Η βιαστική «ενηλικίωση» της νέας Κεντροαριστεράς
Αναζητείται η πολιτική κάλυψη του χώρου
ΟΙ ΠΡΟ ΔΙΕΤΙΑΣ πολιτικά ηττηµένες και εκλογικά συρρικνωµένες δυνάµεις της Κεντροαριστεράς είναι φυσικό να αναζητούν το 2017 το πέρασµά τους σε µια νέα φάση «επανεκκίνησής» τους. ∆ιότι δεν υπάρχει αµφιβολία ότι σήµερα στον αστικό πολιτικό χώρο υπάρχει ένα ορατό κενό πολιτικής εκπροσώπησης ενός τµήµατος της ελληνικής κοινωνίας το οποίο δεν έλκεται από το πνεύµα και τις «µεταρρυθµιστικές» αντιλήψεις της σύγχρονης Κεντροδεξιάς, ενώ είναι βαθιά απογοητευµένο από τα ήδη πεπραγµένα µιας Ριζοσπαστικής Αριστεράς, που κυβερνά αλλοπρόσαλλα.
Με αυτό το δεδοµένο αναζητείται η πολιτική κάλυψη του χώρου τον οποίο κάποτε ικανοποιούσαν οι θέσεις µιας ελληνικού τύπου «Σοσιαλδηµοκρατίας», που σήµερα δεν υπάρχει στην Ελλάδα εδώ και χρόνια, ενώ υφίσταται και ισχυρά πλήγµατα στον ευρωπαϊκό χώρο µετά το «Μάαστριχτ».
Η αναζήτηση «ανασυγκρότησης» της Κεντροαριστεράς είναι συνεπώς απόλυτα αιτιολογηµένη, καθώς µάλιστα οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν ότι η κυβέρνηση υιοθετεί συµπεριφορές αµφισβήτησης ακόµη και του θεσµικού πλαισίου της Κοινοβουλευτικής ∆ηµοκρατίας της χώρας. Οµως το ερώτηµα που προέκυψε φυσιολογικά και έµεινε αναπάντητο έως το τέλος της προ εβδοµάδος συνδιάσκεψης της ∆ηµοκρατικής Συµπαράταξης είναι το εξής:
Πιστεύουν οι πρωταγωνιστές των προσπαθειών για «ενοποίηση» της Κεντροαριστεράς, ότι αυτός ο στόχος µπορεί να επιτευχθεί µε τη συνεργασία δυνάµεων που ανήκαν στο σκληρό πυρήνα του φθαρµένου «παλαιού καθεστώτος» του ΠΑΣΟΚ; Στον αστικό πολιτικό χώρο, που είναι δυνατόν να καλύπτει µια ουσιαστικά ανανεωµένη Κεντροαριστερά, υπάρχουν αξιόλογα πρόσωπα και οµάδες µε παραγωγικά αιτήµατα, ικανές να συµβάλουν στη δηµιουργία ενός νέου αστικού δηµοκρατικού κόµµατος.
Ενα τέτοιο κόµµα θα έπρεπε να είναι απαλλαγµένο από τις «παραδόσεις», τα λάθη και τα βάρη των αµαρτιών του ΠΑΣΟΚ, µακριά από τους «παπανδρεϊκούς» και τους «εκσυγχρονιστικούς» λαϊκισµούς των περασµένων δεκαετιών. Πόσω µάλλον που µια νέα Κεντροαριστερά θα υποχρεωθεί στο εξής να κινηθεί πολιτικά σε µια περίοδο δραµατική για τα οικονοµικά της χώρας µας, αλλά και φορτωµένη µε µεγάλα προβλήµατα ανταγωνισµών στην Ε.Ε. Η κυρία Φώφη Γεννηµατά είπε ότι η ∆Η.ΣΥ. δεν είναι µια σύναξη «πολεµαρχών».
Αλλά, δυστυχώς, τα πολιτικά γερασµένα πρόσωπα που εµφανίστηκαν στην «πασαρέλα» της πρόσφατης συνδιάσκεψης µόνο ανανεωτικό άνεµο και πολιτικό σφρίγος δεν έφεραν στον χώρο όπου δοκιµάζεται να οικοδοµηθεί η νέα Κεντροαριστερά. Αντιθέτως, µάλιστα, εµφανίστηκαν «πρώτο τραπέζι πίστα» ορισµένα πρόσωπα ως οµοιώµατα «σοσιαλιστών», ιδιαιτέρως απεχθή στην κοινή γνώµη, πρόσωπα που απωθούν κάθε δηµοκρατικό πολίτη σήµερα. Κανένα «ενωτικό» πνεύµα, όµως, δεν µπορεί να δικαιολογεί µια τέτοια συγκατοίκηση µε το «νέο» στην Κεντροαριστερά. «Ε, ναι, λοιπόν, επιστέψαµε!». Το φώναξε µε δυνατή φωνή, χαρούµενη, η κυρία Φώφη Γεννηµατά. Είναι απογοητευτικό για την κυοφορούµενη νέα Κεντροαριστερά το ότι η κυρία Γεννηµατά θεωρεί επιτυχηµένο αυτό το σλόγκαν.
Το αρνητικά συµβολικό στοιχείο, στο ξεκίνηµα του εγχειρήµατος, είναι ότι η κυρία πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και οι «λοιπές δηµοκρατικές δυνάµεις» συµπαρατάσσονται σήµερα ακόµα και µε τον κ. Γ. Α. Παπανδρέου. Αν οι γέφυρες προς τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν όντως πέσει, τότε η «νέα Κεντροαριστερά» θα στραφεί αναγκαστικά (και µάλλον φυσιολογικά) για ενδεχόµενες µετεκλογικές συνεργασίες προς την Κεντροδεξιά του κ. Κυρ. Μητσοτάκη. Αλλά τότε θα «προσφέρει» στη Ν.∆. τη συγκατοίκησή της µε το «παλαιό ΠΑΣΟΚ»; Αν πάλι κερδίσει αυτοδυναµία η Ν.∆., τότε η Κεντροαριστερά από ποια «νέα» βάση θα ασκεί αντιπολίτευση; Βεβαίως στην πολιτική πολλά αλλάζουν κατά καιρούς.
Οµως όσο και οι αν οι καιροί σήµερα προδιαγράφουν ένα σκοτεινό µέλλον για τον ΣΥΡΙΖΑ, µάλλον κάνουν λάθος ορισµένοι πολιτικοί κύκλοι να σχεδιάζουν από τώρα το µέλλον του 2017-’18 µε βάση µόνο τα πεσµένα δηµοσκοπικά ποσοστά του κυβερνώντος κόµµατος. Κάνουν επίσης λάθος να θεωρούν οι ίδιοι κύκλοι ως µια πολιτικά κερδοφόρα «σταθερά» τον προσανατολισµό της αστικής πολιτικής τάξης προς µία µόνο κατεύθυνση αυτή που οδηγεί στο Βερολίνο. Στην Ευρώπη σηµειώνονται αλλαγές στην «επιρροή» που µπορεί να ασκεί η µία ή η άλλη ισχυρή κυβέρνηση στις µικρότερες χώρες της Ε.Ε. Και επιπλέον, εξελίσσονται ανταγωνιστικά, σε µια νέα βάση και, µε πολλά ερωτηµατικά, οι σχέσεις Ουάσινγκτον-Βερολίνου. Και η Αθήνα θα κληθεί σύντοµα ίσως να τοποθετηθεί επάνω σε ορισµένα ζητήµατα στρατηγικής σηµασίας.