Ήταν αναπόφευκτος ο «πόλεµος» που προκάλεσε στην πολιτική σκηνή της χώρας η εκλογική νίκη της Ριζοσπαστικής Αριστεράς το 2015. Οι σφοδρές αντιµνηµονιακές επιθέσεις της στο δικοµµατικό «παλαιό καθεστώς» το 2012-14, η ορµή της στο εσωτερικό µέτωπο, η «επαναστατική» αριστερή ρητορεία της και οι κατά µέτωπον επιθέσεις της εναντίον του Βερολίνου, που επιτηρεί τα «προγράµµατα» των ξένων δανειστών για την Ελλάδα, είχαν σοβαρές επιπτώσεις στη συνέχεια: το οικονοµικό δράµα της χώρας βάθυνε, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υπέστη οικτρή πολιτική ήττα έναντι των δανειστών και «προσκύνησε» το Βερολίνο, η «αριστερά» του κ. Τσίπρα συνετρίβη ιδεολογικά.

Και στην πολιτική σκηνή της Αθήνας «εγκαταστάθηκε» ένα οξύ διχαστικό κλίµα µεταξύ των κυβερνώντων και των αστικών πολιτικών κοµµάτων. Η µεταφορά της εξουσίας το 2015 από τα µεγάλα αστικά κόµµατα της μεταπολίτευσης σε µια νέα πολιτική δύναµη αριστεράς ήταν έως ένα βαθµό φυσικό να προκαλέσει έντονες αναταράξεις στη δηµόσια σκηνή. Επρόκειτο για µια µείζονα αλλαγή. Αλλά η «περιπέτεια» αυτή, που εµφανίζει σήµερα και εσωτερικά και διεθνώς την πολιτική τάξη της χώρας σε διαρκή ένταση και εκνευρισµό, θα µπορούσε να έχει περάσει σε µία πιο ήπια φάση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη συµπεριφορά των πολιτικών πρωταγωνιστών, αν η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα έδινε έναν άλλο τόνο στην πολιτική σκηνή. Και κάτι τέτοιο θα έδινε ευκαιρίες για µια πολιτικά παραγωγική προσέγγιση των µεγάλων προβληµάτων που ταλαιπωρούν άγρια την Ελλάδα.

∆υστυχώς, ο «ρεαλιστής» αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ έκανε µιαν άλλη επιλογή: Προκειµένου να καλύψει τις βαριές πολιτικές ήττες του, που µετέτρεψαν τον βρυχώµενο, άγριο ΣΥΡΙΖΑ σε ήµερο «κατοικίδιο» εντός της ευρωζώνης, η ομάδα του κ. Τσίπρα εμφανίζεται ως φορέας ταξικής πολιτικής υπέρ των αδυνάτων και ως σκληρός πολέμιος των «εχθρών του λαού», που είναι συγκεντρωμένοι συλλήβδην στον χώρο της αστικής αντιπολίτευσης. Εξαιρετικά ανήσυχος από τις αντιδράσεις των πολιτών για την εξαπάτησή τους από τον ΣΥΡΙΖΑ, θυμωμένος από τις διαχειριστικές αποτυχίες μίας κυβέρνησης με χαμηλές επιδόσεις ή και σκανδαλώδεις συμπεριφορές ορισμένων υπουργών της, ο πρωθυπουργός επιτίθεται πλέον κατά πάντων, σφόδρα ενοχλημένος από τις σκληρές κριτικές που εισπράττει. Τα βάζει με τη Νέα Δημοκρατία, με την κεντροαριστερά, με τις εφημερίδες που του ασκούν κριτική και ευθέως επιτίθεται προσωπικά, ακόμα και από το βήμα της Βουλής, σε εκδότες και επιχειρηματίες που θεωρεί ότι όχι μόνο τον αδικούν, αλλά και τον «υπονομεύουν».

Και δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα κάποιων υπουργών του, όπως του κ. Καμμένου και του κ. Κουρουμπλή. Αλλά ο κ. Τσίπρας θυμώνει ακόμη και με τα «θεσμικά εμπόδια», όποτε επιχειρεί να παρακάμψει το Σύνταγμα και τους νόμους. Ο πρωθυπουργός προφανώς εκτιμά ότι έτσι ασκεί μία «επιθετική», γενικώς αντιδεξιά πολιτική, που στο προσεχές μέλλον θα συσπειρώσει τον λαό κάτω από τα λάβαρά του στη μάχη με τους «κακούς» του αστικού πολιτικού κόσμου. Βεβαίως, ο κ. Τσίπρας εμφανίζεται να ξεχνάει ότι αυτός ο λαός έχει γνωρίσει επί των ημερών του ένα πρωτοφανές «δούλεμα» και έχει δεχθεί με υπογραφή της αριστεράς ένα ισχυρό κύμα φορολογικής και εισοδηματικής πολιτικής, που τον έχει εξουθενώσει. Όμως, φαίνεται ότι ο πρωθυπουργός δεν βρίσκει σήμερα τίποτε καλύτερο να σκεφτεί. Ίσως του αρκεί και τον ηρεμεί ότι ο «ξένος παράγων» τον βρίσκει απολύτως του γούστου του σ' αυτήν τη φάση. Αλλά η Ευρώπη εισέρχεται σε περίοδο «ισχυρών αναταράξεων». Και ο κ. Τσίπρας, που κυβερνά όπως-όπως τώρα, με ρακένδυτη την «αριστερά» του, μια ερειπωμένη Ελλάδα θα υποχρεωθεί προσεχώς να κινηθεί σε μία «νέα» ευρωζώνη, όπου και οι τελευταίες φαντασιώσεις του θα εξαερωθούν. Και οι εγχώριες επικοινωνιακές τακτικές του θα του είναι απολύτως άχρηστες.