Δεν λέει να κλείσει ο κύκλος των βασανιστηρίων που άνοιξε το καλοκαίρι του 2015 και συνεχίζει να ταλαιπωρεί αγρίως την ελληνική οικονομία και την κοινωνία της. Από τότε, δόθηκε κατά στιγμές η εντύπωση ότι είχε γίνει κάποιο βήμα για μία ελάχιστη σταθεροποίηση των συνθηκών του δράματος, που έχουν σκηνοθετήσει οι ξένοι δανειστές της χώρας. Ψηφίστηκε τρίτο μνημόνιο από μια ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να ανοίξουν οι πόρτες προς ταχεία ρύθμιση των «προαπαιτούμενων», ακολούθησαν αδικαιολόγητες εκλογές, νέα φάση «σκληρών» διαπραγματεύσεων που κατέληξαν στον «θρίαμβο» της περιβόητης β' αξιολόγησης, που στο άκουσμά της έσπαγαν κάθε τόσο για μήνες τα νεύρα του κοινού.

Η κυβέρνηση χαμογέλασε πλατιά, παρασημοφόρησε τον εαυτό της, οι πολίτες κλήθηκαν να πειστούν ότι η «μεγάλη μπόρα» είχε περάσει και η αξιωματική αντιπολίτευση κατάπινε δύσκολα την αμηχανία της. Και μετά, τα χαμόγελα πάγωσαν. Ο τροχός της ωμής αλήθειας άρχισε πάλι να κινείται αργά. Τώρα οι βασανισμένοι Έλληνες πολίτες πληροφορούνται ότι ο οικονομικός ουρανός είναι πάλι πολύ σκοτεινός και ότι η κυβέρνηση τρέχει να «περάσει» τροχάδην τα διαβόητα, άνω των 90, «προαπαιτούμενα» άνευ των οποίων δεν «βγαίνει» το πρόγραμμα. Άγχος για την τρίτη αξιολόγηση, όνειρο απατηλό η «καθαρή έξοδος» απ' το μνημόνιο το 2018. Πάλι… τζίφος; Η κυβέρνηση ετοιμάζεται, λοιπόν, υπό την αυστηρή επίβλεψη και ανοιχτή ενθάρρυνση των ξένων δανειστών να πιει το πικρό ποτήρι οδυνηρών και ακριβού κοινωνικού κόστους αποφάσεων. Η σημαία της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, με αχνό πια το κόκκινο χρώμα της, συνεχίζει να ανεμίζει στο Μέγαρο Μαξίμου και στην Πλατεία Κουμουνδούρου, αλλά η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα σήμερα επαινείται μόνο από τα «φιλελεύθερα» εγχώρια και ευρωπαϊκά κέντρα. Μέσα, όμως, από τις διαρκώς δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις μίας εφιαλτικής οκταετίας διαφαίνεται σήμερα η αρχή μίας σημαντικής αλλαγής:

Άπασες οι πολιτικές παρατάξεις, πλην νεοναζιστών, αποδέχονται, η κάθε μία με τον τρόπο της και τη δική της ρητορεία, ότι το βαθύ εθνικό τραύμα που οδηγεί την «αγορά» και την κοινωνία στις κατηφοριές της παρακμής δεν θεραπεύεται έτσι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα. Φάνηκε αυτό καθαρά προ ημερών στη Θεσσαλονίκη, όπου οι «φαντεζί» μαχητικές ρητορείες των αρχηγών ήταν για πρώτη φορά χλωμές και όπου πίσω από τα λόγια του κ. Τσίπρα και του κ. Κυρ. Μητσοτάκη δύσκολα πολύ κρυβόταν η βαριά σκο τεινιά της εθνικής κατάστασης, που οι μεν διαχειρίζονται απελπισμένα και οι δε σκέπτονται ότι μπορεί να κληθούν να τη διαχειριστούν σε μία επόμενη φάση. Το περιφερόμενο στα πολιτικά γραφεία φάντασμα της ανάπτυξης, οι μονότονες αναφορές των ηγεσιών σε αναμενόμενα «κύματα» επενδύσεων, η έλλειψη σχεδίων παραγωγικής ανασυγκρότησης, το τερατώδες χρέος, οι κραυγαλέες αδυναμίες της διοίκησης, η αδυσώπητη πραγματικότητα και το σάρωμα χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στα αστικά κέντρα, ακυρώνουν τον πολιτικό λόγο της κυβέρνησης και αδυνατίζουν πολύ τον κριτικό λόγο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα από το 2010 δεν φαίνεται να έχει τέλος σ' ένα ορατό μέλλον. Ήδη διεθνείς αναλυτές της «ελληνικής περίπτωσης» αναρωτιούνται για πόσον καιρό ακόμα η χώρα μας θα μπορεί να αντέξει το δράμα αυτής της κρίσης.

Στα παρασκήνια της ευρωατλαντικής διπλωματίας, που στενά παρακολουθεί, κατά πάγια παράδοση, μεταπολεμικά τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα, το ερώτημα αυτό είναι έντονο και συνοδεύεται από ανησυχίες και προβλέψεις: πώς θα εκφραστεί σε επόμενες εκλογές η απελπισία των κοινωνικών στρωμάτων που υποφέρουν, η απέχθεια της νεολαίας προς τα κόμματα; Τι ποσοστό θα πάρουν τα αστικά πολιτικά κόμματα; Πόσο υψηλή θα είναι η αποχή; Τι θα γίνει αν αυτοδύναμη κυβέρνηση δεν προκύψει; Υπάρχει κίνδυνος πολιτικού «χάους» σε επόμενη φάση; Με ποιες δυνάμεις θα «συνεννοούνται» αύριο οι ισχυροί της Ε.Ε., η Ουάσιγκτον; Μια παρατεταμένη «αστάθεια», μία εσωτερική «κατάρρευση» στην Ελλάδα αποτελεί εκδοχή εφιαλτική για την ευρωζώνη και για τα γεωστρατηγικά επιτελεία της Δύσης. Η εσωστρεφής πολιτική τάξη των Αθηνών δεν φαίνεται να ασχολείται με αυτά.