Τα δεδομένα στην παρούσα φάση έχουν ήδη οδηγήσει σε δύο λογικά ενδεχόμενα: Είτε η αξιολόγηση θα «κλείσει» και η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να διασχίσει τους πρώτους μήνες του νέου έτους με την ελπίδα να δημιουργήσει κάποιες προϋποθέσεις και εικόνες «ανάκαμψης» ενώπιον της κοινωνίας, είτε, προ αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις με τους «θεσμούς», θα αναγκαστεί να προκηρύξει εκλογές. Τα δύο αυτά ενδεχόμενα βρίσκονται σήμερα στο κέντρο των προβληματισμών της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης για τη συνέχεια.

Είναι, λοιπόν, αυτή η συνέχεια που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τους δύο «σταρ» της εγχώριας πολιτικής. Ο,τι απ’ τα δύο κι αν συμβεί, θα βρει την κυβέρνηση και το κόμμα του κ. Αλέξη Τσίπρα να αντιμετωπίζουν τα πράγματα με πολιτικά χαρακτηριστικά που δεν έχουν πλέον «μυστικά» στα μάτια των Ελλήνων πολιτών. Διότι δεν αποτελεί σήμερα μυστικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις αριστερόστροφες ρητορείες του, είναι στην πράξη ένα κόμμα μνημονιακής διαχείρισης, ούτε ότι στους κόλπους του κάποιες ομάδες προσπαθούν να υπενθυμίζουν και στον αρχηγό τους και σε ορισμένα κοινωνικά ακροατήρια ότι αυτό το κόμμα είναι, τέλος πάντων, της Αριστεράς.

Ολα αυτά συνθέτουν στα μάτια της κοινωνίας μια ευανάγνωστη και σαφή ασάφεια. Δεν συμβαίνει το ίδιο στους κόλπους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αυτής της δημοσκοπικά ανερχόμενης Νέας Δημοκρατίας, που προβάλλεται ως η «επόμενη κυβέρνηση». Εδώ υπάρχουν κάποια «μυστήρια» και ασάφειες, αλλά κρύβονται. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της ηγεσίας της, η Ν.Δ. είναι το ευρωπαϊκών προδιαγραφών κόμμα των «μεταρρυθμίσεων», φορολογικών, διοικητικών και εκπαιδευτικών, που στόχο θα έχουν την επανεκκίνηση της οικονομίας και με ενίσχυση βεβαίως της επιχειρηματικότητας. Ομως, απέναντι στην κοινωνία η Ν.Δ. εμφανίζεται να έχει κάποια προβλήματα, που φαίνεται να απασχολούν και στελέχη του κόμματος. Το ζήτημα αυτό άνοιξε εξαιτίας της μεγάλης αμηχανίας που επέδειξε προσφάτως η ηγεσία της Ν.Δ. στην υπόθεση του ποσού που αποφάσισε να διαθέσει η κυβέρνηση από το πλεόνασμα της χρονιάς στους χαμηλοσυνταξιούχους. Το βαρύθυμο «παρών» στη Βουλή στην ψήφιση του μέτρου προκάλεσε δύο πράγματα: κοινωνική δυσαρέσκεια στις αδύναμες τάξεις και εκνευρισμό στο εσωτερικό της Ν.Δ. Αναδείχθηκε στο κόμμα ερώτημα για το εύρος του κοινωνικού «προσώπου» του.

Και συγκεκριμένα για το κατά πόσον ο προηγούμενος «φιλελευθερισμός» του Κώστα Μητσοτάκη και ο «κοινωνικός φιλελευθερισμός» του Κώστα Καραμανλή έχουν πλέον υποχωρήσει, αν όχι και καταργηθεί, από τον νέο πρόεδρο της Ν.Δ., κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, στον οποίο στελέχη του κόμματος χρεώνουν έναν «φιλελευθερισμό» με νεο-φιλελεύθερα «αρώματα». Η υπόθεση του «παρών» στη Βουλή θύμισε το πόσο έντονο εξακολουθεί να είναι το πρόβλημα της πολιτικής φυσιογνωμίας της Ν.Δ., ένα πρόβλημα που δεν έχει προκαλέσει ακόμα κανέναν σοβαρό εσωτερικό διάλογο, με «άλλοθι» ότι προέχουν παντός άλλου ζητήματος η «έξοδος» του ΣΥΡΙΖΑ από τη διακυβέρνηση της χώρας και η «γαλάζια» «πορεία προς την εξουσία».

Ομως, τελικά μπορεί να στοιχίσει ακριβά η συνεχής παράκαμψη του προβλήματος. Θα βαδίσει στις, όποτε, επόμενες εκλογές η Νέα Δημοκρατία με αντίπαλο τον πάντα απρόβλεπτα «ευέλικτο» κ. Τσίπρα ως κόμμα ιδιοτύπως «κεντροδεξιό», δηλαδή ολίγον κεντρώο, ολίγον δεξιό, ολίγον καραμανλικό, ολίγον σκληροδεξιό, της λαϊκής Δεξιάς, αλλά και οπωσδήποτε ως κόμμα «πολυσυλλεκτικό», που μόνον έτσι μπορεί να διεκδικήσει υψηλά εκλογικά ποσοστά; Το 2017 θα είναι μια πολύ δύσκολη πολιτική χρονιά για όλους. Για τη Ν.Δ. το ερώτημα είναι: Αν οι εκλογές αργήσουν, το κόμμα θα παραμείνει πολιτικά ως παράταξη των «λίγο απ’ όλα» στη φυσιογνωμία του;