Ζήτημα «αξιολόγησης» σε τοπίο καταστροφής
Προβληματίζει σήμερα το γεγονός ότι η διαγραφόμενη νέα φάση θα ξεκινήσει σε ένα πολιτικό περιβάλλον προβληματικό, γκρίζο και ασταθές
Η ελληνική κυβέρνηση αγγίζει (επιτέλους…) τη συμφωνία με τους ξένους δανειστές και η ελληνική κοινωνία ελπίζει τώρα ότι θα απαλλαγεί από το άκουσμα τουλάχιστον της λέξης «αξιολόγηση», που ταλαιπωρεί και την ακοή της και το νευρικό σύστημα των πολιτών εδώ και πολλούς μήνες. Τα συνεχή αλέ ρετούρ και το κρύο-ζεστό των εξελίξεων και των προβλέψεων, οι «διαρροές» από Βερολίνο και Βρυξέλλες και τα «επικοινωνιακά» τρικ της κυβέρνησης έχουν απελπίσει εδώ και καιρό τους Ελληνες πολίτες, που ταλαιπωρούνται άσχημα για όγδοη χρονιά στο ασφυκτικό «μνημονιακό» περιβάλλον το οποίο διαμορφώθηκε από το 2010.
Το ερώτημα, όμως, που απασχολεί τώρα πολιτικούς και πολίτες είναι απλό, αλλά καθόλου εύκολο να απαντηθεί: «Τι γίνεται από εδώ και πέρα;».
Ακόμα κι αν τα προβλεπόμενα από τη συμφωνία με τους δανειστές περάσουν στο στάδιο εφαρμογής τους, προβληματίζει σήμερα το γεγονός ότι η διαγραφόμενη νέα φάση θα ξεκινήσει σε ένα πολιτικό περιβάλλον προβληματικό, γκρίζο και ασταθές.
Το παρόν σκηνικό δεν προσφέρει τις βάσεις και τις προϋποθέσεις για «αναπτυξιακές» εξελίξεις. Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα κινείται αργά, φορτωμένη με τα τεράστια βάρη της οικονομικής κρίσης, και δεν διαθέτει ούτε οικονομικό σχέδιο, ούτε το δυναμικό, υψηλής ποιότητας πολιτικό προσωπικό που οι δραματικές περιστάσεις απαιτούν. Και για αυτό δεν εμφανίζεται αξιόπιστη όταν γίνεται από στελέχη της λόγος για «ανάπτυξη» (και μάλιστα «εκρηκτική»!) και για «παραγωγική ανασυγκρότηση».
Από τη ρητορεία του πρωθυπουργού φαίνεται ότι ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ υπολογίζει σε μια αναπτυξιακή πορεία πάνω στα ερείπια ενός οικονομικού συστήματος, προ πολλού κατεστραμμένου, που έχει οδηγήσει τον μισό οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας εκτός παραγωγικής διαδικασίας.
Επιπλέον, η κυβέρνηση διαμορφώνει, με κατάλληλες «διαρροές», ένα κλίμα αβεβαιότητας σχετικά με τον ενδεχόμενο χρόνο διεξαγωγής εκλογών. Φυσικά, κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν είναι συμβατό με ένα «κλίμα» προσφερόμενο για αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
Ομως, και στην απέναντι όχθη, στα στρατόπεδα της αντιπολίτευσης, όλα δείχνουν ότι ο αστικός πολιτικός χώρος είναι από την πλευρά του ανέτοιμος για μια οργανωμένη προσπάθεια εθνικής ανασυγκρότησης. Η Νέα Δημοκρατία απλοποιεί το πρόβλημα της οικονομικής «ανάκαμψης», περιορίζοντάς το στην προώθηση μιας δέσμης «μεταρρυθμίσεων», πρώτιστα φορολογικών, που θα προκαλούσαν, περίπου με αυτοματικές διαδικασίες, την κίνηση παραγωγικών μηχανισμών που σήμερα αδρανούν. Μελέτη και κατανόηση των νέων δεδομένων στην ελληνική κοινωνία δεν γίνεται.
Σχεδόν το σύνολο της πολιτικής ενέργειάς της η Ν.Δ. το δαπανά σε ένα μπαράζ αποδοκιμασιών της κυβέρνησης Τσίπρα, που συνοδεύεται από μια καθημερινή επανάληψη του αιτήματος για εκλογές. Σε αυτό την ακολουθούν και τα μικρότερα αστικά κόμματα, της διασπασμένης «Κεντροαριστεράς», που αγωνίζεται για να διασφαλίσει μια βάση εκλογικής επιβίωσής της σε μια επόμενη μάχη στις κάλπες.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, ούτε και στον χώρο της αντιπολίτευσης μια δουλειά βάθους, ένα πολιτικό κλίμα που θα μπορούσε να στηρίξει οργανωμένες προσπάθειες για παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας στη βάση των δεδομένων που προκύπτουν από την περιβόητη «αξιολόγηση». Ουσιαστικά, όλα είναι συνεπώς «στον αέρα», αν αξιολογηθούν με πολιτικούς όρους. Νευρικότητα, εντάσεις, ανταλλαγές απειλών και εκλογολογίες συνθέτουν ένα ασταθές, αντι-παραγωγικό κλίμα, που καμία ελπίδα για «ανάπτυξη» δεν μπορεί να δίνει στην ελληνική κοινωνία. Η ιδεολογικά ηττημένη Αριστερά του κ. Τσίπρα, απελπισμένη, προσπαθεί τώρα να εμφανισθεί σε ρόλο ταξικού υπερασπιστή των «φτωχών και αδυνάτων».
Και η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να εκπροσωπήσει μια τρομαγμένη αστική τάξη, της οποίας τα συγκεκριμένα στοιχεία αγνοεί, καθώς το «τέρας» της κρίσης έχει «καταπιεί» ολόκληρα κομμάτια της. Με την οικονομική κρίση να προκαλεί, λοιπόν, για όγδοη χρονιά διαλυτικές καταστάσεις στην οικονομία και στην κοινωνία της Ελλάδας και με δεδομένες τις συμπεριφορές της κυβέρνησης και των κομμάτων σήμερα, πόση σημασία έχουν στ’ αλήθεια οι σχολιασμοί τους για τις «λεπτομέρειες» στα χαρτιά της «αξιολόγησης»;