H εν Αθήναις «γερμανική σχολή» διδασκαλίας της εξωτερικής πολιτικής, που υιοθετείται από έναν κύκλο Ελλήνων πολιτικών, ξεπροβάλλει πάλι στο πολιτικό προσκήνιο. Από τα μέσα της δεκαετίας ’90 του περασμένου αιώνα, ο κύκλος αυτός συστηματικά αποδοκιμάζει κάθε ανάδειξη του ρόλου της Αμυνας της χώρας στα πεδία των πολεμικών απειλών της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο κύκλος αυτός, τέκνο ενός εγχώριου «ευρωπαϊκού» διεθνισμού που υπερασπίζονται πολιτικοί θαυμαστές της Γερμανίας, συστηματικά αποδοκιμάζει κάθε δήλωση ηγετικών στρατιωτικών παραγόντων για την ετοιμότητα των Ενόπλων Δυνάμεων απέναντι στις τουρκικές απειλές. Κι ας είναι αυτές οι δηλώσεις εναρμονισμένες με τις πολιτικές που ασκεί η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στην Τουρκία. Επιπλέον, ο κύκλος αυτός, που προέκυψε απ’ την ανάγκη να αιτιολογηθεί ο πανικός μίας πολιτικής ηγεσίας ανίκανης να διαχειρισθεί την υπόθεση των Ιμίων, το 1997, κάλυ-ψε την ανεπάρκειά της και τις σχέσεις με το Βερολίνο, με μία «θεωρία» περί ενός «ειρηνικού ευρωπαϊσμού», που απορρίπτει κάθε σκέψη για ένοπλη υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων μίας ευρωπαϊκής χώρας.
Ο κύκλος αυτός των «Βερολινέζων» της Αθήνας κατατάσσει και σήμερα στους «ακραίους εθνικιστές» και στους «πολεμοκάπηλους» όσους πολιτικούς και πολίτες εννοούν να υπολογίζουν στην επιχειρησιακή ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων απέναντι στις πολεμικές απειλές του ισλαμιστή προέδρου Ερντογάν. Δολίως παρακάμπτουν το γεγονός ότι η πλειονότητα των πολιτικών και των πολιτών της Ελλάδας επικαλείται ακριβώς το συλλογικό πνεύμα και τις αρχές της Ενωσης των Ευρωπαίων, όταν υπερασπίζεται τα συμφέροντα της χώρας. Αλλά, ο κύκλος των φανατισμένων «Σημιτικών» θέλει την υποταγή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην «ευρωπαϊκή» λογική της Γερμανίας. Ακόμα και η περίπτωση της στρατιωτικής παρουσίας της, εχθρικά διακείμενης προς την Τουρκία, Γαλλίας, στη Μεσόγειο, έχει τη βαθύτατη αντιπάθεια των γερμανόφιλων τελάληδων του εν λόγω κύκλου.
Οι φανατικοί του κύκλου των «Σημιτικών» αποδοκιμάζουν, ακόμα και χλευάζουν, την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, όταν στηρίζει δυναμικά τις διακηρυγμένες επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά δεν τολμούν βέβαια να υποστηρίξουν ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να διαλύσει τις Ενοπλες Δυνάμεις της και να αφοπλιστεί. Ακόμη και οι πιο σκληροί «ειρηνιστές» φοβούνται τις λεμονόκουπες, όπως έγραφε γι’ αυτούς ο Παναγιώτης Κονδύλης πριν από είκοσι χρόνια. Και γι’ αυτό, υποστηρίζουν την πολιτικά παιδαριώδη άποψη ότι το γεγονός πως η Ελλάδα διαθέτει Ενοπλες Δυνάμεις, δεν σημαίνει και ότι πρέπει... να τις χρησιμοποιήσει, αν απειληθεί ενόπλως η κυριαρχία της χώρας από την Τουρκία. Οποιος το σκεφθεί αυτό, είναι, κατά τη γνώμη τους, «πολεμοχαρής» και κινείται μακράν του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού.
Σε τι οφείλεται, όμως, αυτός ο φανατισμός των προ πολλού ιστορικά καταδικασμένων «Σημιτικών»; Οφείλεται στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να υπερασπιστούν τα ακριβά πληρωμένα απ’ τους Ελληνες ολέθρια λάθη του 1997 -’99, του Κ. Σημίτη και του Γ. Α. Παπανδρέου, ο οποίος -θέαμα γελοίο, όσο και θλιβερό- διασκέδαζε τότε με τον Τούρκο υπουργό Ισμαήλ Τζεμ, χοροπηδώντας χορευτικά ενώπιόν του, για να εισπράξει το χειροκρότημά του. Από την πηγή εκείνων των ολέθριων λαθών τους αρδεύεται ο φανατισμός τους.
Η παρέα των αμετανόητων «Σημιτικών» συνιστά σήμερα ενθέρμως στην κυβέρνηση να αποστεί από κάθε σκέψη για ένοπλη αντιμετώπιση κάθε πολεμικής απειλής από την Τουρκία, να ακούσει τον «μετριοπαθή» λόγο της κ. Μέρκελ και να αγνοήσει τους Γάλλους, προκειμένου να βοηθηθεί από το Βερολίνο η ελληνική εξωτερική πολιτική. Οι πολιτικά καταργημένοι «σημιτικοί», με εγωισμό και γεροντικό πείσμα, διατηρούν βέβαια κάποιες φιλίες σε στενούς κύκλους νεότερων φανατικών «κεντροαριστερών», φορτωμένων με δικές τους αστοχίες και διαψεύσεις. Κανείς τους δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι ακόμα και η φιλική, τα τελευταία χρόνια προς τους «Σημιτικούς», ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, δυσφορεί σήμερα με τις «προτάσεις» τους, καθώς ο καθ’ όλα μετριοπαθής πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, δέχεται την πίεση και την κακοπιστία του απροκάλυπτα φιλοτουρκικού, Βερολίνου, που μόνο ευρωπαϊκές αξίες δεν υπερασπίζεται.