ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Πώς να παλέψει η «Κεντροαριστερά» με τα όσα η ίδια έχει υπογράψει;
Γεγονός είναι ότι από το σοκ του 2010, οπότε η Ελλάδα μπήκε στον δρόμο των δανειακών συμβάσεων (μνημονίων) με την «τρόικα», ο κόσμος των αστικών πολιτικών κομμάτων είδε να φεύγει η γη κάτω από τα πόδια του. Το σταθερό για 35 χρόνια δικομματικό σύστημα κυβερνητικής εξουσίας, κατά τη Μεταπολίτευση, κλονίστηκε άσχημα και έχασε τις εσωτερικές «ισορροπίες» του.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, η συντηρητική Κεντροδεξιά έχασε σημαντικό μέρος της δύναμής της, αλλά τελικά απέφυγε την «καταστροφή», αλλάζοντας όμως και κάποια από τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά της. Οι δυνάμεις των μικρών και μεσαίων αστών, που εκπροσωπήθηκαν επί μακρόν από το κόμμα των πλούσιων «κατανομών», το ΠΑΣΟΚ, ταχέως συρρικνώθηκαν… ελλείψει πόρων προς διανομή.
Εκτοτε, το κόμμα της Κεντροδεξιάς και η χλωμή «Κεντροαριστερά» έχουν αντίπαλό τους μια Αριστερά ασαφών χαρακτηριστικών, που σφηνώθηκε ανάμεσά τους το 2012 και διεκδικεί ψήφους που κάποτε στήριζαν τον εύφορο δικομματισμό της Μεταπολίτευσης. Η Ν.Δ. τώρα κυβερνάει, όχι χωρίς μεγάλο κόπο, με τις δικές της «μεταρρυθμιστικές» αντιλήψεις, αλλά χωρίς «ιδεολογικά» προβλήματα στους κόλπους της.
Τα πράγματα διαφέρουν απέναντι. Εκεί η συνολικώς «Κεντροαριστερά» (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝ.ΑΛ. και μικροσυγγενείς τους) κινείται αυτή την περίοδο με τα «προβεβλημένα» στελέχη της να αγωνίζονται να σχεδιάσουν ένα πολιτικό πρόσωπο που θα προκαλούσε το ενδιαφέρον των πολιτών, οι οποίοι θα είχαν λόγο να στηρίξουν με την ψήφο τους τα κόμματά τους στην επόμενη κάλπη. Για την ώρα, τα πρώτα σκίτσα τους καταλήγουν σε δύσμορφα πολιτικά σχήματα ή και σε «μουτζούρες».
Οι αριστεροί ριζοσπάστες του ΣΥΡΙΖΑ και το γνήσιο τέκνο του ΠΑΣΟΚ, το ΚΙΝ.ΑΛ., έχουν όντως ένα τεράστιο πρόβλημα, διότι το έργο της συλλογής ψήφων για την επόμενη εκλογική μάχη δεν συνοδεύεται από εναλλακτικές πολιτικές θέσεις απέναντι στην κυβερνητική πρακτική της Νέας Δημοκρατίας. Και συμβαίνει να μοιάζει ακατόρθωτο να διατυπωθεί «άλλη» πολιτική από τον «προοδευτικό», λεγόμενο, χώρο, δεδομένου ότι: α) Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υπογράψει μαζί με το ΠΑΣΟΚ το τρίτο «μνημόνιο» του θέρους του 2015 και άσκησε τις αυστηρές πολιτικές που αυτό προέβλεπε, β)το ΠΑΣΟΚ (ΚΙΝ. ΑΛ.) έχει αποδεχθεί, όπως και η Νέα Δημοκρατία την ΟΝΕ, το «Μάαστριχτ», τη συμμετοχή στην ευρωζώνη και τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας στην Ε.Ε.
Εχοντας συμπορευθεί, λοιπόν, με αυτές τις οικονομικές συμφωνίες και τα κοινωνικά τους «παρακολουθήματα», η σημερινή δικέφαλη «Κεντροαριστερά» δεν είναι σε θέση να ανατρέψει τις πολιτικές της Ν.Δ., η οποία έχει την ευθύνη της διαχείρισης ενός όγκου προβλημάτων, αλλά ουδέποτε αμφισβήτησε τα όσα σημαντικά κείμενα υπέγραφε με την Ευρωπαϊκή Ενωση η Αθήνα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 έως το 2015.
Η πολιτική θέση της «Κεντροαριστεράς» είναι συνεπώς εκ των πραγμάτων δεινή. Και είναι φυσιολογική η σύγχυση που επικρατεί στους κόλπους της. Αναπόφευκτα πάσχει και το «μοντέλο» της αντιπολίτευσης που ασκεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με ρητορείες πολιτικά «άδειες» και ξεπερασμένες από τη ροή των εσωτερικών και διεθνών συνθηκών σε κάθε παραγωγικό τομέα. Ανευ πολιτικής ουσίας και η ελληνική «σοσιαλδημοκρατία», από καιρό αναπαυόμενη στον «άλλο κόσμο», υπαρκτή ως αιθέριο σώμα στα γραφεία του ΚΙΝ. ΑΛ. Ετσι, ο κ. Αλέξης Τσίπρας ψάχνει για μελλοντικούς ψηφοφόρους στην κοιλάδα των πικραμένων, δείχνει να ενστερνίζεται την «κλασική», παλιομοδίτικη θεωρία της «αναπόφευκτης» κυβερνητικής φθοράς του αντιπάλου και φροντίζει να διατηρεί σε καλή κατάσταση τις φωνητικές χορδές των τενόρων του κόμματος. Η δε κυρία Φώφη Γεννηματά επιδίδεται σε ανάλαφρες ακροβατικές ασκήσεις, προκειμένου να πετύχει φιγούρες ελκυστικές στο κοινό, ώστε να το κρατήσει μακριά από την «αλέξειο γοητεία» και σε απόσταση από τα σαλόνια των «γαλάζιων» «κεντρώων».
Οι αοριστολόγοι βετεράνοι του ΠΑΣΟΚ παριστάνουν ότι ομιλούν «πολιτικά» και ο κ. Βενιζέλος στη δική του γωνιά δικαιολογημένα καγχάζει όταν ακούει ότι το παρακμιακό κόμμα που διατηρεί στις τάξεις του τον «δήμιο» του Καστελλόριζου, κ. Παπανδρέου, θα ήθελε να πάρει αποστάσεις από το «παρελθόν» της μνημονιακής περιόδου συγκυβέρνησης με τον κ. Σαμαρά.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, η συντηρητική Κεντροδεξιά έχασε σημαντικό μέρος της δύναμής της, αλλά τελικά απέφυγε την «καταστροφή», αλλάζοντας όμως και κάποια από τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά της. Οι δυνάμεις των μικρών και μεσαίων αστών, που εκπροσωπήθηκαν επί μακρόν από το κόμμα των πλούσιων «κατανομών», το ΠΑΣΟΚ, ταχέως συρρικνώθηκαν… ελλείψει πόρων προς διανομή.
Εκτοτε, το κόμμα της Κεντροδεξιάς και η χλωμή «Κεντροαριστερά» έχουν αντίπαλό τους μια Αριστερά ασαφών χαρακτηριστικών, που σφηνώθηκε ανάμεσά τους το 2012 και διεκδικεί ψήφους που κάποτε στήριζαν τον εύφορο δικομματισμό της Μεταπολίτευσης. Η Ν.Δ. τώρα κυβερνάει, όχι χωρίς μεγάλο κόπο, με τις δικές της «μεταρρυθμιστικές» αντιλήψεις, αλλά χωρίς «ιδεολογικά» προβλήματα στους κόλπους της.
Τα πράγματα διαφέρουν απέναντι. Εκεί η συνολικώς «Κεντροαριστερά» (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝ.ΑΛ. και μικροσυγγενείς τους) κινείται αυτή την περίοδο με τα «προβεβλημένα» στελέχη της να αγωνίζονται να σχεδιάσουν ένα πολιτικό πρόσωπο που θα προκαλούσε το ενδιαφέρον των πολιτών, οι οποίοι θα είχαν λόγο να στηρίξουν με την ψήφο τους τα κόμματά τους στην επόμενη κάλπη. Για την ώρα, τα πρώτα σκίτσα τους καταλήγουν σε δύσμορφα πολιτικά σχήματα ή και σε «μουτζούρες».
Οι αριστεροί ριζοσπάστες του ΣΥΡΙΖΑ και το γνήσιο τέκνο του ΠΑΣΟΚ, το ΚΙΝ.ΑΛ., έχουν όντως ένα τεράστιο πρόβλημα, διότι το έργο της συλλογής ψήφων για την επόμενη εκλογική μάχη δεν συνοδεύεται από εναλλακτικές πολιτικές θέσεις απέναντι στην κυβερνητική πρακτική της Νέας Δημοκρατίας. Και συμβαίνει να μοιάζει ακατόρθωτο να διατυπωθεί «άλλη» πολιτική από τον «προοδευτικό», λεγόμενο, χώρο, δεδομένου ότι: α) Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υπογράψει μαζί με το ΠΑΣΟΚ το τρίτο «μνημόνιο» του θέρους του 2015 και άσκησε τις αυστηρές πολιτικές που αυτό προέβλεπε, β)το ΠΑΣΟΚ (ΚΙΝ. ΑΛ.) έχει αποδεχθεί, όπως και η Νέα Δημοκρατία την ΟΝΕ, το «Μάαστριχτ», τη συμμετοχή στην ευρωζώνη και τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας στην Ε.Ε.
Εχοντας συμπορευθεί, λοιπόν, με αυτές τις οικονομικές συμφωνίες και τα κοινωνικά τους «παρακολουθήματα», η σημερινή δικέφαλη «Κεντροαριστερά» δεν είναι σε θέση να ανατρέψει τις πολιτικές της Ν.Δ., η οποία έχει την ευθύνη της διαχείρισης ενός όγκου προβλημάτων, αλλά ουδέποτε αμφισβήτησε τα όσα σημαντικά κείμενα υπέγραφε με την Ευρωπαϊκή Ενωση η Αθήνα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 έως το 2015.
Η πολιτική θέση της «Κεντροαριστεράς» είναι συνεπώς εκ των πραγμάτων δεινή. Και είναι φυσιολογική η σύγχυση που επικρατεί στους κόλπους της. Αναπόφευκτα πάσχει και το «μοντέλο» της αντιπολίτευσης που ασκεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με ρητορείες πολιτικά «άδειες» και ξεπερασμένες από τη ροή των εσωτερικών και διεθνών συνθηκών σε κάθε παραγωγικό τομέα. Ανευ πολιτικής ουσίας και η ελληνική «σοσιαλδημοκρατία», από καιρό αναπαυόμενη στον «άλλο κόσμο», υπαρκτή ως αιθέριο σώμα στα γραφεία του ΚΙΝ. ΑΛ. Ετσι, ο κ. Αλέξης Τσίπρας ψάχνει για μελλοντικούς ψηφοφόρους στην κοιλάδα των πικραμένων, δείχνει να ενστερνίζεται την «κλασική», παλιομοδίτικη θεωρία της «αναπόφευκτης» κυβερνητικής φθοράς του αντιπάλου και φροντίζει να διατηρεί σε καλή κατάσταση τις φωνητικές χορδές των τενόρων του κόμματος. Η δε κυρία Φώφη Γεννηματά επιδίδεται σε ανάλαφρες ακροβατικές ασκήσεις, προκειμένου να πετύχει φιγούρες ελκυστικές στο κοινό, ώστε να το κρατήσει μακριά από την «αλέξειο γοητεία» και σε απόσταση από τα σαλόνια των «γαλάζιων» «κεντρώων».
Οι αοριστολόγοι βετεράνοι του ΠΑΣΟΚ παριστάνουν ότι ομιλούν «πολιτικά» και ο κ. Βενιζέλος στη δική του γωνιά δικαιολογημένα καγχάζει όταν ακούει ότι το παρακμιακό κόμμα που διατηρεί στις τάξεις του τον «δήμιο» του Καστελλόριζου, κ. Παπανδρέου, θα ήθελε να πάρει αποστάσεις από το «παρελθόν» της μνημονιακής περιόδου συγκυβέρνησης με τον κ. Σαμαρά.