Και είναι γεγονός ότι στην πορεία των πραγμάτων φαίνεται πως έως σήμερα στις συνομιλίες έχουν συζητηθεί όλα τα «ευαίσθητα» ζητήματα που βρίσκονται στο κέντρο ενός ενδεχόμενου σχεδίου λύσης. Ομως, παρ’ ότι επισήμως η συνεργασία του Προέδρου Ν. Αναστασιάδη με την ελληνική κυβέρνηση είναι «άριστη», παρ’ ότι η αξιωματική αντιπολίτευση δηλώνει ότι «στηρίζει» τις προσπάθειές του για λύση του προβλήματος, στην πραγματικότητα υπάρχει μια «υπόγεια» ένταση στον άξονα Αθήνας-Λευκωσίας. Και ο Κύπριος Πρόεδρος δεν μπόρεσε να κρύψει έναν έντονο εκνευρισμό, μιλώντας προ ημερών, θυμωμένος, για τους «πατριώτες» που επισκέπτονται την Κύπρο και εμφανίζονται να ενδιαφέρονται περισσότερο από τους Κυπρίους για τα κατεχόμενα εδάφη στο νησί. Ο κ. Αναστασιάδης διευκρίνισε βέβαια ότι, «προς Θεού», δεν αναφερόταν στην ελληνική κυβέρνηση, αλλά σημασία έχει ότι και στην Αθήνα και στη Λευκωσία υπάρχουν πολιτικοί κύκλοι που αμφισβητούν την ορθότητα των χειρισμών του. Στην Αθήνα, δε, είναι γνωστό ότι ο υπουργός Εξωτερικών έχει «περάσει» και στον πρωθυπουργό του τη θέση ότι δεν μπορεί να υπάρξει λύση με συμφωνία που δεν θα προβλέπει απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής και κατάργηση του συστήματος εγγυήσεων. Ειδικά για τα σημεία αυτά, η Αθήνα εκτιμά ότι δεν μπορεί να μην παίρνει θέση, γιατί συνδέονται με θέματα εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας και με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και, γενικότερα, η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι όποια λύση κι αν συμφωνηθεί, θα πρέπει να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα και τη λειτουργικότητα του νέου κράτους, διότι, διαφορετικά, η Κύπρος μπορεί να καταστεί πεδίο στρατιωτικών «αναφλέξεων».

Είναι αλήθεια ότι ο κ. Αναστασιάδης, πορευόμενος με τη «σφραγίδα» του «ανανιστή» πολιτικού, δέχεται πολλές επικρίσεις στα πολιτικά παρασκήνια, αλλά και με δημόσιες τοποθετήσεις και αρθρογραφίες σε Αθήνα και Λευκωσία. Επικρίνεται, κατ’ αρχήν, για το ότι δεν ξεκίνησε, όπως το μπορούσε, τις συνομιλίες από «μηδενική» βάση -κάτι που προέβλεπε για το μέλλον το ίδιο το σχέδιο Ανάν σε περίπτωση απόρριψής του-, αλλά ξεκίνησε διαπραγματεύσεις παίρνοντας κατά βάση υπόψη του «πρόνοιες» εκείνου του κειμένου.

Επιπλέον, ο κ. Αναστασιάδης, με αυτή την επιλογή του, δεν περιέλαβε την Ευρωπαϊκή Ενωση στις δυνάμεις που θα έπρεπε να παίρνουν μέρος στην πολιτική διερεύνηση για λύση του Κυπριακού, εφόσον αυτή η υπόθεση αφορά την υπόσταση μιας χώρας-μέλους της Ε.Ε., της Κυπριακής Δημοκρατίας (που εντάχθηκε στην Ενωση, με την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου να «περιμένει» και τον κατεχόμενο βορρά της Κύπρου), αλλά και την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Ετσι, σήμερα η Ε.Ε., αμέτοχη των διαπραγματεύσεων, θα εκπροσωπηθεί στις συνομιλίες του Ιανουαρίου μόνο ως «παρατηρητής», πιθανώς από τον κ. Γιούνκερ.

 Πέρα από αυτά, τίθεται αυτή την ώρα θέμα ύπαρξης «κοινής στρατηγικής» Ελλάδας Κυπριακής Δημοκρατίας απέναντι στη διατυπωμένη τουρκική στρατηγική, που θεωρεί την Κύπρο ζήτημα εθνικής ασφάλειας της Τουρκίας. Γι’ αυτό η Αγκυρα δεν συζητά την περίπτωση να μην έχει μια μόνιμη στρατιωτική βάση στο νησί και παράλληλα επιμένει να παραμείνει εγγυήτρια δύναμη, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι, αν δεν της δοθούν αυτά τα δύο σημεία, θα σκεφθεί την προσάρτηση των εδαφών του κατεχόμενου κυπριακού βορρά. Εχει, λοιπόν, τώρα ενδιαφέρον ότι και στις Βρυξέλλες αρχίζει να συζητείται στα κοινοτικά παρασκήνια το Κυπριακό με τη διατύπωση σοβαρών ερωτημάτων, που συνοψίζονται στο εξής: Πώς είναι δυνατόν να είναι μέλος της Ε.Ε. μια χώρα με στρατεύματα τρίτης χώρας στα εδάφη της και υφιστάμενη με εγγύηση τρίτων χωρών; Ολα δείχνουν ότι Λευκωσία και Αθήνα θα κληθούν στις 9-12 Ιανουαρίου να πάρουν ιστορικής σημασίας αποφάσεις, που πιθανώς θα επηρεάσουν αποφασιστικά και τα πολιτικά πράγματα στις δύο πρωτεύουσες.