ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Η Αθήνα αναζητά έναν ρόλο σε νέο σκηνικό ασφάλειας
Μέσα από το δράμα του πολέμου στην Ουκρανία πρόκειται να εκπονηθούν σχέδια της Δύσης για μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη
Η έλλειψη σχεδιασμού εθνικής στρατηγικής στο γεωπολιτικό περιβάλλον της χώρας είναι ένα μεγάλο ζήτημα, ανοικτό εδώ και πολλά χρόνια στην πολιτική σκηνή. Ο κίνδυνος να βρεθεί κάποια στιγμή η Ελλάδα ανέτοιμη να αντιμετωπίσει έκτακτες καταστάσεις εξαιτίας σοβαρών γεωπολιτικών συγκρούσεων είχε επισημανθεί συχνά από πολιτικά πρόσωπα και από πολιτικούς αναλυτές.
Ομως, το θέμα αυτό δεν συγκίνησε όσο έπρεπε τις ελληνικές κυβερνήσεις, που βασικά κινήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες με τακτικές «βλέποντας και κάνοντας», επάνω σε δύο τροχιές: Σε αντιδράσεις απέναντι σε σχεδιασμένες επιθετικές πολιτικές της Αγκυρας και, δεύτερον, στη διπλωματική υπεράσπιση πάγιων ελληνικών θέσεων στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης στη βάση των κανόνων του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Το μόνο που προστέθηκε στις κινήσεις της ελληνικής πλευράς ήταν η στρατηγικού χαρακτήρα συνεννόησή της με Ισραήλ και Αίγυπτο στην Ανατολική Μεσόγειο και η ενίσχυση των δυνάμεων Αμυνας της χώρας την τελευταία διετία. Κατά τα άλλα, η Αθήνα θεώρησε ότι η χώρα γενικώς καλύπτεται από την Ε.Ε., από τη στρατιωτική συνεργασία της με τις ΗΠΑ και από τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ.
Αυτές οι σταθερές δεν στήριξαν μια σχεδιασμένη εξωτερική πολιτική συγκεκριμένων στρατηγικών στόχων ούτε και μια επιτυχή εκτίμηση των μεταβολών που σημειώνονταν με τον καιρό στη διεθνή σκηνή, στην Ευρώπη, στις στρατηγικές του ΝΑΤΟ και στη γειτονική Τουρκία.
Ετσι, δεν προσδιορίστηκε ποτέ με σαφήνεια ο ρόλος της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα στο οποίο η ίδια μετέχει.
Ούτε κατάφερε η ελληνική πολιτική ηγεσία να αναλάβει στα Βαλκάνια ρόλο «ηγετικό» ή, έστω, να καθιερωθεί ως αξιόπιστος Ευρωπαίος διαμεσολαβητής στα γνωστά σοβαρά προβλήματα ισορροπιών και κατανομών που βασανίζουν την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Σήμερα, όλα δείχνουν ότι μέσα από το δράμα του πολέμου στην Ουκρανία πρόκειται να εκπονηθούν σχέδια της Δύσης για μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη, που θα οδηγήσει και σε αλλαγές σε πεδία περιφερειακής ασφάλειας και ενεργειακών πηγών, που ενδιαφέρουν άμεσα και την Ελλάδα.
Η Αθήνα είναι, βεβαίως, σταθερά τοποθετημένη ως χώρα της Ε.Ε. στη γραμμή των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η θέση της ευρω-ατλαντικής Ελλάδας στο νέο σκηνικό θα προκύψει αυτομάτως από αυτή τη γραμμή.
Πόσω μάλλον που, προβάλλοντας τα δικά της στρατηγικά «προσόντα», η γείτων Τουρκία έχει ήδη ξεκινήσει την αναζήτηση νέου ρόλου στη γεωπολιτική περιοχή μας ως χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ (έστω και άτακτου), προσφέροντας διπλωματικά σέρβις στη Δύση και προοπτικές χρησιμοποίησης της χώρας του Ερντογάν στη δημιουργία νέων ενεργειακών δρόμων απεξάρτησης των Ευρωπαίων από τις ρωσικές πηγές ενέργειας.
Η Αθήνα έχει ανάγκη από μια επανεκκίνηση της εξωτερικής πολιτικής της, ενόψει των επικείμενων μεταβολών στην Ευρώπη και γενικότερα στο διεθνές στερέωμα. Για να μην επαναληφθούν από την Αθήνα σπασμωδικές πολιτικές, αμηχανία, αφελείς εκτιμήσεις και λάθη, όπως αυτά που σημειώθηκαν μετά την Πτώση του Τείχους από την ελληνική διπλωματία.
Ας θυμηθούμε ότι, απέναντι στις τότε αμυντικού χαρακτήρα δειλές κινήσεις της Αθήνας, η Τουρκία, ακολουθώντας τους νέους καιρούς, έσπευσε να πιάσει στρατηγικά πόστα στη νέα κατάσταση και να διασφαλίσει σημαντικά κέρδη σε βάρος της ελληνικής πλευράς, επωφελούμενη του κλίματος των διεθνών ανακατατάξεων της δεκαετίας του ’90.
Πιστή στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ, η Ελλάδα είδε τότε τη φιλόδοξη Τουρκία να αρνείται το δικαίωμα της χώρας μας για επέκταση των χωρικών υδάτων της, να προχωρεί στην απειλή πολέμου (casus belli), να θέτει θέμα γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο και να αποσπά από την Αθήνα σοβαρά πολιτικά κέρδη στη Μαδρίτη και στο Ελσίνκι και μαζί μια ενταξιακή υποψηφιότητα από την Ε.Ε.
Η Ελλάδα διαθέτει αδιαμφισβήτητα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα και μπορεί να διεκδικήσει μια καλή στρατηγική θέση στο υπό διαμόρφωση νέο σκηνικό. Μόνο που χρειάζεται πολιτική αυτοπεποίθηση, σχεδιασμός και σκληρή πολιτική δουλειά από την ελληνική ηγεσία.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 19 Μαρτίου 2022
Ομως, το θέμα αυτό δεν συγκίνησε όσο έπρεπε τις ελληνικές κυβερνήσεις, που βασικά κινήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες με τακτικές «βλέποντας και κάνοντας», επάνω σε δύο τροχιές: Σε αντιδράσεις απέναντι σε σχεδιασμένες επιθετικές πολιτικές της Αγκυρας και, δεύτερον, στη διπλωματική υπεράσπιση πάγιων ελληνικών θέσεων στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης στη βάση των κανόνων του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Το μόνο που προστέθηκε στις κινήσεις της ελληνικής πλευράς ήταν η στρατηγικού χαρακτήρα συνεννόησή της με Ισραήλ και Αίγυπτο στην Ανατολική Μεσόγειο και η ενίσχυση των δυνάμεων Αμυνας της χώρας την τελευταία διετία. Κατά τα άλλα, η Αθήνα θεώρησε ότι η χώρα γενικώς καλύπτεται από την Ε.Ε., από τη στρατιωτική συνεργασία της με τις ΗΠΑ και από τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ.
Αυτές οι σταθερές δεν στήριξαν μια σχεδιασμένη εξωτερική πολιτική συγκεκριμένων στρατηγικών στόχων ούτε και μια επιτυχή εκτίμηση των μεταβολών που σημειώνονταν με τον καιρό στη διεθνή σκηνή, στην Ευρώπη, στις στρατηγικές του ΝΑΤΟ και στη γειτονική Τουρκία.
Ετσι, δεν προσδιορίστηκε ποτέ με σαφήνεια ο ρόλος της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα στο οποίο η ίδια μετέχει.
Ούτε κατάφερε η ελληνική πολιτική ηγεσία να αναλάβει στα Βαλκάνια ρόλο «ηγετικό» ή, έστω, να καθιερωθεί ως αξιόπιστος Ευρωπαίος διαμεσολαβητής στα γνωστά σοβαρά προβλήματα ισορροπιών και κατανομών που βασανίζουν την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Σήμερα, όλα δείχνουν ότι μέσα από το δράμα του πολέμου στην Ουκρανία πρόκειται να εκπονηθούν σχέδια της Δύσης για μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη, που θα οδηγήσει και σε αλλαγές σε πεδία περιφερειακής ασφάλειας και ενεργειακών πηγών, που ενδιαφέρουν άμεσα και την Ελλάδα.
Η Αθήνα είναι, βεβαίως, σταθερά τοποθετημένη ως χώρα της Ε.Ε. στη γραμμή των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η θέση της ευρω-ατλαντικής Ελλάδας στο νέο σκηνικό θα προκύψει αυτομάτως από αυτή τη γραμμή.
Πόσω μάλλον που, προβάλλοντας τα δικά της στρατηγικά «προσόντα», η γείτων Τουρκία έχει ήδη ξεκινήσει την αναζήτηση νέου ρόλου στη γεωπολιτική περιοχή μας ως χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ (έστω και άτακτου), προσφέροντας διπλωματικά σέρβις στη Δύση και προοπτικές χρησιμοποίησης της χώρας του Ερντογάν στη δημιουργία νέων ενεργειακών δρόμων απεξάρτησης των Ευρωπαίων από τις ρωσικές πηγές ενέργειας.
Η Αθήνα έχει ανάγκη από μια επανεκκίνηση της εξωτερικής πολιτικής της, ενόψει των επικείμενων μεταβολών στην Ευρώπη και γενικότερα στο διεθνές στερέωμα. Για να μην επαναληφθούν από την Αθήνα σπασμωδικές πολιτικές, αμηχανία, αφελείς εκτιμήσεις και λάθη, όπως αυτά που σημειώθηκαν μετά την Πτώση του Τείχους από την ελληνική διπλωματία.
Ας θυμηθούμε ότι, απέναντι στις τότε αμυντικού χαρακτήρα δειλές κινήσεις της Αθήνας, η Τουρκία, ακολουθώντας τους νέους καιρούς, έσπευσε να πιάσει στρατηγικά πόστα στη νέα κατάσταση και να διασφαλίσει σημαντικά κέρδη σε βάρος της ελληνικής πλευράς, επωφελούμενη του κλίματος των διεθνών ανακατατάξεων της δεκαετίας του ’90.
Πιστή στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ, η Ελλάδα είδε τότε τη φιλόδοξη Τουρκία να αρνείται το δικαίωμα της χώρας μας για επέκταση των χωρικών υδάτων της, να προχωρεί στην απειλή πολέμου (casus belli), να θέτει θέμα γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο και να αποσπά από την Αθήνα σοβαρά πολιτικά κέρδη στη Μαδρίτη και στο Ελσίνκι και μαζί μια ενταξιακή υποψηφιότητα από την Ε.Ε.
Η Ελλάδα διαθέτει αδιαμφισβήτητα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα και μπορεί να διεκδικήσει μια καλή στρατηγική θέση στο υπό διαμόρφωση νέο σκηνικό. Μόνο που χρειάζεται πολιτική αυτοπεποίθηση, σχεδιασμός και σκληρή πολιτική δουλειά από την ελληνική ηγεσία.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 19 Μαρτίου 2022