ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Φοβίες και λάθη του ’90 έδωσαν «όπλα» στην Τουρκία
Σήµερα η Αθήνα είναι, πλέον, ένας «δύσκολος αντίπαλος» για την Άγκυρα σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο
Μπορεί να διατυπώνει το αυταρχικό καθεστώς Ερντογάν
πρωτοφανή επιχειρήµατα, τα οποία αγγίζουν τη γελοιότητα, για να αµφισβητήσει την κυριαρχία ελληνικών εδαφών, µπορεί οι παράλογοι τουρκικοί ισχυρισµοί να αποδοκιµάζονται έντονα και άνευ συζητήσεων από Ευρωπαίους και Αµερικανούς, αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι το ζήτηµα δεν αποτελεί πρόβληµα για την εξωτερική πολιτική της Αθήνας. ∆ιότι σηµασία έχει ότι η τουρκική εκδοχή του χιτλερικού «ζωτικού χώρου» συνιστά µια µεταπολεµική υπόθεση δεκαετιών, που συστηµατικά αναπτύσσεται βήµα-βήµα απέναντι στην Ελλάδα, µε διαρκώς αυξανόµενη ένταση. ∆ιατυπώνεται δε, µε πολιτικό θράσος, ύβρεις, πολεµικές απειλές και ακραίες εθνικιστικές ρητορείες, που ικανοποιούν κεµαλιστές, νεο-οθωµανούς ισλαµιστές, ακροδεξιούς νεοφασίστες και παρακρατικούς, οι οποίοι συνεργάζονται µε τον Ερντογάν.
Σήµερα, όµως, η επιθετική πολιτική της Αγκυρας έναντι της Ελλάδας και ο πολιτικά βάναυσος τρόπος µε τον οποίο εκδηλώνεται από την τουρκική ηγεσία οφείλονται µεν σε µεγάλο βαθµό στην ανοχή της ∆ύσης απέναντι στην «πολύτιµη» σύµµαχό της, Τουρκία, αλλά γεννούν και ερωτήµατα που θα έπρεπε να τεθούν πλέον από την πολιτική τάξη της Ελλάδας, έστω και µε µεγάλη καθυστέρηση:
Ποιος είναι ο βαθµός της ελληνικής ευθύνης, που έχει δώσει στην Αγκυρα την άνεση να εκφράζεται µε τον προκλητικό και προσβλητικό τρόπο που το κάνει, σε βάρος µιας χώραςµέλους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.;
Γιατί έχουν, άραγε, ανεχθεί επί µία 20ετία, διαρκώς από θέση άµυνας, οι ελληνικές κυβερνήσεις τις στρατιωτικές απειλές και τις πολιτικές ύβρεις της Αγκυρας;
Γιατί ποτέ δεν έθεσαν επιτακτικά το ζήτηµα αυτό στα θεσµικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, του ΝΑΤΟ και στο Συµβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ;
Γιατί η ελληνική πολιτική τάξη αποδέχθηκε, µοιρολατρικά θαρρείς, το τουρκικό casus belli το 1995; Γιατί δεν θορυβήθηκε όταν το 1996 η Τουρκία άνοιξε ζήτηµα «γκρίζων περιοχών» στο Αιγαίο, µε προφανή στόχο να ξεκινήσει µια υπόθεση αµφισβήτησης της κυριαρχίας νησιωτικών εδαφών στο Αιγαίο;
Κι, ακόµα περισσότερο, γιατί «απάντησε» στην Αγκυρα τη διετία 1997- 99 η Αθήνα, αναγνωρίζοντάς της «ζωτικά» συµφέροντα στο Αιγαίο και ζήτηµα «συνοριακών διαφορών και άλλων συναφών θεµάτων»; Φοβίες, πολιτική ανοησία, υποταγή σε απόψεις τρίτων κυβερνήσεων; Γεγονός είναι, πάντως, ότι η Αθήνα έδωσε στην Αγκυρα «έδαφος» για το ξεδίπλωµα µιας επιθετικής πολιτικής µε «νοµικά» επιχειρήµατα, που έκτοτε διαρκώς εµπλουτίζει. Γεγονός είναι ακόµα ότι η ελληνική διπλωµατία, φορτωµένη µε «βαρίδια» του παρελθόντος, διατηρεί τον αµυντικό χαρακτήρα της, ο οποίος δεν αφήνει περιθώρια για δηµιουργικές πρωτοβουλίες, που θα έφερναν την Ελλάδα ένα βήµα µπροστά από τις τουρκικές κινήσεις.
Σήµερα η Αθήνα είναι, πλέον, ένας «δύσκολος αντίπαλος» για την Αγκυρα σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο. Και οι πολιτικές των ΗΠΑ στην περιοχή µας και απέναντι στην Ελλάδα ενοχλούν ιδιαίτερα την Τουρκία. Αλλά οι συµπλεγµατικές ελληνικές πολιτικές των περασµένων δεκαετιών και οι ιστορικής σηµασίας υποχωρήσεις της Ελλάδας έχουν προφανώς δώσει έναν «αέρα» στην Αγκυρα, η οποία εµφανίζεται να υποτιµά την ελληνική δύναµη και επιδίδεται σε πολιτικούς τραµπουκισµούς, για να κρατάει διαρκώς την ελληνική πλευρά ανήσυχη.
Το γελοίον του πράγµατος έγκειται στο ότι, ειδικότερα στη σηµερινή διεθνή συγκυρία, ο χιτλερικών εµπνεύσεων τουρκικός «αναθεωρητισµός» του ισλαµιστή Ερντογάν εκδηλώνεται από χώρα-µέλος του ΝΑΤΟ, που θέλει µάλιστα να έχει «πρόσωπο» και στην Ε.Ε. Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι εσχάτως στους κόλπους του ΝΑΤΟ έχει αρχίσει να συνειδητοποιείται πόσο άσχηµα µπορεί ενδεχοµένως να «µπλέξει» προσεχώς η Συµµαχία µε την «πολύτιµη σύµµαχό» της Τουρκία, η οποία κινείται στη βάση δικών της επιλογών και «παίζει» µε τις αδυναµίες των ∆υτικών.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 23 Ιουλίου 2022
Σήµερα, όµως, η επιθετική πολιτική της Αγκυρας έναντι της Ελλάδας και ο πολιτικά βάναυσος τρόπος µε τον οποίο εκδηλώνεται από την τουρκική ηγεσία οφείλονται µεν σε µεγάλο βαθµό στην ανοχή της ∆ύσης απέναντι στην «πολύτιµη» σύµµαχό της, Τουρκία, αλλά γεννούν και ερωτήµατα που θα έπρεπε να τεθούν πλέον από την πολιτική τάξη της Ελλάδας, έστω και µε µεγάλη καθυστέρηση:
Ποιος είναι ο βαθµός της ελληνικής ευθύνης, που έχει δώσει στην Αγκυρα την άνεση να εκφράζεται µε τον προκλητικό και προσβλητικό τρόπο που το κάνει, σε βάρος µιας χώραςµέλους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.;
Γιατί έχουν, άραγε, ανεχθεί επί µία 20ετία, διαρκώς από θέση άµυνας, οι ελληνικές κυβερνήσεις τις στρατιωτικές απειλές και τις πολιτικές ύβρεις της Αγκυρας;
Γιατί ποτέ δεν έθεσαν επιτακτικά το ζήτηµα αυτό στα θεσµικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, του ΝΑΤΟ και στο Συµβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ;
Γιατί η ελληνική πολιτική τάξη αποδέχθηκε, µοιρολατρικά θαρρείς, το τουρκικό casus belli το 1995; Γιατί δεν θορυβήθηκε όταν το 1996 η Τουρκία άνοιξε ζήτηµα «γκρίζων περιοχών» στο Αιγαίο, µε προφανή στόχο να ξεκινήσει µια υπόθεση αµφισβήτησης της κυριαρχίας νησιωτικών εδαφών στο Αιγαίο;
Κι, ακόµα περισσότερο, γιατί «απάντησε» στην Αγκυρα τη διετία 1997- 99 η Αθήνα, αναγνωρίζοντάς της «ζωτικά» συµφέροντα στο Αιγαίο και ζήτηµα «συνοριακών διαφορών και άλλων συναφών θεµάτων»; Φοβίες, πολιτική ανοησία, υποταγή σε απόψεις τρίτων κυβερνήσεων; Γεγονός είναι, πάντως, ότι η Αθήνα έδωσε στην Αγκυρα «έδαφος» για το ξεδίπλωµα µιας επιθετικής πολιτικής µε «νοµικά» επιχειρήµατα, που έκτοτε διαρκώς εµπλουτίζει. Γεγονός είναι ακόµα ότι η ελληνική διπλωµατία, φορτωµένη µε «βαρίδια» του παρελθόντος, διατηρεί τον αµυντικό χαρακτήρα της, ο οποίος δεν αφήνει περιθώρια για δηµιουργικές πρωτοβουλίες, που θα έφερναν την Ελλάδα ένα βήµα µπροστά από τις τουρκικές κινήσεις.
Σήµερα η Αθήνα είναι, πλέον, ένας «δύσκολος αντίπαλος» για την Αγκυρα σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο. Και οι πολιτικές των ΗΠΑ στην περιοχή µας και απέναντι στην Ελλάδα ενοχλούν ιδιαίτερα την Τουρκία. Αλλά οι συµπλεγµατικές ελληνικές πολιτικές των περασµένων δεκαετιών και οι ιστορικής σηµασίας υποχωρήσεις της Ελλάδας έχουν προφανώς δώσει έναν «αέρα» στην Αγκυρα, η οποία εµφανίζεται να υποτιµά την ελληνική δύναµη και επιδίδεται σε πολιτικούς τραµπουκισµούς, για να κρατάει διαρκώς την ελληνική πλευρά ανήσυχη.
Το γελοίον του πράγµατος έγκειται στο ότι, ειδικότερα στη σηµερινή διεθνή συγκυρία, ο χιτλερικών εµπνεύσεων τουρκικός «αναθεωρητισµός» του ισλαµιστή Ερντογάν εκδηλώνεται από χώρα-µέλος του ΝΑΤΟ, που θέλει µάλιστα να έχει «πρόσωπο» και στην Ε.Ε. Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι εσχάτως στους κόλπους του ΝΑΤΟ έχει αρχίσει να συνειδητοποιείται πόσο άσχηµα µπορεί ενδεχοµένως να «µπλέξει» προσεχώς η Συµµαχία µε την «πολύτιµη σύµµαχό» της Τουρκία, η οποία κινείται στη βάση δικών της επιλογών και «παίζει» µε τις αδυναµίες των ∆υτικών.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 23 Ιουλίου 2022