ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
∆ύο µείζονες υποθέσεις που ζητούν διαχειριστές
Η κυβέρνηση διαχειρίζεται µετ’ εµποδίων και µε έκδηλη νευρικότητα τις δύσκολες καταστάσεις που έχει φέρει η πανδηµία και η αξιωµατική αντιπολίτευση αµφισβητεί θορυβωδώς κάθε κυβερνητική απόφαση
Παγίως εσωστρεφής, η πολιτική τάξη της χώρας ξοδεύει την ενέργειά της κατά κύριο λόγο στη διεκδίκηση της κατοχής κυβερνητικής εξουσίας.
Οταν τα ελληνικά κόµµατα εξαντλούν τις δυνάµεις τους σε καθηµερινές αντιπαραθέσεις και σε ζητήµατα οργανωτικής και ψυχολογικής προετοιµασίας τους για την επόµενη µάχη της κάλπης, άλλοι σηµειώνουν άλλα ενδιαφέροντα πλην και ζοφερά στοιχεία της πραγµατικότητας: Η Ελλάδα βρίσκεται υπό τη διαρκή οικονοµική εποπτεία των ξένων δανειστών της, λόγω του τεράστιου δηµόσιου χρέους της (στο τελευταίο τρίµηνο του 2021 το χρέος είναι στο 200% του ΑΕΠ, το υψηλότερο στην Ευρώπη), τα ελλείµµατα της έχουν µεγαλώσει, η χώρα έχει δανειστεί µεγάλα ποσά για να καλύψει ανάγκες των πληγέντων απ’ την πανδηµία και οι πιέσεις των Βρυξελλών για µείωση του χρέους είναι πλέον αυξηµένες. Το 2022 θα είναι, λοιπόν, εκ των πραγµάτων ένα εξαιρετικά δύσκολο οικονοµικό έτος, που θα δοκιµάσει σκληρά τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας και ολόκληρου του παρόντος πολιτικού συστήµατος και θα εντείνει το δραµατικό ερώτηµα για το πώς και πότε θα µπορέσει να ξεφύγει από την «τανάλια» του χρέους η χώρα.
Εθνικό σχέδιο µε ισχυρή διακοµµατική στήριξη για τη διαχείριση του µείζονος αυτού εθνικού ζητήµατος δεν υφίσταται ακόµα. Με άλλα «σπουδαία» ασχολούνται οι πλείστοι των πολιτικών αστέρων µας. Αλλά, δεν υφίσταται σχέδιο για να απαντηθεί και κάτι άλλο εξόχως σηµαντικό για την πορεία του τόπου: Ποια είναι και ποια θα είναι προσεχώς η θέση της Ελλάδας στον σύγχρονο κόσµο; Ποια η συµµετοχή της στον διεθνή καταµερισµό εργασίας, ποιος ο γεωπολιτικός ρόλος της στην ευρύτερη περιοχή της;
Τα όσα συµβαίνουν σήµερα στον κόσµο και γύρω απ’ την Ελλάδα, οι στρατηγικοί στόχοι ισχυρών, αλλά και µικρότερων χωρών, οι µετακινήσεις δυνάµεων και «επιρροών», οι µεταβολές συµµαχικών σχηµάτων και η διάθεση συµµετοχής της επιθετικής γείτονός µας Τουρκίας σε «µεγάλα παιχνίδια» οδηγούν στην επείγουσα ανάγκη νέων εθνικών σχεδίων από τις ηγεσίες της πολιτικής τάξης της χώρας µας. ∆υστυχώς, παρότι κινητική, η ελληνική διπλωµατία δεν µπορεί, λόγω ελλείψεως εθνικών στρατηγικών σχεδίων, να βρει σταθερές ώστε να µην αρκείται στην «παρακολούθηση» πρωτοβουλιών από τρίτους, να µην «τρέχει» πίσω από εξελίξεις και να αποφεύγει τις «εκπλήξεις», τους «αιφνιδιασµούς». Κάποια στιγµή -ας ευχηθούµε να µην είναι πολύ αργά- πρέπει να αντιληφθούν οι ελληνικές ηγεσίες, που µελετούν δηµοσκοπήσεις και σχέδια εκλογών, ότι γύρω µας δεν έχει µόνο εντελώς καταργηθεί η διεθνής µεταπολεµική «τάξη» των ∆ύο Κόσµων, αλλά έχει διαρραγεί ακόµα και η διεθνής «Νέα Τάξη» που σχεδίαζαν οι ΗΠΑ ως η «µία και µόνη υπερδύναµη» µετά την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ. Τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε και η πολιτική Ελλάδα συλλαµβάνεται κάθε τόσο, σε κρίσιµες φάσεις, «απροσάρµοστη» και συλλέκτης χαµένων ευκαιριών.
Και αυτό οδηγεί στην ενασχόληση των δυνάµεών της µε οποιοδήποτε θέµα µπορεί να δίνει «επικοινωνιακό» αέρα ή να ζηµιώνει τον έναν ή τον άλλο πρωταγωνιστή στα πεδίο της πολιτικής «επικαιρότητας» και µε τη σκέψη όλων των αντιµαχόµενων δυνάµεων στην επόµενη εκλογική αναµέτρηση. Σήµερα, το θορυβώδες «παιχνίδι» της έντασης µεταξύ κυβερνώντων και αντιπολίτευσης έχει επιβάλει τη δική του «ατζέντα» στην πολιτική σκηνή και το «κλίµα» στο οποίο τείνουν να διαµορφωθούν όροι και προϋποθέσεις για την υποδοχή άλλης µιας «προεκλογικής» χρονιάς. Η κυβέρνηση διαχειρίζεται µετ’ εµποδίων και µε έκδηλη νευρικότητα τις δύσκολες καταστάσεις που έχει φέρει η πανδηµία και η αξιωµατική αντιπολίτευση αµφισβητεί θορυβωδώς κάθε κυβερνητική απόφαση. Μονότονος και εσωτερικής καύσεως, αυτός ο «ρυθµός» παράγει «εξελίξεις» και «εντυπώσεις» επιφανείας, που αφορούν ευθέως τους στόχους και τις εκλογικές φιλοδοξίες των ανταγωνιζόµενων δυνάµεων. Αλλά το παιχνίδι αυτό δεν ακουµπά τη βαθύτερη ουσία των προβληµάτων που έχει ενώπιόν της η χώρα.Οταν τα ελληνικά κόµµατα εξαντλούν τις δυνάµεις τους σε καθηµερινές αντιπαραθέσεις και σε ζητήµατα οργανωτικής και ψυχολογικής προετοιµασίας τους για την επόµενη µάχη της κάλπης, άλλοι σηµειώνουν άλλα ενδιαφέροντα πλην και ζοφερά στοιχεία της πραγµατικότητας: Η Ελλάδα βρίσκεται υπό τη διαρκή οικονοµική εποπτεία των ξένων δανειστών της, λόγω του τεράστιου δηµόσιου χρέους της (στο τελευταίο τρίµηνο του 2021 το χρέος είναι στο 200% του ΑΕΠ, το υψηλότερο στην Ευρώπη), τα ελλείµµατα της έχουν µεγαλώσει, η χώρα έχει δανειστεί µεγάλα ποσά για να καλύψει ανάγκες των πληγέντων απ’ την πανδηµία και οι πιέσεις των Βρυξελλών για µείωση του χρέους είναι πλέον αυξηµένες. Το 2022 θα είναι, λοιπόν, εκ των πραγµάτων ένα εξαιρετικά δύσκολο οικονοµικό έτος, που θα δοκιµάσει σκληρά τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας και ολόκληρου του παρόντος πολιτικού συστήµατος και θα εντείνει το δραµατικό ερώτηµα για το πώς και πότε θα µπορέσει να ξεφύγει από την «τανάλια» του χρέους η χώρα.
Εθνικό σχέδιο µε ισχυρή διακοµµατική στήριξη για τη διαχείριση του µείζονος αυτού εθνικού ζητήµατος δεν υφίσταται ακόµα. Με άλλα «σπουδαία» ασχολούνται οι πλείστοι των πολιτικών αστέρων µας. Αλλά, δεν υφίσταται σχέδιο για να απαντηθεί και κάτι άλλο εξόχως σηµαντικό για την πορεία του τόπου: Ποια είναι και ποια θα είναι προσεχώς η θέση της Ελλάδας στον σύγχρονο κόσµο; Ποια η συµµετοχή της στον διεθνή καταµερισµό εργασίας, ποιος ο γεωπολιτικός ρόλος της στην ευρύτερη περιοχή της;
Τα όσα συµβαίνουν σήµερα στον κόσµο και γύρω απ’ την Ελλάδα, οι στρατηγικοί στόχοι ισχυρών, αλλά και µικρότερων χωρών, οι µετακινήσεις δυνάµεων και «επιρροών», οι µεταβολές συµµαχικών σχηµάτων και η διάθεση συµµετοχής της επιθετικής γείτονός µας Τουρκίας σε «µεγάλα παιχνίδια» οδηγούν στην επείγουσα ανάγκη νέων εθνικών σχεδίων από τις ηγεσίες της πολιτικής τάξης της χώρας µας. ∆υστυχώς, παρότι κινητική, η ελληνική διπλωµατία δεν µπορεί, λόγω ελλείψεως εθνικών στρατηγικών σχεδίων, να βρει σταθερές ώστε να µην αρκείται στην «παρακολούθηση» πρωτοβουλιών από τρίτους, να µην «τρέχει» πίσω από εξελίξεις και να αποφεύγει τις «εκπλήξεις», τους «αιφνιδιασµούς». Κάποια στιγµή -ας ευχηθούµε να µην είναι πολύ αργά- πρέπει να αντιληφθούν οι ελληνικές ηγεσίες, που µελετούν δηµοσκοπήσεις και σχέδια εκλογών, ότι γύρω µας δεν έχει µόνο εντελώς καταργηθεί η διεθνής µεταπολεµική «τάξη» των ∆ύο Κόσµων, αλλά έχει διαρραγεί ακόµα και η διεθνής «Νέα Τάξη» που σχεδίαζαν οι ΗΠΑ ως η «µία και µόνη υπερδύναµη» µετά την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ. Τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε και η πολιτική Ελλάδα συλλαµβάνεται κάθε τόσο, σε κρίσιµες φάσεις, «απροσάρµοστη» και συλλέκτης χαµένων ευκαιριών.