ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Η θλιβερή ανοχή της Ε.Ε. προς τον θρασύ Ερντογάν
Τι, άραγε, περιμένουν να συμβεί προσεχώς Αθήνα και Λευκωσία
Στα χαρτιά τίποτε δεν λείπει ώστε να εμφανίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση
ως μια συνεκτική ένωση κρατών, με κοινούς στόχους, ως ένας μείζονος σημασίας διεθνής οργανισμός, με ξεχωριστή γεωπολιτική οντότητα. Θεσμικά όργανα κορυφής, Κοινοβούλιο, κοινοτικό Δίκαιο, νομικά κατοχυρωμένες διαδικασίες για λήψεις αποφάσεων, επίτροποι, κοινοτικές υπηρεσίες μιας υψηλά αμειβόμενης, ευμεγέθους γραφειοκρατίας - τίποτε δεν λείπει για να μπορεί να λειτουργήσει εύρυθμα ο ευρωπαϊκός κολοσσός που εδρεύει στις Βρυξέλλες.
Βέβαια, ο γίγαντας αυτός κουτσαίνει από τη γέννησή του, αφού οι κοινές αποφάσεις, οι ενοποιητικές διαδικασίες και οι στόχοι του περιλαμβάνουν οτιδήποτε εκτός των τομέων εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, οι οποίοι απλώς δεν υφίστανται, αφού γενικότερα δεν υφίσταται πολιτική ευρωπαϊκή ένωση. Εκεί, σε αυτό το κενό, οι εμφανιζόμενες ως «πολιτικές» θέσεις της Ε.Ε. ορίζονται είτε από εξελίξεις στη σκακιέρα των μεγάλων, ΗΠΑ, Ρωσίας, Κίνας και ΝΑΤΟ, είτε από ευρωπαϊκά κείμενα «κορυφής» χωρίς εκτελεστική ισχύ, που ελάχιστοι στον κόσμο λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους. Έτσι, κοινή γνώση αποτελεί πλέον το ότι οι κατά καιρούς «πολιτικές» απόψεις ορισμένων ισχυρών κρατών της Ε.Ε. ταυτίζουν ευθέως την «ευρωπαϊκή» εξωτερική πολιτική τους με τα οικονομικά-εμπορικά κέρδη τους. Αυτό γελοιοποιεί τις προσπάθειες των Βρυξελλών να εμφανίζουν κατά καιρούς «κοινή εξωτερική πολιτική» στα θεσμικά κείμενά τους, αλλά επιπλέον προκαλεί και σημαντικά προβλήματα, τα οποία στιγματίζουν την Ε.Ε. ως μια οντότητα που δεν είναι κάποιες φορές σε θέση να υπερασπιστεί στοιχειωδώς το κύρος της. Έτσι, η Ε.Ε. συναλλάσσεται με την ισλαμική Τουρκία, η οποία απειλεί με πόλεμο μια χώρα-μέλος της, την Ελλάδα, δεν αναγνωρίζει μια άλλη χώρα-μέλος της, την Κυπριακή Δημοκρατία, και στα κυπριακά κατεχόμενα εδάφη αναπτύσσει δράσεις κατά παράβαση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Επιπλέον, η γεωπολιτικά αδύναμη Ε.Ε. αδιαφορεί για την εξέλιξη της διαδικασίας του Κυπριακού και συζητά σοβαρά το ενδεχόμενο της σύναψης μιας συμφωνίας «ειδικών σχέσεων» Ε.Ε. - Τουρκίας.
Τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. θα κληθούν να παρακάμψουν τις τουρκικές διεθνείς παρανομίες, καθώς και το γεγονός ότι στα εδάφη της Κύπρου, που έχει ενταχθεί ολόκληρη στην Ένωση, η Άγκυρα διατηρεί διεθνώς παράνομο τουρκικό προτεκτοράτο στον βορρά. Αθήνα και Λευκωσία θα κληθούν, δηλαδή, υπό πίεση να πληρώσουν αυτές μόνον ένα ακριβό τίμημα στον βωμό των οικονομικών συμφερόντων ορισμένων χωρών της Ε.Ε. και της γνωστής θεωρίας του ΝΑΤΟ ότι η Δύση πρέπει να «κρατήσει» κοντά της την ισλαμική Τουρκία, που «αλληθωρίζει» ανατολικά.
Στην υπόθεση αυτή, Αθήνα και Λευκωσία αδρανούν εντυπωσιακά, εκφράζονται στην Ε.Ε. ως «καταγγέλλουσες» και αξιοπρεπώς «παραπονούμενες» έναντι των αυθαιρεσιών της Άγκυρας, ενώ η τουρκική πλευρά κινείται μεθοδικά: Αξιοποιεί στην Ε.Ε., με τη βοήθεια της Γερμανίας, τη θεωρία του «πολύτιμου στρατηγικού εταίρου, τον οποίο δεν πρέπει να χάσει η Δύση», στη δε Κύπρο ενισχύει τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της, κάνει ό,τι της αρέσει στα κατεχόμενα Βαρώσια, κοροϊδεύει τον ΟΗΕ και δηλώνει ότι δεν συζητά στο Κυπριακό άλλη λύση εκτός από συμφωνία για δύο ξεχωριστά κράτη. Κι αυτά συμβαίνουν σήμερα σε μια χώρα της Ε.Ε. που από το 2004 αποτελεί τμήμα της και στην οποία εντάχθηκε για να αποτελέσει τη μεσογειακή διάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το ευρωπαϊκό Δίκαιο να μπορεί να ισχύσει σε όλο το νησί. Τι, άραγε, περιμένουν να συμβεί προσεχώς Αθήνα και Λευκωσία; Άγνωστον. Πιστεύουν ότι η Ε.Ε. αποτελεί πεδίο προσφερόμενο για διπλωματικές επιτυχίες τους; Ποιο το σχέδιο τοποθέτησης της Ελλάδας στην «ειδική σχέση» Ε.Ε. - Τουρκίας; Όσο για την Κύπρο, θεωρεί σήμερα η ελληνική πολιτική τάξη την υπόθεση της νήσου ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας; Καθαρή απάντηση δεν υπάρχει σε αυτό. Πιστεύει, άραγε, η Αθήνα σήμερα ότι αποτελεί επαρκή εθνική θέση η γνωστή φράση «Η Κύπρος αποφασίζει, η Ελλάδα συμπαρίσταται»;
Βέβαια, ο γίγαντας αυτός κουτσαίνει από τη γέννησή του, αφού οι κοινές αποφάσεις, οι ενοποιητικές διαδικασίες και οι στόχοι του περιλαμβάνουν οτιδήποτε εκτός των τομέων εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, οι οποίοι απλώς δεν υφίστανται, αφού γενικότερα δεν υφίσταται πολιτική ευρωπαϊκή ένωση. Εκεί, σε αυτό το κενό, οι εμφανιζόμενες ως «πολιτικές» θέσεις της Ε.Ε. ορίζονται είτε από εξελίξεις στη σκακιέρα των μεγάλων, ΗΠΑ, Ρωσίας, Κίνας και ΝΑΤΟ, είτε από ευρωπαϊκά κείμενα «κορυφής» χωρίς εκτελεστική ισχύ, που ελάχιστοι στον κόσμο λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους. Έτσι, κοινή γνώση αποτελεί πλέον το ότι οι κατά καιρούς «πολιτικές» απόψεις ορισμένων ισχυρών κρατών της Ε.Ε. ταυτίζουν ευθέως την «ευρωπαϊκή» εξωτερική πολιτική τους με τα οικονομικά-εμπορικά κέρδη τους. Αυτό γελοιοποιεί τις προσπάθειες των Βρυξελλών να εμφανίζουν κατά καιρούς «κοινή εξωτερική πολιτική» στα θεσμικά κείμενά τους, αλλά επιπλέον προκαλεί και σημαντικά προβλήματα, τα οποία στιγματίζουν την Ε.Ε. ως μια οντότητα που δεν είναι κάποιες φορές σε θέση να υπερασπιστεί στοιχειωδώς το κύρος της. Έτσι, η Ε.Ε. συναλλάσσεται με την ισλαμική Τουρκία, η οποία απειλεί με πόλεμο μια χώρα-μέλος της, την Ελλάδα, δεν αναγνωρίζει μια άλλη χώρα-μέλος της, την Κυπριακή Δημοκρατία, και στα κυπριακά κατεχόμενα εδάφη αναπτύσσει δράσεις κατά παράβαση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Επιπλέον, η γεωπολιτικά αδύναμη Ε.Ε. αδιαφορεί για την εξέλιξη της διαδικασίας του Κυπριακού και συζητά σοβαρά το ενδεχόμενο της σύναψης μιας συμφωνίας «ειδικών σχέσεων» Ε.Ε. - Τουρκίας.
Τι, άραγε, περιμένουν να συμβεί προσεχώς Αθήνα και Λευκωσία; Άγνωστον
Τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. θα κληθούν να παρακάμψουν τις τουρκικές διεθνείς παρανομίες, καθώς και το γεγονός ότι στα εδάφη της Κύπρου, που έχει ενταχθεί ολόκληρη στην Ένωση, η Άγκυρα διατηρεί διεθνώς παράνομο τουρκικό προτεκτοράτο στον βορρά. Αθήνα και Λευκωσία θα κληθούν, δηλαδή, υπό πίεση να πληρώσουν αυτές μόνον ένα ακριβό τίμημα στον βωμό των οικονομικών συμφερόντων ορισμένων χωρών της Ε.Ε. και της γνωστής θεωρίας του ΝΑΤΟ ότι η Δύση πρέπει να «κρατήσει» κοντά της την ισλαμική Τουρκία, που «αλληθωρίζει» ανατολικά.
Στην υπόθεση αυτή, Αθήνα και Λευκωσία αδρανούν εντυπωσιακά, εκφράζονται στην Ε.Ε. ως «καταγγέλλουσες» και αξιοπρεπώς «παραπονούμενες» έναντι των αυθαιρεσιών της Άγκυρας, ενώ η τουρκική πλευρά κινείται μεθοδικά: Αξιοποιεί στην Ε.Ε., με τη βοήθεια της Γερμανίας, τη θεωρία του «πολύτιμου στρατηγικού εταίρου, τον οποίο δεν πρέπει να χάσει η Δύση», στη δε Κύπρο ενισχύει τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της, κάνει ό,τι της αρέσει στα κατεχόμενα Βαρώσια, κοροϊδεύει τον ΟΗΕ και δηλώνει ότι δεν συζητά στο Κυπριακό άλλη λύση εκτός από συμφωνία για δύο ξεχωριστά κράτη. Κι αυτά συμβαίνουν σήμερα σε μια χώρα της Ε.Ε. που από το 2004 αποτελεί τμήμα της και στην οποία εντάχθηκε για να αποτελέσει τη μεσογειακή διάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το ευρωπαϊκό Δίκαιο να μπορεί να ισχύσει σε όλο το νησί. Τι, άραγε, περιμένουν να συμβεί προσεχώς Αθήνα και Λευκωσία; Άγνωστον. Πιστεύουν ότι η Ε.Ε. αποτελεί πεδίο προσφερόμενο για διπλωματικές επιτυχίες τους; Ποιο το σχέδιο τοποθέτησης της Ελλάδας στην «ειδική σχέση» Ε.Ε. - Τουρκίας; Όσο για την Κύπρο, θεωρεί σήμερα η ελληνική πολιτική τάξη την υπόθεση της νήσου ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας; Καθαρή απάντηση δεν υπάρχει σε αυτό. Πιστεύει, άραγε, η Αθήνα σήμερα ότι αποτελεί επαρκή εθνική θέση η γνωστή φράση «Η Κύπρος αποφασίζει, η Ελλάδα συμπαρίσταται»;