Όλα τα σταθερά στοιχεία, που όριζαν στη Δύση και την Εγγύς Ανατολή μια σειρά στρατηγικά δεδομένα ασφαλείας μετά το 1990, σήμερα είτε κλονίζονται είτε αλλάζουν, στη ροή σοβαρών διεθνών εξελίξεων. Μια δεύτερη «νέα τάξη» κατασκευάζεται σήμερα στη θέση της προηγούμενης, που είχε αναδειχθεί μετά την «Πτώση του Τείχους». Η Ελλάδα, ανατολικό σύνορο της Ευρώπης, έχει το δικό της πρόβλημα: Βρίσκεται στην ανάγκη να υπερασπίζεται εδάφη και θάλασσές της απέναντι στον επιθετικό τουρκικό ισλαμισμό, που αναστατώνει έναν ευρύ γεωστρατηγικό χώρο με στρατιωτικές παρεμβάσεις και απειλές από τον Καύκασο έως την Ανατολική Μεσόγειο. Η Αθήνα κινείται διπλωματικά και αμυντικά σε μια περίοδο πολιτικής σύγχυσης των μελών της Ε.Ε., νέων επιλογών των ΗΠΑ και προβληματισμών των κεφαλών της Συμμαχίας, που προσπαθεί όχι μόνο να αποδείξει στον πρόεδρο Μακρόν ότι δεν είναι «εγκεφαλικά νεκρή», αλλά και να πείσει τους Συμμάχους για την ανάγκη συγκρότησης ενός ισχυρότερου, «παγκόσμιου» ΝΑΤΟ.

Η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να πάρει μια υπολογίσιμη θέση στο υπό κατασκευή νέο διεθνές σκηνικό, πράγμα που την οδηγεί στην ανάγκη για σοβαρές αλλαγές αντιλήψεων της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, στη βάση νέων μετρήσεων των δεδομένων, που επηρεάζουν τη διαμόρφωσή της. Ειδικότερα, θα έπρεπε να γίνει μια νέα «ανάγνωση» των πεδίων κίνησης της Τουρκίας, η οποία αποτελεί το κεντρικό στοιχείο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφαλείας μετά το 1974. Δεν ισχύουν παλιές εκτιμήσεις για διαφορές πολιτικής μεταξύ των «δυτικότροπων» κεμαλιστών και των ισλαμιστών απέναντι στην Ελλάδα, για «ευρωπαϊκό προσανατολισμό» της Τουρκίας ή απόψεις για «εξαγωγή» εσωτερικών προβλημάτων της γείτονος στο Αιγαίο. Ούτε ισχύουν πλέον οι απόψεις για την κρίσιμη «παρεμβολή» της Ελλάδας στις σχέσεις των Ευρωπαίων με την Τουρκία, ούτε και οι καθησυχαστικές εκτιμήσεις για «φρένα» των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ στις στρατιωτικές απειλές της Άγκυρας.

Η υπόθεση των σχέσεων της Ε.Ε. με την Τουρκία, τις οποίες η Γερμανία επιθυμεί να «ρυθμίσει» επωφελώς πρώτιστα για την ίδια
Η Τουρκία του Ερντογάν κινείται σήμερα έξω από τέτοια «δεδομένα» σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές, συγκεντρώνει τις προσπάθειές της για αναγνώρισή της ως «περιφερειακής δύναμης» από τους «μεγάλους» της διεθνούς σκηνής», «παίζει» με το ΝΑΤΟ και ο ισλαμιστής Τούρκος πρόεδρος εμφανίζεται ως υπερασπιστής των απανταχού μουσουλμάνων σε Ανατολή και Δύση. Και είναι με αυτή την Τουρκία απέναντί της που η Ελλάδα ετοιμάζεται να πάρει μέρος στη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Κορυφής) τις 25 Μαρτίου, που θα ασχοληθεί με την υπόθεση των σχέσεων της Ε.Ε. με την Τουρκία, τις οποίες η Γερμανία επιθυμεί να «ρυθμίσει» επωφελώς για την ίδια, πρώτιστα, και για τον Ταγίπ Ερντογάν.

Για την ώρα, στην Αθήνα, οι προβλέψεις για την κατάληξη αυτής της Συνόδου οδηγούν στην απαισιόδοξη για την Ελλάδα εκτίμηση πως η Αγκυρα στη χειρότερη γι’ αυτήν περίπτωση απλώς δεν πρόκειται να υποστεί καμία ζημία για τις παράνομες συμπεριφορές της και ότι στην καλύτερη θα εξασφαλίσει τις βάσεις μιας Συμφωνίας για ένα νέο, φωτεινό μέλλον στις σχέσεις της με την Ε.Ε.

Για την υπόθεση αυτή θα κληθεί, φυσικά, να καταθέσει την άποψή της στη Σύνοδο η ελληνική αντιπροσωπεία. Και προκύπτει, έτσι, το ερώτημα: Θα ευθυγραμμισθούν οι κ. Κυρ. Μητσοτάκης και Ν. Δένδιας με τη άποψη της Γερμανίας για το περιεχόμενο και τους όρους της «ειδικής σχέσης» με την Τουρκία; Ή θα προβάλουν κάποια «ζητούμενα» ως προϋποθέσεις για να δώσει η Αθήνα το «ναι» σε ένα κρισιμότατο για τα ελληνικά συμφέροντα θέμα, που είναι η σύνταξη μιας τέτοιας Συμφωνίας, η οποία αφορά, βεβαίως, και την Κυπριακή Δημοκρατία;

Η υπόθεση τη επιβολής ευρωπαϊκών «κυρώσεων» σε βάρος της διεθνώς έκνομης Τουρκίας υπέστη οξύ πολιτικό έμφραγμα μετά το άνοιγμα των «διερευνητικών» συνομιλιών Αθήνας - Αγκυρας. Ομως, την υπόθεση της Συμφωνίας ειδικών σχέσεων Ε.Ε. - Τουρκίας η ελληνική ηγεσία δεν μπορεί να μη τη συνδέσει με την κατάσταση της έκνομης συμπεριφοράς της Τουρκίας απέναντι σε δύο χώρες-μέλη της Ε.Ε. Η γραφειοκρατία των Βρυξελλών επεξεργάζεται ήδη τα στοιχεία της Συμφωνίας, που θα είναι μια «μίνι ένταξη» της Τουρκίας στην Ε.Ε., από την πίσω πόρτα. Η κυβέρνηση έχει πολλή δουλειά μπροστά της.