Άσχετα από τους καλούς ή χαμηλούς βαθμούς των επιδόσεων της κυβέρνησης, κατά τομείς, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν προβάλλεται στην ελληνική κοινωνία ως η καλύτερη «απάντηση» στον κ. Κυρ. Μητσοτάκη. Και σε αυτό παίζει ρόλο ιδιαίτερο και το άτονο πολιτικό πρόσωπο του κ. Τσίπρα σήμερα, σε μια περίοδο κατεξοχήν πολιτικά σημαντική, που δεν αφήνει χώρο για γενικολογίες και «ξύλινη» αντιπολίτευση. Όσο, λοιπόν, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι σε θέση να εμφανίσει θετικές εναλλακτικές προτάσεις απέναντι στη «γαλάζια» Κεντροδεξιά, πόση σημασία θα έχει προσεχώς ο βαθμός «αριστεροσύνης» του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Η βίαια «μετασχηματισμένη» ελληνική κοινωνία απεχθάνεται τα διχαστικά λόγια και γυρνά την πλάτη σε όσους πολιτικούς επιμένουν βλακωδώς σε αυτά. Ο κ. Τσίπρας δείχνει ότι μάλλον το έχει αντιληφθεί αυτό. Όμως, απ’ την άλλη πλευρά, ο ίδιος και το κόμμα του σταδιοδρόμησαν έως τώρα και διαμόρφωσαν «χαρακτήρα» διαρκώς επιτιθέμενοι στη «νεοφιλελεύθερη Δεξιά». Γι’ αυτό και η συνέχεια, στην προοπτική του -όποτε- Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον...
Ο κ. Τσίπρας στερείται πολιτικών επινοήσεων, χρησιμοποιεί παλιά υποδείγματα αντιπολιτευτικού λόγου και δείχνει να κινείται δύσκολα σε μια πίστα που δεν του είναι γνώριμη μετά την ήττα του περασμένου Ιουλίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε το 2015 ανέτοιμος να αντιμετωπίσει τα «μνημονιακά» πολυβόλα της τρόικας των δανειστών, που τον οδήγησαν στα άκρα της αντοχής του, με τα γνωστά αποτελέσματα. Το 2020 το κόμμα του σε θέση αξιωματικής αντιπολίτευσης, εκλογικά ισχυρό ακόμα, αλλά υποχρεωμένο να πορευτεί με τη σφραγίδα της ιουλιανής ήττας, φαίνεται επίσης ανέτοιμο να διαχειριστεί τα δεδομένα του.
Ο κ. Τσίπρας και τα γύρω του ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρνουν σήμερα να παρουσιάσουν κάτι νέο στον, κατ’ αυτούς, «προοδευτικό» χώρο, στο πεδίο της λεγόμενης «Κεντροαριστεράς», στην οποία το κόμμα τους φιλοδοξεί να «ηγεμονεύσει».
Είναι αλήθεια ότι ο πρώην πρωθυπουργός δίνει κάποιες στιγμές την εντύπωση πως «ψάχνεται», ενώ δεν διστάζει να αλλάξει στάση σε θέματα αιχμής, όπως το τουρκικό «γιουρούσι» στα σύνορα, το οποίο διαχειρίστηκε επιτυχώς η κυβέρνηση, με την επιδοκιμασία της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών. Ρεαλιστής πολιτικός, ο κ. Τσίπρας ορθώς δεν θέλησε να «παίξει» με τη μείζονα υπόθεση των απειλών της εθνικής ασφάλειας της χώρας από την Τουρκία. Έτσι, προσπέρασε την εκτός θέματος «διεθνιστική Αριστερά» του κόμματός του. Ομοίως, εμφανίζεται σώφρων και συνεργάσιμος στην υπόθεση του κοροναϊού.
Όμως, κατά τα άλλα, ο πρώην πρωθυπουργός δεν διαθέτει στέρεες πολιτικές προτάσεις που θα τον λύτρωναν στ’ αλήθεια από το βασανιστικό ερώτημα για το πόσο πολύ ή λιγότερο «αριστερό» θα είναι το κόμμα του, αν ανοίξει τις πόρτες του προσεχώς. Ετσι, ο κ. Τσίπρας ασκεί τις κριτικές του στην κυβέρνηση με παλαιομοδίτικη ρητορεία, μηχανικά θα έλεγε κανείς, πιστός στην παλιά συνταγή των «επιθέσεων», που στόχο έχουν να φθείρουν με τον καιρό μια κυβέρνηση, όταν, μάλιστα, αυτή έχει ενώπιόν της πολύ δύσκολα προβλήματα διαχείρισης.
Όμως, με αυτή την «πολιτική», χωρίς πνοή και έμπνευση, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι σε θέση να μεγεθύνει τις επιρροές της στην κοινωνία των «μεσαίων» αστών, την οποία φιλοδοξεί να προσελκύσει. Αντιθέτως, μάλιστα, το ποσοστό των πολιτών που έδωσαν τη νίκη στη Ν.Δ. το 2019 δεν φαίνεται σήμερα διατεθειμένο να αφαιρέσει δύναμη εμπιστοσύνης από την κυβέρνηση Κυρ. Μητσοτάκη, παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία δεν λέει να πάρει την ανηφόρα και οι κοινωνικές ανισότητες που έφεραν τα δέκα χρόνια των «Μνημονίων» παραμένουν έντονες.
Άσχετα από τους καλούς ή χαμηλούς βαθμούς των επιδόσεων της κυβέρνησης, κατά τομείς, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν προβάλλεται στην ελληνική κοινωνία ως η καλύτερη «απάντηση» στον κ. Κυρ. Μητσοτάκη. Και σε αυτό παίζει ρόλο ιδιαίτερο και το άτονο πολιτικό πρόσωπο του κ. Τσίπρα σήμερα, σε μια περίοδο κατεξοχήν πολιτικά σημαντική, που δεν αφήνει χώρο για γενικολογίες και «ξύλινη» αντιπολίτευση. Όσο, λοιπόν, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι σε θέση να εμφανίσει θετικές εναλλακτικές προτάσεις απέναντι στη «γαλάζια» Κεντροδεξιά, πόση σημασία θα έχει προσεχώς ο βαθμός «αριστεροσύνης» του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Η βίαια «μετασχηματισμένη» ελληνική κοινωνία απεχθάνεται τα διχαστικά λόγια και γυρνά την πλάτη σε όσους πολιτικούς επιμένουν βλακωδώς σε αυτά. Ο κ. Τσίπρας δείχνει ότι μάλλον το έχει αντιληφθεί αυτό. Όμως, απ’ την άλλη πλευρά, ο ίδιος και το κόμμα του σταδιοδρόμησαν έως τώρα και διαμόρφωσαν «χαρακτήρα» διαρκώς επιτιθέμενοι στη «νεοφιλελεύθερη Δεξιά». Γι’ αυτό και η συνέχεια, στην προοπτική του -όποτε- Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον...